05/09/2024
«Εσείς δεν ξέρετε τι είναι μια επανάσταση, αν το γνωρίζατε δεν θα χρησιμοποιούσατε αυτή τη λέξη. Μια επανάσταση είναι αιματηρή. Η επανάσταση είναι εχθρική. Η επανάσταση δεν γνωρίζει συμβιβασμούς.
Η επανάσταση ανατρέπει και καταστρέφει κάθε εμπόδιο που βρίσκει στο δρόμο της. Ποιος άκουσε ποτέ για μια επανάσταση όπου σταυρώνετε τα χέρια σας για να τραγουδήσετε We Shall Overcome;
Δεν είναι αυτό που κάνουμε κατά τη διάρκεια μιας επανάστασης. Δεν θα είχατε χρόνο να τραγουδήσετε, γιατί θα ήσασταν πολύ απασχολημένοι με το να κρεμάτε». (Malcom X, ομιλία στην Εκκλησία King Solomon Baptist στο Ντιτρόιτ, 10 νοεμβρίου 1963)
Πριν από λίγες εβδομάδες, στην πρώτη παρέμβαση με τίτλο «Εμπρός βάρβαροι!» αφιερωμένη στην ανασκόπηση ενός κειμένου της Louisa Yousfi, έγιναν κάποιες δηλώσεις που, κατά τη γνώμη του γράφοντος, πρέπει ακόμη να διερευνηθούν και να διευκρινιστούν, σε όλη την πραγματική τους έκταση, με μια σειρά διευκρινίσεων.
Ξεκινώντας από αυτό, που περιέχεται στο κείμενο του Amadeo Bordiga του 1951, πως «αυτός ο πολιτισμός […] πρέπει να δει την αποκάλυψη του πριν από εμάς. Σοσιαλισμός και κομμουνισμός είναι πέρα και μετά τον πολιτισμό […] Αυτοί δεν είναι μια νέα μορφή πολιτισμού.», γράφει ο Sandro Moiso
Λόγος για τον οποίον δεν θα υπάρχει κάποια συνέχεια μεταξύ της καπιταλιστικής κοινωνικής τάξης και της νέας μελλοντικής κοινωνίας, εάν η τελευταία απορρίψει τα θεμέλια της πρώτης.
Ο κομμουνισμός δεν μπορεί να είναι σε συνέχεια με τον καπιταλισμό, αφού, για να μπορεί να οριστεί ως τέτοιος, θα πρέπει να αποτελέσει τη ριζική του άρνηση. Όντως, μόνο η ρήξη της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής τάξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ξεκινώντας από την κρατική του μηχανή, θα μπορέσει να οδηγήσει σε μια άλλη κοινωνική και παραγωγική τάξη. Προορισμένος να αρνηθεί ριζικά τις διατακτικές αξίες που έχει αποδώσει μια ενδιαφερόμενη ερμηνεία της Ιστορίας σε αυτό που σημαίνει πολιτισμός.
Όποιος συνεχίζει να επιβεβαιώνει το αντίθετο απλώς αποδεικνύει ότι εξακολουθεί να θέλει να αυταπατά και να αυταπατάται, πως η μετάβαση στον νέο κόσμο, που δεν βασίζεται πλέον στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, την ιδιωτική ιδιοποίηση του κοινωνικά παραγόμενου και συσσωρευμένου πλούτου και η εμπορική και νομισματική ανταλλαγή-συναλλαγή και της εκτελεσθείσας εργασίας, μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς κραδασμούς και χωρίς να καταργηθούν οι πυλώνες που μόλις αναφέρθηκαν, οι οποίοι τον θεμελιώνουν από τις αρχές του.
Μια ψευδαίσθηση που συχνά οδηγεί στην πεποίθηση και την υποστήριξη ότι αυτή η μετάβαση μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμη και με την ψήφο μιας μαχητικής πλειοψηφίας, αλλά και άρτια μορφωμένης και κατηρτισμένης, υποταγμένης στη φιλελεύθερη και δημοκρατική νοοτροπία της εκλογικής και κοινοβουλευτικής συμμετοχής.
Αλλά που δικαίωσε επίσης τον μύθο του κρατικού σοσιαλισμού και του πραγματικού σοσιαλισμού, ξεκινώντας από τη σταλινοποιημένη ΕΣΣΔ, στην οποία οι μισθοί, τα χρήματα, η αγορά, η ιδιοποίηση του πλούτου από το Κράτος και τους πολιτικούς και οικονομικούς του μηχανισμούς συνέχισαν να επιβιώνουν και να αναπτύσσονται επάνω στο πετσί και την εκμετάλλευση εκείνων που θα έπρεπε να είναι, θεωρητικά, οι πραγματικοί ωφελούμενοι της οκτωβριανής Επανάστασης και των συνεπειών της: οι εργάτες και το προλεταριάτο.
Ψευδαισθήσεις που δικαιολογούν την εκλογική συμμετοχή στα μάτια όσων φαντάζονται ότι μόνο μικρές μετατοπίσεις στον κοινοβουλευτικό και κυβερνητικό άξονα μπορούν να οδηγήσουν στο σοσιαλισμό και οι οποίες, πάντα στο όνομα των δίχως δυνατότητα έκφρασης-πραγματοποίησης λαϊκών δημοκρατιών και αντιφασισμού οπερέτας, μπορούν αντιθέτως να οδηγήσουν μόνο στην ενίσχυση της δύναμης του μεγάλου κεφαλαίου επί της κοινωνίας.
Όπως έδειξαν πρόσφατα οι γαλλικές εκλογές, στις οποίες μια ριζοσπαστική αριστερά βοήθησε τον Εμμανουέλ Μακρόν να επιστρέψει στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής, φθαρμένο και εξαντλημένο από τους δύο προηγούμενους εκλογικούς γύρους, στο όνομα ενός θεσμικού αντιφασισμού που δεν κάνει τίποτα άλλο παρά ενισχύει το φασισμό το ίδιο.
Και δεν είναι καν θέμα τοποθέτησης του προλεταριάτου και των εκπροσώπων του στη θέση της μπουρζουαζίας, όπως μια κακώς κατανοητή ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου μοιάζει αντιθέτως να υπονοεί, αναθέτοντας εκ νέου στο προλεταριάτο τη διαχείριση των «εθνικών υποθέσεων». των συνόρων του έθνους και των μηχανισμού του χωρίς να αλλάζει τίποτα στην ουσία και τη συνέχεια της καπιταλιστικής διαχείρισης της τάξης που κληρονομήσαμε.
Καταδικάζοντάς το να παραμείνει εντός των ορίων που ορίζει μια μειωτική ερμηνεία της κοινωνικής του λειτουργίας. Ενώ στο όραμα των ιδρυτών του σύγχρονου κομμουνισμού η καταπιεσμένη τάξη, για την επίτευξη των στόχων της, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αρνηθεί τον εαυτό της.
Αν το προλεταριάτο νικήσει, αυτό δεν καθίσταται καθόλου γι’ αυτό τον λόγο η απόλυτη πλευρά της κοινωνίας, γιατί κερδίζει μόνο καταργώντας τον εαυτό του και το αντίθετό του.
Τότε και το προλεταριάτο και η αντίθετη που είναι της κατάστασής του, η ατομική ιδιοκτησία, ακυρώνεται. Αν οι σοσιαλιστές συγγραφείς αποδίδουν αυτή την κοσμοϊστορική λειτουργία στο προλεταριάτο, αυτό δεν συμβαίνει με τίποτα επειδή, όπως κάνει να πιστεύουν κάποιοι η Κριτική κριτική, να θεωρούν τους προλετάριους Θεούς.
Το ακριβώς αντίθετο. Το προλεταριάτο μπορεί και πρέπει να απελευθερωθεί γιατί η αφαίρεση όλης της ανθρώπινης φύσης (Menschlichkeit), και της εμφάνισης της ανθρωπιάς, στο πραγματικό προλεταριάτο είναι πρακτικά πλήρης. διότι στις συνθήκες διαβίωσης του προλεταριάτου όλες οι καταστάσεις ύπαρξης της σημερινής κοινωνίας συμπυκνώνονται στις πιο απάνθρωπες μορφές τους.
Διότι ο άνθρωπος χάνεται το ίδιο, αλλά έχει αποκτήσει ταυτόχρονα τη θεωρητική επίγνωση αυτής της απώλειας, όχι μόνο αλλά και αμέσως αναγκάζεται, από την απολύτως επιβλητική και επιτακτική και αδυσώπητη ανάγκη – την πρακτική έκφραση της αναγκαιότητας – να επαναστατήσει ενάντια σε αυτή την απανθρωπιά.
Αλλά αυτό δεν μπορεί να απελευθερωθεί χωρίς να καταργήσει τους δικούς του όρους ύπαρξης. Δεν μπορεί να καταργήσει τις δικές του συνθήκες ζωής χωρίς να καταργήσει όλες τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης της σύγχρονης κοινωνίας που συνοψίζονται στην κατάστασή της.
Αυτό δεν προσπαθεί μάταια τη σκληρή αλλά αναζωογονητική σχολή εργασίας. Δεν είναι θέμα τι αντιπροσωπεύει προσωρινά ως σκοπό του αυτός ή ο άλλος προλετάριος ή ακόμα και ολόκληρο το προλεταριάτο.
Έχει να κάνει με το τι είναι και αυτό που θα αναγκαστεί να κάνει ιστορικά σύμφωνο με αυτό το είναι. Ο σκοπός και η ιστορική του δράση εντοπίζονται στη δική του βάση ύπαρξης, όπως και σε ολόκληρη την οργάνωση της σημερινής αστικής κοινωνίας, με σαφή και αμετάκλητο τρόπο1.
Το προλεταριάτο στα γραπτά του Μαρξ και του Ένγκελς είναι, πρώτα απ’ όλα, επαναστατικό ενάντια στον εαυτό του, ενάντια στις δικές του μορφές ύπαρξης και επιβίωσης που του επιβάλλονται από το Κεφάλαιο και τους αξιωματούχους του.
Το προλεταριάτο είναι αναγκαστικά ξένο στην τάξη που θα αναγκαστεί να καταστρέψει, γιατί η καταπιεσμένη τάξη, η οποία σύμφωνα με τον Μαρξ πάντα «ή πολεμά ή δεν είναι», αποκλείεται από αυτήν και δεν θα έβρισκε κανένα πλεονέκτημα στο να ενσωματωθεί οριστικά σε αυτήν.
Μια προσπάθεια που έχουν προωθήσει όλες οι οπορτουνιστικές δυνάμεις της αριστεράς και ο φασισμός σε μια προσπάθεια να το αφοπλίσουν. Επομένως, το προλεταριάτο είναι βάρβαρο από την ίδια του την ουσία, και μόνο αυτή η βαρβαρότητα, αυτή η συντηρούμενη και υπερασπιζόμενη αλλοτριότης του, αυτή η απόσπαση του θα μπορέσει να το απελευθερώσει από τον ζυγό της καταπίεσης, επιτρέποντάς του να παραμείνει αυθεντικά ανθρώπινο.
Η προσπάθεια ενσωμάτωσης του προλεταριάτου, λευκού ή διεθνούς, που διεκδικούν οι σοσιαλδημοκράτες και οι φιλελεύθεροι συνιστά την προσπάθεια αφοπλισμού του ενώπιον του εχθρού του για να το ωθήσουν να αποδεχτεί τους κανόνες του παιχνιδιού που αποφασίζει η μπουρζουαζία και οι αξιωματούχοι του ίδιου του κεφαλαίου.
Μια ενσωμάτωση στην οποία ο τελικός στόχος είναι εκείνος να σκοτωθεί και να εξαλειφθεί τελείως, οριστικά η εγγενής τάση για εξέγερση που περιλαμβάνεται στις συνθήκες διαβίωσης των καταπιεσμένων.
Είτε μιλάμε για καταπιεσμένους και αποικισμένους λαούς, είτε μιλάμε για μισθωτούς, γυναίκες και άνδρες, των αποικιοκρατικών και ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Όσοι δεν το αποδέχονται πρέπει απαραίτητα να χαρακτηρίζονται ως «τρομοκράτες», «ληστές», «εγκληματίες» και να απομακρύνονται βίαια ή να εξαλειφθούν σωματικά από την πολιτειακή συνέλευση.
Αυτό γίνεται ιδιαίτερα ορατό εκεί όπου οι καταπιεσμένοι λαοί, που στερούνται τη δυνατότητα να έχουν τη δική τους αναγνωρισμένη πολιτική και στρατιωτική οργάνωση, βλέπουν να χαρακτηρίζεται ως »τρομοκρατική» οποιαδήποτε πρωτοβουλία ή οργάνωση τους σε θέση, παρά τις χίλιες δυσκολίες και τα λάθη αξιολόγησης, να διατηρεί τη στρατιωτική και πολιτική πρωτοβουλία ενάντια στον καταπιεστή.
Φυσικά, η αστική και φιλελεύθερη υποκρισία θα μπορεί πάντα, στη συνέχεια, να κλαίει για τα λάθη, τις σφαγές και τις σφαγιασμούς που γίνονται εις βάρος των καταπιεσμένων.
Είτε πρόκειται για την Κομμούνα του Παρισιού είτε για την εξόντωση των ιθαγενών αμερικανών είτε για το εμπόριο αφρικανών σκλάβων και τη διατήρηση των απογόνων τους σε συνθήκες διαχωρισμού-απομόνωσης ή ακόμα και για χίλιες άλλες περιπτώσεις, ο εκ των υστέρων εορτασμός και το θεσμικό χτύπημα στο στήθος για» τα λάθη που έγιναν», οι ψεύτικες μέρες μνήμης, δεν θα αποτρέψουν ποτέ πως, μπροστά στην ανοιχτή εξέγερση και την ένοπλη δράση των καταπιεσμένων, όλα μπορούν να συμβούν ξανά, να επαναληφθούν, με ολοένα μεγαλύτερη βία και πάντα δικαιολογημένη από την ανάγκη υπεράσπισης της καθεστηκυίας τάξης από τους εξτρεμιστές και τρομοκράτες μαζί με την ελευθερία και τη δημοκρατία που θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει.
Είτε πρόκειται για κινήματα ανεξαρτησίας και αντιαποικιακού χαρακτήρα, είτε για τους Μαύρους Πάνθηρες είτε για το Κίνημα των Αμερικανών Ινδιάνων της δεκαετίας του Εβδομήντα ή, πάλι, για τα τρέχοντα κινήματα αντίστασης στην Παλαιστίνη, λίγα αλλάζουν.
Η απάντηση θα είναι πάντα η ίδια: αίμα και βία χωρίς όρια, που δικαιολογούνται από την ανάγκη διαφύλαξης της δυτικής και λευκής, φιλελεύθερης και «δημοκρατικής» τάξης του κόσμου.
Το 1821, ο Nat Turner, που γεννήθηκε ως σκλάβος στην κομητεία Σαουθάμπτον της Βιρτζίνια, δραπέτευσε από τη δουλεία σε ηλικία 21 ετών. Περίπου ένα μήνα αργότερα, επέστρεψε στη φυτεία του κυρίου του αφού είχε ένα προφητικό όραμα που τον προσκάλεσε να το κάνει.
Τα οράματα συνεχίστηκαν ενώ ζούσε στη σκλαβιά, αλλά, αυτή τη φορά, ο Nat συνειδητοποίησε ότι τον οδηγούσαν να ηγηθεί μιας εξέγερσης σκλάβων. Προκειμένου να εκδικηθεί τους λευκούς για την κατάσταση της δουλείας στην οποία κρατούνταν οι αφροαμερικανοί.
Έτσι, τον αύγουστο του 183, δέκα χρόνια μετά την έναρξη των οραμάτων του, ο Τέρνερ άρχισε να σχεδιάζει την εξέγερσή του και, μαζί με άλλους σκλάβους – που έφτασαν τον μέγιστο αριθμό των σαράντα – σκότωσε το αφεντικό, την οικογένειά του και, μέσα σε 48 ώρες, κάθε άλλο λευκό βρήκαν οι εξεγερμένοι στο πέρασμά τους, σκοτώνοντας ή τραυματίζοντας περίπου εξήντα από αυτούς.
Ο Τέρνερ αιχμαλωτίστηκε, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό, συμπεριλαμβανομένου του λιντσαρίσματος και του ξεφλουδίσματος του καταδικασμένου άνδρα. Όπως σημείωσε ο Randolph Scully στο Religion and the Making of Nat Turner’s Virginia Baptist Communty and Conflict 1740-1840, το γεγονός «ταρακούνησε την άνετη λευκή ψευδαίσθηση αμοιβαίου σεβασμού και στοργής μεταξύ σκλάβων και ιδιοκτητών.»2
Αυτή του Nat Turner είναι μόνο μία από τις πρώτες εξεγέρσεις σκλάβων στην επικράτεια των Ηνωμένων Πολιτειών, ωστόσο φαίνεται να προβλέπει, να προκαταλαμβάνει όλα όσα θα συνέβαιναν αργότερα και εξακολουθούν να συμβαίνουν σε κάθε γωνιά ενός κόσμου όπου το τσεκούρι της λευκής υπεροχής, μεταμφιεσμένο σε δικαιοσύνη, πέφτει ακόμη επάνω σε όποιον τολμήσει να επαναστατήσει ενάντια στην ολοένα και πιο φθαρμένη εντολή της.
Είτε πρόκειται για τους αφρικανούς Μάου Μάου της δεκαετίας του 1960, είτε για τις μικρές ομάδες αυτόχθονων που τον 19ο αιώνα το έσκαγαν από τους ινδιάνικους καταυλισμούς ώστε να φέρουν, για λίγες ώρες ή λίγες μέρες, τον φόβο σε αυτούς που νόμιζαν ότι τους είχαν νικήσει ή υποτάξει οριστικά. ή την εξέγερση των σιπάι στην Ινδία το 1857, όταν τα ινδικά στρατεύματα της Εταιρείας των Ινδιών επαναστάτησαν ενάντια στην αγγλική κυριαρχία, ύψωσαν το λάβαρο της τζιχάντ λαμβάνοντας το όνομα των μουτζαχεντίν και σκότωσαν ένα μεγάλο μέρος των χριστιανών και των ευρωπαίων του Δελχί, η δικαιολογία για τις σφαγές που ακολούθησαν ήταν πάντα η ίδια: δεν γεννήθηκε κάτω από το φασισμό, αλλά από την ίδια ανάγκη του φιλελεύθερου ιμπεριαλισμού να διατηρήσει την κυριαρχία του επί των καταπιεσμένων στο όνομα του πολιτισμού και των δικαιωμάτων του3, ποτέ ριζοσπαστικών και πάντα άνισα κατανεμημένων, σύμφωνα με γραμμές στις οποίες η τάξη και το χρώμα αλληλοεπικαλύπτονται αμείλικτα.
Αφιερωμένο με στοργή, εκτίμηση και, ταυτόχρονα, θυμό για τον πρόωρο θάνατο, στη μνήμη του Emilio Quadrelli, πάντα και σε κάθε περίπτωση στο πλευρό της «βάρβαρης φυλής».
- Marx, F. Engels, La sacra famiglia, IV capitolo, Glossa critica marginale n. 2, 1844-1845
- Melissa A. Weber, Revolution Rebels: Nat Turner’s Rebellion, 2021.
- Si vedano in proposito: Caroline Elkins, Un’eredità di violenza. Storia dell’Impero britannico, Einaudi editore, Torino 2024 (ed. originale 2022) e, sul tema della nascita del razzismo moderno con l’ordine coloniale imposto al mondo dall’Occidente a partire dal XIX secolo, Martin Bernal, Atena Nera. Le radici afroasiatiche della civiltà classica, Pratiche editrice, Parma 1992 (ed. originale Black Athena, 1987).
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος carmilla.online