Dark Mode Light Mode

“Δύο Παναγίες”: Ένα αριστουργηματικό βιβλίο για την Παναγία όπως δεν την είδαμε ποτέ

Γράφει ο Θόδωρος Θεοδωρίδης


Υπάρχουν λογιώ λογιώ γραφειάδες και συγγραφείς. Αυτοί που, είτε γράφουν καλά είτε μέτρια, πάντως κάνουν θόρυβο, προβάλλονται, φροντίζουν να ακούγεται το όνομά τους και να είναι πάντα στην επικαιρότητα, κάνουν δημόσιες σχέσεις και έχουν προσβάσεις στα ΜΜΕ.

Και υπάρχουν και οι άλλοι, εκείνοι που εργάζονται στη σκιά, στο περιθώριο, αθόρυβα αλλά και ακούραστα, με μεράκι και μεθοδικότητα, ολημερίς και οληνυκτίς, σαν μυρμηγκάκια, αγόγγιστα, σαν μελισσούλες αφοσιωμένες στο στόχο τους και καταφέρνουν να φτιάξουν αριστουργήματα.

Ένας τέτοιος δημιουργός, μοναχικός ίσως αλλά εξαιρετικά μεθοδικός, με ασίγαστο πάθος και μεράκι είναι ο συμπολίτης μας αρχιτέκτων Παντελής Ιατρουδάκης. Ο Παντελής, εργάστηκε προσηλωμένος στο στόχο του τα τελευταία χρόνια, για να χαρίσει στην Καβάλα, κυριολεκτικά και χωρίς καμία απολύτως υπερβολή, ένα αριστούργημα.

Ένα μοναδικό βιβλίο, πέρα για πέρα χειροποίητο, με όλη την κυριολεξία της λέξης, που το έφτιαξε σπυρί σπυρί, σελίδα σελίδα, γράμμα το γράμμα, φωτογραφία τη φωτογραφία, μόνος του. Το τιτλοφόρησε “Δύο Παναγίες” γιατί πραγματικά με προσωπική, λεπτομερειακή παρατήρηση, διαπίστωσε ότι η χερσόνησος της Παναγίας δεν είναι τελικά μια ενιαία γειτονιά.

Δεν είναι μία η παλιά πόλη της Καβάλας που μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα περιοριζόταν σ’ αυτήν την τριγωνική χερσόνησο αλλά έχει δύο εντελώς διαφορετικές και διακριτές πλευρές, όψεις και πρόσωπα: τη δυτική και την ανατολική.

Τη γύρισε και την περπάτησε δρόμο το δρόμο την Παναγία ο Παντελής. Περπάτησε τις ανηφοριές της και τις κατηφοριές της, στην παραλία, στα βράχια, στις κεντρικές οδούς της, στα σκαλάκια της, φωτογράφισε την κάθε λεπτομέρειά της, σκάρωσε ατέλειωτα επεξηγηματικά σχεδιάκια και συνέγραψε τελικά και μας παρουσιάζει αυτό το όχι απλώς πρωτότυπο και πρωτόγνωρο για μας τους Καβαλιώτες βιβλίο αλλά και με μία γλώσσα καζαντζακική.

Ένα πόνημα λογοτεχνικά άρτιο, επιστημονικό και ταυτόχρονα ιστορικής αναδίφυσης. Να πως εξηγεί ο ίδιος την πρώτη του παρατήρηση για τις “Δύο Παναγίες”: “Όταν σκόνταψα στις Δύο Παναγίες και εμπειρικά άρχισα να βρίσκω διαφορές και αντιθέσεις που τις διέκριναν, πρέπει να πω πως ήξερα ελάχιστα για την ιστορία της Καβάλας που μέχρι τον 20ο σχεδόν αιώνα ταυτίζεται απόλυτα με κείνη της Παναγίας.

Επίμονοι γρίφοι και άφθονοι κατέκλυσαν το νου. Γιατί έχει λόγου χάρη η βορειοανατολική γειτονιά άλλο χαρακτήρα; Πώς και ούτε μία, δεν σώθηκε, εκκλησιά βυζαντινή; Τι νερό έπινε η πόλη πριν το υδραγωγείο; Γιατί σαν άλλους οικισμούς παραδοσιακούς δεν έχει και η Παναγία ένα κέντρο;

Θα ήταν με τα καλά του πιστεύω ο Πάργαλης σαν επέκτεινε την πόλη στη βορειοδυτική πλαγιά στα απότομα τα βράχια τα ανήλιαγα, μα τι ήταν τόσο δυνατό που τον έσπρωξε εκεί; Και η δυτική πλαγιά πώς τόσα μάζεψε διατηρημένα σπίτια;

Και αδύνατο γιατί είναι, γύρω-γύρω να περπατήσω από την ακρόπολη; Και ίσως από όλους ο πιο αδιάτρητα αινιγματικός: γιατί υπάρχει τούτη η ξεροκέφαλη αντιμετώπιση των δύο πλαγιών, διαχρονικά ασύμμετρη, που ευνοεί την δυτική σκανδαλωδώς ενώ ομαλότερη είναι η ανατολική και μεγαλύτερη και προσανατολισμένη καλύτερα;”

Και παρακάτω ο Παντελής επισημαίνει: “”Αν βλέπει ο κόσμος την Παναγία μ’ όψεις δύο, έτσι βλέπει ακριβώς κι η Παναγία τον κόσμο. Από τη μία πλάγια, τη δυτική, βλέπει ένα κόσμο στεριανό και περιγεγραμμένο: σε πρώτο πλάνο, με προνομιακή ματιά, το λιμάνι κι η πόλη.

Πιο πίσω η ακτογραμμή κι η κορυφογραμμή του Συμβόλου. Στο βάθος, πέρα από το Σύμβολο, η κορφή του Παγγαίου. Ένας ορίζοντας που μένει πάντα κοντά – παράλληλος και ημιορινός. Στην άλλη πλαγιά, ανατολικά, φεύγει ο ορίζοντας μακριά, βλέπει η ματιά έναν κόσμο πλατύ, θαλασσινό.

Αγκαλιάζει τη Θάσο. Ανιχνεύει σε μέρες διαυγείς τις σιλουέτες του Άθωνα και της Σαμοθράκης. Στον ορίζοντα αλφαδιάζεται και ξεμουδιάζει ασκόνταφτα. Κάθε κόσμος κι ένα φόντο σκηνικό, για της ζωής το ξετύλιγμα στην πλαγιά του. Και κάθε φόντο ανόμιο: γεννά άλλους συνειρμούς. Διάφορο δίνει τόνο στην καθημερινότητα, αλλιώς προδιαθέτει”.”

Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ο επίλογος του βιβλίου όπου ο Παντελής Ιατρουδάκης με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια, ανεπιτήδευτα και επίσης με μιά… ελκυστική και γοητευτική διάθεση αυτοκριτικής, περιγράφει το πως έστησε και έφτιαξε αυτό το βιβλίο το οποίο δεν πρέπει να λείψει από το σπίτι και τη βιβλιοθήκη κανενός Καβαλιώτη που αγαπάει πραγματικά την πόλη του και ενδιαφέρεται για τις ομορφιές της και την ιστορία της. Σπεύσατε…

Προηγούμενο άρθρο

Συνεχίζεται το έργο κατασκευής δικτύου φυσικού αερίου

Επόμενο άρθρο

Πέρασαν Νέστος, Άρης Πηγών, η έκπληξη στο Ζυγός - Εκτός Βύρωνας και Ορφάνι (φωτογραφίες)