Dark Mode Light Mode

»Εάν εμείς κάψουμε…

25/03/2025

… δέκα χρόνια εξεγέρσεων δίχως επανάσταση». Sergio Sinigaglia (*) για το βιβλίο του Vincent Bevis.

Ο αμερικανός δημοσιογράφος Βίνσεντ Μπέβινς-Vincent Bevins προτείνει ένα δοκίμιο – «Αν εμείς κάψουμε, δέκα χρόνια εξεγέρσεις δίχως επανάσταση» (Einaudi) για να αφηγηθεί και να αναλύσει τις εξεγέρσεις της περιόδου 2010-2020 σε διάφορες χώρες.

Από τις απαρχές τους, τα επαναστατικά κινήματα που γεννήθηκαν τον δέκατο ένατο αιώνα έθεσαν στον εαυτό τους το ζήτημα ποιο οργανωτικό μοντέλο να υιοθετήσουν. Ειδικότερα, με τη γέννηση του εργατικού κινήματος το θέμα έχει καταστεί θεμελιώδες.

Οι κύριες συνιστώσες, κομμουνιστική, σοσιαλιστική και αναρχική, αντιμετώπισαν επίσης η μια την άλλη με σκληρούς τόνους, μια συζήτηση που, όπως γνωρίζουμε, οδήγησε σε ρήξεις, διασπάσεις, ακόμη και δραματικές συγκρούσεις.

Ειδικότερα, η νικηφόρα ρωσική επανάσταση ουσιαστικά μείωσε τα οράματα-τις οπτικές σε δύο: από τη μια πλευρά η λενινιστική, με επίκεντρο το κόμμα πρωτοπορίας, άκαμπτα σχηματισμένο από επαγγελματίες αγωνιστές, με καθήκον να καθοδηγεί τις κοινωνικές δυναμικές και το νέο σοσιαλιστικό Κράτος, μια γραμμή η οποία όπως ξέρουμε εκφυλίστηκε στον αυταρχισμό, τον δεσποτισμό του οποίου ο σταλινισμός υπήρξε ο δραματικός και εγκληματικός ερμηνευτής. από την άλλη, η ελευθεριακή γραμμή, που δεν πρέπει να θεωρείται κατηγορηματικά «αυθορμητιστική», επομένως απρόσβλητη από οποιοδήποτε οργανωτικό μοντέλο, αλλά επικεντρωμένη σε μεθόδους όχι από πάνω προς τα κάτω-από την κορυφή προς την βάση, που γίνονταν σαφείς από τις διάφορες συμβουλιακές εμπειρίες, με στόχο τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας μη κρατικιστικής, αλλά κοινοτικής και όσο το δυνατόν περισσότερο οριζόντιας.

Εμπειρίες κληρονόμοι αυτού που συνόψισε ο David Graeber στην έννοια του «διάχυτου κομμουνισμού» ο οποίος χαρακτήριζε τις διάφορες φάσεις της ιστορίας της ανθρωπότητας. Στην ουσία, «κοινωνίες χωρίς Κράτος» ή, παραθέτοντας το δοκίμιο του Pierre Clastres «Τις κοινωνίες ενάντια στο Κράτος”.

Ο εικοστός αιώνας μας παρέδωσε την αποτυχία των κυριότερων επαναστάσεων που είδαν τα αντίστοιχα κομμουνιστικά κόμματα να πηγαίνουν στην εξουσία. Πέρα από τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων κοινωνιών και της ιστορίας τους, το παραδοσιακό επαναστατικό μοντέλο ήταν που εκτροχιάστηκε, η υποθετική «δικτατορία του προλεταριάτου», ήδη λανθασμένη από μόνη της, οδήγησε στη δικτατορία του κόμματος και στην ανάπτυξη ενός επιβλητικού αστυνομικού συστήματος ελέγχου με όλες τις σχετικές, γνωστές, συνέπειες..

Με την έλευση της τρίτης χιλιετίας, τα κινήματα που γεννήθηκαν σε διάφορα μέρη του κόσμου, στις περισσότερες περιπτώσεις είδαν να επιβεβαιώνεται το δεύτερο μοντέλο: από την εξέγερση του Σιάτλ του 1999 και την ανάπτυξη των θέσεων-απαιτήσεων ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, έως τις εξεγέρσεις που ξέσπασαν στη συνέχεια στις διάφορες ηπείρους, η κλασική και ορθόδοξη αντίληψη αντικαταστάθηκε από δυναμικές δομημένες, τουλάχιστον φαινομενικά, σύμφωνα με τις παλιές ελευθεριακές αρχές.

Και ένα σημαντικό κείμενο επάνω στο οποίο αξίζει να αναλογιστούμε είναι αφιερωμένο στην ιστορία των εξεγέρσεων μεταξύ 2010 και 2020. Αναφερόμαστε στο “Se noi bruciamo” (Einaudi 2024, 376 σελίδες, 32 ευρώ)  που έγραψε ο αμερικανός δημοσιογράφος Vincent Bevins.

Ο υπότιτλος είναι ήδη εύγλωττος: δέκα χρόνια εξεγέρσεων χωρίς επαναστάσεις, και ήδη προμηνύει το λαιτμοτίφ- leit motiv που χαρακτηρίζει τον τόμο. Ο Bevins, παρά τα 40 του χρόνια, έχει σημαντική δημοσιογραφική εμπειρία στις πλάτες του, την οποία, ξεκινώντας από το 2011, όταν ήταν ανταποκριτής στη Βραζιλία για τους Los Angeles Times, μετέφερε σε διάφορα μέρη του κόσμου, γράφοντας στη συνέχεια για άλλες σημαντικές εφημερίδες, τους Financial Times, Washington Post, The Guardian, για να αναφέρουμε μόνο μερικές, εργασία που του επέτρεψε να ακολουθήσει-καλύψει τις διάφορες εξεγέρσεις.

Το έργο του μας συνοδεύει σε ένα μακρύ ταξίδι στην Τυνησία, την Αίγυπτο, το Μπαχρέιν, την Υεμένη, την Τουρκία, τη Βραζιλία, την Ουκρανία, το Χονγκ Κονγκ, τη Νότια Κορέα, τη Χιλή, την Ισπανία και την Ελλάδα.

Εξεγέρσεις που διαφέρουν μεταξύ τους, γεννιούνται επάνω σε μη ίδια αιτήματα, σε αντίθεση με το αντιπαγκοσμιοποίησης κίνημα-movimento altermondialista, με ανόμοιους και σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ συγκεκριμένους-ιδιαίτερους στόχους, αλλά που ταυτόχρονα έχουν κοινό τον αυθορμητισμό, την απουσία των κλασικών υποκειμένων του εικοστού αιώνα.

Η πρώτη σπίθα που έβαλε φωτιά στο λιβάδι ανάβει στην Τυνησία, τον δεκέμβριο του 2010, με την τρομερή αυτοκτονία του νεαρού μικροπωλητή Mohamed Bouazizi που πιστεύουμε ότι δεν γνώριζε για την παρόμοια χειρονομία που είχε κάνει ο Jan Palach μερικές δεκαετίες νωρίτερα στην Πράγα, αλλά επέλεξε αυτόν τον θεαματικό τρόπο για να δώσει τέλος στη ζωή του.

Η απόφαση φέρεται να προκλήθηκε από την αλαζονεία ενός δημόσιου λειτουργού, αλλά η εξέγερση που προκάλεσε σιγοέβραζε κάτω από τις στάχτες αξιολογώντας το καθεστώς Μπεν Άλι.

Η Τυνησία ξεκίνησε τις λεγόμενες «αραβικές ανοίξεις». Από την Αίγυπτο της πλατείας Ταχρίρ στο Κάιρο, μέχρι το πάρκο Gezi στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσει στο Μπαχρέιν και την Υεμένη, η εξέγερση εξαπλώνεται, μέχρι να αγγίξει, πάντα μέσα στην ποικιλομορφία των στόχων και υποκειμένων στο πεδίο καθώς και των κυβερνήσεων στην εξουσία, Βραζιλία, Χιλή στη Λατινική Αμερική, Χονγκ Κονγκ και Νότια Κορέα στην Ασία, Ισπανία, Ελλάδα και Ουκρανία στην Ευρώπη.

Ο συγγραφέας εστιάζει με μεγάλη λεπτομέρεια στη Βραζιλία όπου πέρασε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο Σάο Πάολο ως ανταποκριτής για τους Los Angeles Times, γράφοντας επίσης για την εθνική εφημερίδα Fohla.

Η βραζιλιάνικη περίπτωση είναι εμβληματική: το 2013 το Κόμμα του Λούλα βρίσκεται στην κυβέρνηση, επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας η Ντίλμα Ρούσεφ, στη μεγάλη πόλη παουλίστα είναι δήμαρχος ο Φερνάντο Χαντάντ, και αυτός του PT. Αυτό που προκάλεσε τον σάλο ήταν η αύξηση του κόστους των εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς.

Μπορεί να φαίνεται μικρό πράγμα, αλλά σε μια χώρα όπου, παρά τις αναμφισβήτητες επιτυχίες των πολιτικών του Λούλα, παρά όλα τα όρια, υπάρχει μια δομική φτώχεια, η επιλογή μπορεί να βαρύνει τις τσέπες της εργατικής τάξης.

Το Κίνημα Passe Livre, Δωρεάν Πάσο είχε ήδη δραστηριοποιηθεί εδώ και οκτώ χρόνια και έδινε μεγάλη προσοχή στην αστική δυναμική και προβλήματα. Και είναι αυτό που προωθεί τη διαμαρτυρία χρησιμοποιώντας μια «οριζόντια» μέθοδο.

Μέσα του υπάρχουν πανκ, αναρχικοί, διάφοροι ακτιβιστές, κάποιοι πρωτάρηδες. Αρχικά, μόνο μερικές χιλιάδες βγαίνουν στους δρόμους, αλλά η σκληρή αστυνομική καταστολή, οι εικόνες της οποίας κατακλύζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ακόμη και την τηλεόραση, έχει ως αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζεται η συμμετοχή, μέχρι μια γιγαντιαία διαδήλωση δύο εκατομμυρίων ανθρώπων, όπου αναπόφευκτα υπάρχουν τα πάντα και το αντίθετο από όλα.

Στο τέλος, ο Χαντάντ, όπως ήδη έκαναν οι δήμαρχοι άλλων πόλεων, πρέπει να υποχωρήσει και να αποσύρει το μέτρο, αλλά η διαμαρτυρία άλλαξε σταδιακά πρόσωπο και πρωταγωνιστές, ξέφυγε από τον έλεγχο αυτών που την ξεκίνησαν.

Το Κίνημα Pass Livre υποκαθίσταται από τις δεξιές ομάδες, από τα κοινωνικά στρώματα που πάντα αντιτίθενται στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Κόμματος των εργαζομένων.

Η έκβαση όλων αυτών είναι γνωστή: μια δικαστική έρευνα που καθοδηγείται από τη δεξιά θα οδηγήσει σε ψευδείς κατηγορίες κατά της Ρούσεφ, στη σύλληψη του Λούλα και τον φασίστα Μπολσονάρου στην κυβέρνηση.

Σταθήκαμε στη Βραζιλία, μεταξύ των διαφόρων γεγονότων που αφηγείται ο Μπέβινς, επειδή συνοψίζει εν μέρει ορισμένα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τις αφηγούμενες εξεγέρσεις: ξεσπά η διαμαρτυρία, η βάναυση αστυνομική καταστολή ευνοεί μια μέχρι πρότινος αδιανόητη μαζική συμμετοχή, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ένα πολύτιμο εργαλείο οργάνωσης και καταγγελίας, σε μια πρώτη στιγμή η εξέγερση μοιάζει να πετυχαίνει τους στόχους της, είτε πρόκειται για μια συγκεκριμένη διεκδίκηση, είτε εάν ο Μουμπάρακ ή ο Μπεν Άλι πρέπει να εκδιωχθούν.

Στη συνέχεια, όμως, οι δυνάμεις της αντίδρασης σταδιακά αναλαμβάνουν και βρισκόμαστε με τον Μπολσονάρο (ακόμα κι αν μετά από μερικά χρόνια ήταν ο Λούλα που επέστρεψε στην κυβέρνηση), τον Αλ Σίσι και πάει λέγοντας..

Στο τέλος ο συγγραφέας αφήνει χώρο για προβληματισμό και εκτιμήσεις για αυτά τα δέκα χρόνια. σε απόσταση χρόνου ρωτά τους πρωταγωνιστές της εποχής τι μάθημα πήραν, τι κατά τη γνώμη τους δεν λειτούργησε.

Οι βραζιλιάνοι Mayara Viviana του Pass Livre Κινήματος και ο Fernando Haddad, ήδη δήμαρχος του Σάο Πάολο, αν και βίωσαν την ιστορία ενδυόμενοι πολύ διαφορετικούς ρόλους, δίνουν την ίδια απάντηση: nao existe vacuo politica, το πολιτικό κενό δεν υπάρχει.

Αν έστω και στιγμιαία αφαιρέσετε τα ηνία της εξουσίας από αυτούς που την κατέχουν, δημιουργείται ένα κενό που κάποιος θα καλύψει αμέσως. Ο Bevins γράφει ότι και άλλοι έχουν δώσει την ίδια απάντηση. «Πιστεύαμε ότι η εκπροσώπηση είναι ελιτισμός, αλλά στην πραγματικότητα είναι η ουσία της δημοκρατίας».

Υπάρχουν εκείνοι που, όπως ο Αρτέμ Τίντβα-Artem Tidva, ένας νεαρός αριστερός ουκρανός που συμμετείχε στην εξέγερση του Μαϊντάν, ομολογεί μάλιστα ότι «έχει πάψει να πιστεύει στην αυτοοργάνωση» και δηλώνει ότι πριν ήταν «πιο αναρχικός».

Δεν προσανατολίστηκαν προς αυτές τις θέσεις όλα τα άτομα που ακούστηκαν, αλλά «η πλειοψηφία το έκανε». Μάλιστα ο βραζιλιάνος Rodrigo Nunes, ήδη ενεργός στις αρχές της χιλιετίας στο κίνημα της alter-παγκοσμιοποίησης, υποστηρίζει αστειευόμενος έναν «λενινισμό στο διαδίκτυο».

Πέρα όμως από αυτές τις υποδείξεις ή μεταμέλειες, τα ίδια γεγονότα που αφηγείται ο Μπέβινς δείχνουν ότι πίσω από τον υποτιθέμενο αυθορμητισμό, υπήρχαν και οργανωμένες δυναμικές. Εξάλλου, η ίδια η αναρχική παράδοση, όπως θυμηθήκαμε στην αρχή, προϋπέθετε μια οργάνωση βάσης.

Και στις ίδιες πλατείες που αναφέρθηκαν υπήρχαν παρούσες καλά δομημένες ομάδες, διαφόρων ιδεολογιών. Για παράδειγμα στην Ουκρανία, το ετερογενές Μαϊντάν έχει υποστεί ουσιαστικά την ηγεμονία της ακροδεξιάς, αν και με μειοψηφική συμμετοχή αγωνιστών όπως ο Artem.

Ίσως το μεγαλύτερο έλλειμμα των περισσότερων από αυτές τις εμπειρίες ήταν η έλλειψη «ταξικής» παρουσίας. Τα κοινωνικά υποκείμενα ήταν αρκετά ποικίλα, καθιστώντας σαφές έναν εμφανή διαταξισμό.

Με αυτή την έννοια, άλλο πράγμα είναι να διαμαρτύρεσαι στη Νέα Υόρκη ή στο Παρίσι, άλλο στο Κάιρο, και τα λόγια ενός αιγύπτιου επαναστάτη μας κάνουν να προβληματιζόμαστε.

Στην πρώτη περίπτωση, αν «η διαμαρτυρία δεν πετύχει, τότε κάνεις καριέρα στα ΜΜΕ ή στο πανεπιστήμιο, εδώ αν αποτύχεις όλοι οι φίλοι σου πάνε φυλακή ή καταλήγουν να σκοτωθούν».

Για να παραμείνουμε στο αραβικό πλαίσιο, ένας ιρανός κοινωνιολόγος υπογραμμίζει πώς στις «ανοίξεις» απουσίαζε «ένας ριζοσπαστισμός που χαρακτήριζε τις περισσότερες επαναστάσεις του 20ού αιώνα», αναφερόμενος στη δεκαετία του 1970, που «μοιραζόταν μια ισχυρή σοσιαλιστική, αντιιμπεριαλιστική, αντικαπιταλιστική παρόρμηση»..

Συμπερασματικά, είναι δύσκολο να ξεδιαλύνει κανείς την πολυπλοκότητα ζητημάτων αυτού του μεγέθους. Σίγουρα δεν μας φαίνεται ιδανικό να επαναφέρουμε από το παράθυρο αυτό που η ιστορία έχει βγάλει οριστικά από την εξώπορτα.

Το να καταφεύγουμε σε ένα είδος «νεολενινισμού» είναι περισσότερο από ποτέ παραπλανητικό. Το πρόβλημα δεν είναι η ψευδής αντίθεση μεταξύ ενός υποθετικού «αυθορμητισμού» και «οριζοντισμού» και μιας οργανωτικής μορφής συγκεκριμένου τύπου.

Ίσως θα ήταν σκόπιμο να δούμε τις καλύτερες εμπειρίες αυτής της αρχής της χιλιετίας, μερικές σίγουρα παρούσες στα γεγονότα που αφηγούνται, και να κατανοήσουμε πώς να τις αξιολογήσουμε, αντλώντας και από εκείνη τη φεμινιστική σκέψη που σίγουρα, στο επίπεδο των οργανωτικών μεθόδων, των προσωπικών και κοινωνικών σχέσεων, έχει πολλά να μας διδάξει.

Χωρίς να ξεχνάμε ότι η ανθρωπότητα είναι ένα «στραβόξυλο», ότι πίσω από τα μικρά και μεγάλα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος και του παρόντος υπάρχουν οι μεμονωμένοι άνθρωποι με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

(*) παρμένο από pressenza.com

Μιχάλης ‘μίκε’ Μαυρόπουλος     La Bottega del Barbieri

Προηγούμενο άρθρο

Θεματικές βραδιές γεύσης στο Franco's με τον σεφ Σάκη Κυριακίδη!

Επόμενο άρθρο

Η βροχή επηρέασε ελαφρώς την παρέλαση... (φωτογραφίες-video)