Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλοσ
–Γράψε επί τέλους κάτι άλλο εκτός πολιτικής. Δεν νομίζεις ότι θα ήταν σκόπιμο να πείς δυο λόγια τώρα που χωρίς «διαβατήριο» (πιστοποίηση εμβολιασμού, πάσο), δεν έχει, θεωρητικώς, ο πολίτης το δικαίωμα να εισέρχεται σε ένα τροκέ, με προτρέπει φίλος Έλληνας που διαβάζει την ψηφιακή –ηλεκτρονική έκδοση της Πρωινής. –Που θυμήθηκες αυτή την λέξη, τον ερωτώ. Είχα χρόνια και χρόνια να την ακούσω από φιλολογούντες Γάλλους που ονοματίζουν έτσι ένα καφέ μπαρ, ένα μπιστρό όπως το λένε σχεδόν όλοι εδώι. Θέλησα να εξερευνήσω τη προέλευσή της. Δεν έχω σμαρτόφωνο, αλλά και αν είχα δεν θα ήξερα να το χειριστώ. Άνοιξα λοιπόν το λεξικό Λαρούς (Larousse γαλλιστί) και είδα ότι είναι παράγωγο της λέξεως μασττροκέ και έχει τις ρίζες του στο ρήμα troquer=δίνω κάτι ανταλλάσοντας το με κάτι άλλο, π.χ. ανταλλάσω παντελόνι με μια βερμούδα, τροκέ λοιπόν είναι ο χώρος ανταλλαγής αντικειμένων, το σημερινό καφενείο.
Γιατί όλη αυτή μακρηγορία εν είδει εισαγωγής; Διότι σύμφωνα με ένα ρεπορτάζ της ευρείας κυκλοφορίας και ευκόλου αναγνώσεως, ιδίως στα καφενεία, της εφημερίδος Λε Παριζιέν ο αριθμός των μπιστρό σήμα κατατεθέν των Παρισίων κα των κοντινών προαστίων, μειώνεται μέρα με την μέρα. Το Παρίσι, έγραφε η εφημερίδα, είναι η παγκόσμια πρωτεύουσα των καφέ μπαρ. Είναι γνωστό ότι οι Αμερικανοί τουρίστες ξετρελλαίνονται με τα παρισινά καφέ. Γι’αυτούς το να πάρουν ένα ποτό, όταν ο καιρός τους το επιτρέπει, στον εξωτερικό χώρο ενός μπιστρό του Σαιν Ζερμαίν ή των Ηλυσίων Πεδίων είναι η αμετακίνητη εικόνα που έχουν σχηματίσει για το Παρίσι. Δηλώνουν ότι οι Γάλλοι είναι τυχεροί να διαθέτουν τόσα πολλά καφενεία. Δεν θα σας κουράσω με αριθμούς. Πριν από είκοσι χρόνια, το έτος 2002, υπήρχαν στα 20 διαμερίσματα της πάλαι ποτέ πόλεως του φωτός 1907 μπιστρό, σήμερα απομένουν μόνο 1410, εν άλλοις λόγοις εξηφανίσθησαν 497 χωρίς να υπολογίζονται τα καφέ που πωλούν και καπνικά είδη, φέροντα την ερυθρού χρώματος ένδειξη Tabac. Σύμφωνα με τον Ζεράρ Λεταγιέρ, συγγραφέα του βιβλίου «Η ασυνήθιστη ιστορία των παρισινών καφενείων (εκδόσεις Perrin), υπήρχαν το 1900 σε ολόκληρη την Γαλλία 500.000 σπιτικο-οικογενειακά καφέ, σήμερα δε απομένουν μόνο 34.600! Ο συγγραφεύς εξηγεί ότι το πρώτο καφενείο στη Γαλλία ενεφανίσθη το 1669. Ο τότε πρεσβευτής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας παρουσίασε στον Λουδοβίκο 14ο ένα νέο ρόφημα ονομαζόμενο κάουα (καφέ). Ο αυτοκράτωρ το εγεύθη και το βρήκε πικρό. Όχι όμως δυο Αρμένιοι που ενοικίασαν ένα χώρο στην παρισινή αγορά του Σαίν Ζερμαίν για να μπορούν να το γευθούν οι γύρω κάτοικοι. Ή επιτυχία αυτού του ροφήματος υπήρξε ένας θρίαμβος, ηκ κατανάλωσή του έκανε θραύση και οι έμποροι απευθύνθησαν σε ένα νέο Σικελό, τον Προκόπιο, για να προτείνει το νέο ζεστό ποτό, τον καφέ, στα σπίτια. Ό εν λόγω Σικελός άνοιξε το πρώτο καφέ μπαρ-ρεστωράν στο Παρίσι ονόματι Λε Προκόπ που λειτουργεί ακόμη και σήμερα στο Καρτιέ Λατέν, στην οδό Παλαιά Κωμωδία (Ancienne comedie). Ό Λεταγιέρ διευκρινίζει ότι οι γυναίκες όφειλαν να μένουν έξωθεν του καταστήματος εξ ου και η δημιουργία των εξωτερικών χώρων (γαλλιστί terrasses).
Λίγο μακρύτερα, στην ίδια συνοικία, δέκα βήματα από την Σορβόννη ένα άλλο γνωστό καφέ το Μπαλζάρ (Balzar) κείμενο επί της οδού των σχολείων (rue des Ecoles) είναι ο τόπος συναντήσεως δημοσιογράφων, καθηγητών, φοιτητών, συγγραφέων, εκδοτών και Αμερικανών ενδιαφερομένων στην γαλλική πολιτική σκηνή. Νοτιότερον , επί του βουλεβάρτου Σαιν Ζερμαίν, απέναντι του γοτθικού αβαείου, υπήρχε το καφέ μπαρ ο άγιος Κλαυδιανός (Saint Claude) στο οποίο ο Βίκτωρ, Ρώσσος σερβιτόρος, προσκαλούσε στην δεκαετία ’70 τους συχνάζοντες στο καφενείο Έλληνες ορθόδοξους να εορτάσουν όλοι μαζί την Ανάσταση. Σήμερα το Saint Claude δεν υπάρχει, έχει μετατραπεί σε κατάστημα ενδυμάτων, όπως άλλωστε και το Απολλιναίρ, μπιστρό όπου έπαιρνε τον καφέ του ο Άνδρέας Νενεδάκης, συγγραφεύς «Οι μαργαρίτες του Αιγαίου» που περιάγραψε την ζωή των αριστερών στα ξερονήσια. Στην ίδια πάντα συνοικία, βρίσκεται το Ντέ Μαγκό, όπου σύχναζε στα πρώτα-πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο φιλόσοφος Ζαν Πολ Σάρτρ και η Σιμόν ντε Μπουβοάρ, που αργότερα επροτίμησαν το Ρασπαïγ στο Μοntπαρνάς. Στο Λε Φλόρ στο Καρτιέ Λατέν συναντώνται οι ‘’γράφοντες και οι ζωγραφίζοντες», φιλοδοξούντες να αναγνωρισθούν από τους περαστικούς. Νοτιότερον, στο Μοντπαρνάς, βρίσκεται το Λε Ντόμ όπου ο Ρώσσος συγγραφεύς Ηλία ΄Ερενμπουργκ παρατηρούσε την απελευθέρωση των Παρισίων από τους αντιστασιακούς.
Είναι κοινώς παραδεκτό ότι το να συχνάζει κάποιος στα καφέ είναι μια συγκεκριμένη νοοτροπία που συνίσταται στο να περνάει μεγάλο μέρος της ζωής του μέσα σε αυτά. Κυκλοφορεί η ιδέα ότι μία των ημερών η Ουνέσκο θα ήταν δυνατόν να αναγνωρίσει αυτόν τον τρόπο ζωής. Οι υπεύθυνοι του συλλόγου για την αποδοχή της νοοτροπίας του να βιώνει κανείς μέσα στα μπιστρό, ελπίζουν στην αναγνώριση αυτού του φαινομένου ως να ήταν εθνική μορφωτική άυλη κληρονομιά. Λε Παριζιέν υπογραμμίζει, ότι ο πρόεδρος αυτού του οργανισμού προβλέπει για το 2022 την κατάθεση υποψηφιότητος γι αυτόν τον τίτλο. Συνεπικουρείται από τον ιδιοκτήτη του «Μεστουρέ», ενός καφέ—εστιατορίο του 12ου διαμερίσματος των Παρισίων ο οποίος έχει την ιδιωτική υποστήριξη του Μακρόν και του έχει υποβάλλει το αίτημα δημοσίας αναγνωρίσεως αυτής της ιδέας. Ο ίδιος προσθέτει ότι στα καφέ μπαρ δεν υφίστανται κοινωνικές διαφορές. Θα μου επιτραπεί να διατηρώ αμφιβολίες γι αυτή την διαπίστωση η οποία δεν ανταποκρίνεται 100% στην πραγματικότητα. Τολμείστε να εισέλθετε σε ένα «σικ» καφέ του 16ου διαμερίσματος (αντιστοίχου του αθηναïκού Κολωνακίου) φορώντας τραγιάσκα και έχοντας υπό μάλης σε περίοπτη θέση την όλο και ολιγότερο κομμουνιστική εφημερίδα Ουμανιτέ. Οι πελάτες θα σας λοξοκοιτάξουν και ο σερβιτόρος με πολύ αργές εκνευριστικές κινήσεις, θα αργήσει όσο πιο πολύ μπορεί να σας σερβίρει το ρόφημα που ζητήσατε…
- Η λέξη μπιστρό ανάγεται στο έτος 1814 όταν το Παρίσι ήταν κατειλημμένο από τους ιππείς του ρώσσικου στρατού του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου 1ου, οι οποίοι είχαν την συνήθεια να φωνάζουν στα καφέ που εισήρχοντο «μπίστρα, μπίστρα» (γρήγορα, γρήγορα) για να τους σερβίρουν..