Το Fresh είναι μαζί με την Κατερίνα Μπαταλογγιάνη στην όμορφη Νέα Ηρακλείτσα – για να συζητήσει μαζί της για τις εμπειρίες της στο voice όπου έκανε όλη την περιοχή μας περήφανη φτάνοντας μέχρι και τον μεγάλο τελικό αλλά και για να την γνωρίσει καλύτερα μαθαίνοντας το παρελθόν της αλλά και τα σχέδια της για το μέλλον.
Η Κατερίνα είναι μία νέα κοπέλα γεμάτη ενέργεια, χαμόγελο και γεμάτη γνώση για αυτό που αγαπάει που δεν είναι άλλο από την μουσική και το τραγούδι. Χαιρόμαστε πολύ που σε έχουμε μαζί μας και θέλουμε να αρχίσουμε με την εξής ερώτηση και να σε πάμε λίγα χρόνια πίσω.
– Με την μουσική πότε άρχισες να αποκτάς δεσμούς, από παιδική ηλικία ή προέκυψε ξαφνικά μεγαλώνοντας;
– Βασικά αν σου πω πως άρχισα θα γελάσεις. Ξεκίνησα να ακούω και να τραγουδάω Celine Dion όταν ήμουν 10 χρονών.
– Άρα τραγουδάς και ξένα τραγούδια…
– Από το αγγλικό ρεπερτόριο ξεκίνησα, ηχογράφησα και κάποιες διασκευές στο studio. Τα πρώτα μου μουσικά βήματα τα έκανα στο Studio Nemesis στην Καβάλα που είχα υποστήριξη καραόκε να ακούγεται. Θυμάμαι επίσης χαρακτηριστικά που είχα τραγουδήσει καραόκε ένα βράδυ στην Κρήτη που βρισκόμουν διακοπές με την οικογένεια μου και τους εξέπληξα γιατί έβλεπα την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά του ενώ μου έλεγαν «τι κάνεις εσύ τώρα; Τραγουδάς;»
Μετά από αυτό το ταξίδι όπου και διαπίστωσαν οι γονείς μου ακούγοντάς με πως μπορώ να υποστηρίξω με την φωνή μου τραγούδια, με την επιστροφή μας στην Καβάλα ψάξαμε να βρούμε ένα τρόπο να μάθω να τραγουδάω.
Στην αναζήτησή μας βρέθηκε μπροστά μας μια αφίσα από ένα παραδοσιακό εργαστήρι της πόλης. Στην ουσία σε αυτό το χώρο ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με την βυζαντινή μουσική και μαθαίναμε παραδοσιακά τραγούδια που υποστηρίζαμε ως χορωδία ενώ κάναμε και κάποιες εμφανίσεις τους καλοκαιρινούς μήνες.
Μπορώ να σου πω πως μέσα από αυτό το πρώτο ταξίδι μπήκα σιγά – σιγά πιο βαθιά στην παραδοσιακή μουσική. Η συνέχεια ήταν φυσιολογική καθώς γράφτηκα στο μουσικό σχολείο Καβάλας .
Στη συνέχεια αποφάσισα να εμβαθύνω στην μουσική και το τραγούδι. Έτσι λοιπόν βρέθηκα στην Θεσσαλονίκη στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης και ειδίκευση στο Παραδοσιακό/Δημοτικό τραγούδι.
– Στο πέρασμα λοιπόν των ετών σε κέρδισε το παραδοσιακό τραγούδι και το ξένο ρεπερτόριο δεν αποτελούσε πια στόχο σου;
– Σε αυτό με επηρέασαν αρκετά οι γονείς μου. Όταν ήμουν 11 χρονών και τους τραγουδούσα μου λέγανε «πολύ όμορφα τα αγγλικά τραγούδια Κατερίνα, αλλά πες μας ένα ρεμπέτικο, να ανοίξει η ψυχή μας» έτσι ξεκίνησα να αποκτώ και τα πρώτα μου ρεμπέτικα ακούσματα. Γενικότερα εδώ να σου πω πως το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι σχετίζονται άμεσα με την παράδοση και τα ακούσματα της Ανατολικής Μεσογείου ευρύτερα.
Έτσι λοιπόν άρχισα να μαγεύομαι από τον μουσικό πλούτο μας και αποφάσισα να εστιάσω στην μελέτη του παραδοσιακού τραγουδιού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χάθηκε εντελώς το ενδιαφέρον μου προς την Ευρωπαϊκή μουσική. Έχω και ένα «μυστικό», πριν 6 χρόνια είχα ανεβασμένα στο youtube κάποια τραγούδια με αγγλικό στίχο που είχα ηχογραφήσει, τα οποία έσβησα.
– Ήθελες να ξεχάσεις αυτή την περίοδο; ή απλά να την αφήσεις πίσω.
– Ήθελα ανακαλύψω τι μου ταιριάζει περισσότερο σαν ύφος στο ελληνικό ρεπερτόριο ώστε να αρχίσω να διαμορφώνω την μουσική μου εικόνα και άκουσμα χωρίς να περιορίζομαι σε ένα είδος μουσικής και μετά να αρχίζω να ανεβάζω συνεργασίες και μουσικά project.
– Ουσιαστικά λοιπόν αν και μικρή σε ηλικία σκέφτηκες πως θέλεις να έχεις σαν στίγμα το ελληνικό τραγούδι.
– Ήθελα να ξεκινήσω από κάπου και σίγουρα όχι από το αγγλικό ρεπερτόριο, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως έχω μια καθαρά λαϊκή, παραδοσιακή ή ρεμπέτικη ταυτότητα αντίστοιχα.
– Πάμε τώρα στο κεφάλαιο Voice. Πώς και πότε πήρες την απόφαση να συμμετέχεις;
– Σημαντικό ρόλο στην συμμετοχή μου στον διαγωνισμό έπαιξε η μικρή μου αδερφή που μου έλεγε «άντε πήγαινε, πήγαινε» η απάντησή μου ήταν «πως δεν υπάρχει λόγος να βρεθώ εκεί» γιατί είχα ήδη ξεκινήσει μία ακαδημαϊκή πορεία στην μουσική. Εκείνη όμως μου έκανε την αίτηση και μου είπε πως αν δεν θέλω να πάω ας μην πάω.
Με κάλεσαν λοιπόν το καλοκαίρι που μας πέρασε μία περίοδο που ήταν σχετικά στάσιμη λόγω του κορονοϊού, οπότε είπα ας πάω να δω τι συμβαίνει. Το είδα και μέσα από το πρίσμα μιας κοινωνιολογικής προσέγγισης, παρατηρώ πως κάθε είδος κοινωνικού φαινομένου με ελκύει να το διερευνήσω, βιώνοντάς το.
Είχα λοιπόν την περιέργεια να ανακαλύψω πως οργανώνεται ένα τέτοιο project. Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που με ώθησε να πάω στο voice ήταν το τι ανταπόκριση μπορεί να είχε το είδος της μουσικής που θέλω να εκπροσωπώ.
– Από ότι καταλαβαίνω πήγες με μία ιδιαίτερη οπτική αλλά και με σκοπό να δεις και να βιώσεις κάποια πράγματα. Τα είδες τελικά από το πέρασμα σου στο μουσικό reality;
– Ναι. Η αλήθεια είναι πως μου λύθηκαν πολλές απορίες. Μίλησα και γνώρισα και ανθρώπους του χώρου καθώς και σημαντικούς καλλιτέχνες και μπορώ να πω πως με γέμισε όλο αυτό που έμαθα.
Μου άρεσε επίσης αυτός ο τρόπος της προβολής που συμπεριλάμβανε και κάποιες συνεντεύξεις με κάθε εμφάνιση του διαγωνιζόμενου.
– Συνήθως σε έναν τόσο συνειδητοποιημένο άνθρωπο που ξέρει τι θέλει να πει, τι θέλει να κάνει, όπως εσύ, δεν του γεννιέται άγχος όταν ανεβαίνει στην σκηνή. Παρόλα αυτά ένιωσες καθόλου άγχος;
– Την πρώτη φορά που ανέβηκα στην σκηνή δεν ένιωσα άγχος κι αυτό γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να βιώσω την αίσθηση να τραγουδάω για πρώτη φορά σε μια σκηνή με την υποστήριξη μιας τόσο όμορφης ορχήστρας. Επίσης η έλλειψη κοινού φέτος ήταν αγχολυτική για εμένα κυρίως στο αρχικό στάδιο, προχωρώντας ήθελα να υπάρχει κοινό
– Σίγουρα θα ήθελες και την οικογένεια σου…
– Θα μου άρεσε να με βλέπανε από κοντά και ναι σίγουρα περνώντας τα στάδια είχα λίγο πιο έντονους σφυγμούς, αλλά όχι δεν αγχώθηκα πραγματικά.
– Σαν παρατηρητής έβλεπες ότι θα έφτανες στον τελικό;
– Έβλεπα ότι θα μπορούσα να φτάσω στον τελικό. Είχα να προτείνω υλικό, νέες ιδέες, μελέτη, αγάπη για μελέτη. Για παράδειγμα, στο τραγούδι καημό μες στην καρδούλα μου κάθισα και μελέτησα τον αυτοσχεδιασμό του σημαντικού καλλιτέχνη Πέτρου Κουλουμή. Προσπαθούσα σε κάθε περίπτωση να εμπλουτίζω τις ερμηνείες μου στα τραγούδια που πρότεινα να ερμηνεύσω γι αυτό και υπήρχε εμπιστοσύνη ανάμεσα σε εμένα και τον coach μου.
– Η ζωή πίσω από τις κάμερες και τα φώτα πώς ήταν; Εμείς μέχρι τα live βλέπαμε ένα κομμάτι από την ζωή μικρό μπορώ να πω. Ακούγαμε συχνά την λέξη πρόβες, βλέπαμε κάποια αμυδρά στοιχεία του πως φτάνατε στο live αλλά μέχρι εκεί. Πες μας λίγα λόγια παραπάνω για το κομμάτι εκτός του πλατό.
– Δεν δημιουργήθηκε ποτέ κάποιο θέμα ούτε στις πολύωρες πρόβες, ούτε με τους υπόλοιπους διαγωνιζόμενους που φυσικά με αρκετούς γίναμε φίλοι, ούτε με τους coaches. Αυτό που με δυσκόλεψε ήταν το συνεντευξιακό κομμάτι. Έπρεπε μέσα από μία ερώτηση να συμπεριλάβω σε πολύ μικρό τηλεοπτικό χρόνο και περιεκτικά το τι είμαι και τι θέλω να πρεσβεύω μουσικά. Μου ήταν πολύ δύσκολο να λειτουργήσω κάτω από πίεση αλλά έπρεπε να το αντιμετωπίσω. Και κάτι ακόμα, μέσα από το Voice δεν βγαίνεις τραγουδιστής, αν δεν παλέψεις μόνος σου δεν γίνεσαι τραγουδιστής, απλά μαζεύεις εμπειρίες.
Μέσα από τον διαγωνισμό θα σου ανοιχθούν κάποιες διέξοδοι που πιθανόν να μην είχες πριν, αλλά κυρίως ως προς τον τρόπο σκέψης. Μέχρι εκεί όμως. Θα σου πω και για τις πρόβες που ήταν πράγματι πολύ δύσκολες επειδή δεν ήταν το κλασικό καθιερωμένο «α, πάτησες στις νότες, είμαστε οκ», δινόταν πολύ βάση στην ερμηνεία, στον τρόπο παρουσίασης του στίχου, στον τρόπο έκφρασης.
Η ερμηνεία είναι η ψυχή σου και εγώ δεν είχα έρθει ποτέ σε επικοινωνία με το ερμηνευτικό κομμάτι μου τόσο έντονα όσο στις πρόβες μου με τον Σάκη Ρουβά.
Θα σου εκμυστηρευτώ πως η μοναδική στιγμή που ένιωσα πως φλέρταρα με την ερμηνεία ήταν σε μία μόνο εμφάνισή μου στο «Στον καημό μες την καρδούλα» μου όπου πραγματικά εκεί ένιωσα πως αφέθηκα και χάθηκα μέσα στο τραγούδι. Ήμουν κάπου άλλου και το ένιωσα πολύ έντονα.
– Ήσουν ταυτόχρονα και στον πιο «δύσκολο» coach και στο λέω σαν τηλεθεατής.
– Πριν να γυρίσουν οι καρέκλες την πρώτη φορά η αλήθεια είναι πως η σκέψη μου ήταν στον Μουζουράκη. Αλλά ο Σάκης μετά με έπεισε να ακολουθήσω εκείνον, ήταν πιο θερμός στην διεκδίκηση. Ναι μπορώ να σου πω πως ο Σάκης είναι τελειομανής και πάντα ήθελε το καλύτερο από όλους μας. Ερχόταν στις πρόβες και καθόταν αρκετή ώρα και με παρατηρούσε σε κάθε κίνηση που έκανα, με συμβούλευε και μου έδινε μεγάλη ψυχολογική ώθηση.
– Το voice τελείωσε έχοντας εσένα στην τελική οκτάδα. Επέστρεψες στον τόπο που μεγάλωσες – στην Νέα Ηρακλείτσα. Αυτός ο τόπος σε έχει επηρεάσει στο καλλιτεχνικό κομμάτι σου και αν ναι με ποιο τρόπο;
– Τόσο ο τόπος όσο και η οικογένεια κυρίως στην οποία μεγάλωσα με έχουν επηρεάσει καλλιτεχνικά. Η περιοχή μας είναι ένας τόπος ενεργός στα πολιτιστικά δρώμενα. Ως παιδί είχα την επιλογή να μαθητεύσω στο Μουσικό Σχολείο Καβάλας μέσα από το οποίο γνώρισα μουσικούς που με έφεραν σε επαφή με διάφορα είδη μουσικής και με βοήθησα στο να διευρύνω τα ακούσματά μου.
Είχα επίσης την δυνατότητα να παρακολουθήσω μαθήματα από παραδοσιακά εργαστήρια, μαθήματα χορού από παραδοσιακούς συλλόγους και να συμμετέχω σε εκδηλώσεις και ταξίδια. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που με επηρέασε στην μουσική είναι και το γεγονός οτι η μητέρα μου συντηρεί εδώ και αρκετά χρόνια το τουριστικό γραφείο “Imperial Travel” στην Καβάλα και αυτό συντέλεσε στο να έχω εύκολη πρόσβαση στο να ταξιδεύω στο εξωτερικό, να μαθαίνω νέα πράγματα, να γνωρίσω νέα μέρη ανθρώπους, να παρακολουθήσω συναυλίες ή και να συμμετέχω σε αυτές.
– Η εποχή που ζούμε έχει φέρει πολλές ανακατατάξεις στον χώρο όπου δημιουργείς. Πως βλέπεις να ξημερώνει η επόμενη ημέρα για το τραγούδι και την τέχνη;
– Κάθε εποχή επηρεάζει την τέχνη με τον δικό της τρόπο. Επιλέγω ωστόσο να εστιάζω στην θετική πλευρά κάθε αλλαγής και να εξωτερικεύω όσα βιώνω μέσα απο την τέχνη. Αυτός άλλωστε είναι και ο ρόλος της, να λειτουργεί θεραπευτικά.
– Ποιους δημιουργούς – τραγουδιστές θαυμάζεις και θα ήθελες είτε να συνεργαστείς, είτε να μάθεις περισσότερα για εκείνους;
– Θαυμάζω αρκετούς καλλιτέχνες, τραγουδιστές και δημιουργούς. Μου αρέσει πολύ η Ρία Ελληνίδου, η Ιουλία Καραπατάκη, η Ανατολή Μαργιόλα, ο Δημήτρης Μπάκουλης, ο Δημήτρης Σίντος, ο Γιάννης Διονυσίου, η Ναταλία Λαμπαδάκη (που ήταν και καθηγήτρια μου τα τελευταία έτη της σχολής μου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), ο Αργύρης Κόκκορης, η Ασπασία Στρατηγού, ο Νίκος Σαμαράς, η Σεμέλη Παπαβασιλείου, ο Πέτρος Κουλουμής, ο Σωκράτης Σινόπουλος. Είναι κάποιοι απο ολους όσους θαυμάζω και θεωρώ σημαντικά ονόματα της Ελλάδας, τους οποίους ακούω καθημερινά και θα ήθελα να συνεργαστώ μελλοντικά.
– Πες μου λίγα περισσότερα πράγματα για την καθημερινότητά σου. Τι σου αρέσει να τρως; Τι σου φέρνει γαλήνη στην ψυχή σου και τι σε εξαγριώνει; Ποιο ή ποια είναι τα όνειρά σου για το μέλλον;
–-Μου αρέσει η υγιεινή διατροφή και να μαγειρεύω. Γαλήνη στην ψυχή μου φέρνει όταν μαζευόμαστε με παρέα και παίζουμε μουσική, όταν διαβάζω ένα βιβλίο, όταν μαθαίνω κάτι καινούργιο, όταν ταξιδεύω. Με εξαγριώνει ίσως η στασιμότητα. Τα όνειρα μου για το μέλλον είναι να εξελίσσομαι , να αποκτώ εμπειρίες, γνώσεις, ψυχολογική βελτίωση και ηρεμία.
– Η οικογένεια σου είναι από ότι έχουμε κατανοήσει δίπλα σου σε αυτό το ταξίδι και πολλές φορές σου έχει δείξει και τον δρόμο που τελικά θέλησες και εσύ να ακολουθήσεις. Τι σημαίνει για εσένα η λέξη ή η έννοια οικογένεια;
– Οικογένεια είναι ασφάλεια, ζεστασιά, αγάπη και ένωση. Είμαι πολύ τυχερή που μεγάλωσα με γονείς που μου προσφέρουν καθημερινά όλα τα παραπάνω.
– Εκτός από το μέλλον υπάρχει και το καλοκαίρι. Θα σε δούμε κάπου, θα σε ακούσουμε ζωντανά εφόσον το επιτρέπουν που πιστεύω θα το επιτρέψουν οι συνθήκες;
– Προς το παρόν δεν γνωρίζω αν σίγουρα θα εμφανίζομαι κάπου σταθερά δεδομένων των συνθηκών, αν όλα πάνε καλά θα υπάρξει διαδικτυακή ενημέρωση για το μαγαζί στο οποίο θα παίζουμε μουσική με το σχήμα “ρεφενέ” όπου στην κιθάρα είναι ο Παύλος Κιουρτσής και στο μπουζούκι ο Πέτρος Παπαδόπουλος, φίλοι και συνεργάτες μου.
– Πριν λίγο καιρό ακούσαμε από επίσημα χείλη του Δήμου Παγγαίου πως αν επιτραπεί λόγω των συνθηκών με τον κορονοϊό θα οργανωθεί μία συναυλία με ανθρώπους νέους – μεταξύ αυτών και εσύ – που δημιουργούν στο τραγούδι και έχουν ξεπεράσει τα σύνορα της περιοχής μας. Σε έχει πλησιάσει εσένα προσωπικά για να ρωτήσει αν είσαι θετική σε αυτό project; Πως βλέπεις μία τέτοια πρωτοβουλία;
– Με έχει πλησιάσει προσωπικά ο αντιδήμαρχος Πολιτισμού του Δήμου, κύριος Χρήστος Μποσμπότης και είμαι φυσικά θετική σε αυτήν την πρωτοβουλία. Την καλλιτεχνική διεύθυνση της συναυλίας θα την έχει ο διευθυντής του Σύγχρονου Ωδείου Παγγαίου, Νίκος Μπογιάρης και ο διακεκριμένος μουσικός Γιώργος Ξουλόγης, ενώ θα συμμετέχει και ορχήστρα αποτελούμενη από μαθητές του Ωδείου.
Έχουμε ήδη ξεκινήσει να επικοινωνούμε και με την Ανατολή Μαργιόλα, τον Θανάση Κωνσταντινίδη, την Ηλιάνα Χατζηιωαννίδου και τον Μαρίνο Ματζάνα και να συζητάμε για τους τρόπους διεκπεραίωσης μια τόσο σημαντικής για εμένα μουσικής σύμπραξης.
Μέσα από την συμμετοχή μου σε μια τόσο σημαντική διοργάνωση θα μου δοθεί η ευκαιρία να ευχαριστήσω τον Δήμο Παγγαίου και την πόλη της Καβάλας για την υποστήριξη της κατά την διάρκεια του μουσικού διαγωνισμού.
– Αντί για κλείσιμο θα θέλαμε να μοιραστείς μερικούς στίχους που αγαπάς και σε εκφράζουν σαν προσωπικότητα και σαν άνθρωπο. Ήταν μεγάλη μας χαρά που ήσουν μαζί μας και που μοιράστηκες δικές σου σκέψεις και πράγματα μουσικά, δημιουργικά και πιο εσωτερικά δικά σου. Εμείς θα σε παρακολουθούμε και θα είμαστε κοντά σου σε μία πορεία που ευχόμαστε να είναι χωρίς όριο όπως και η ίδια η μουσική.
– Σε ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση. Θα ήθελα να μοιραστώ ένα απόσπασμα που αγαπώ από το βιβλίο Να ζεις, ν’ αγαπάς και να μαθαίνεις του Λεο Μπουσκάλια.
“Αν ο καθένας μας είχε έστω και ένα πρόσωπο στη ζωή του που να του έλεγε, «Θα σε αγαπάω ο,τιδήποτε κι αν γίνει. Θα σ’ αγαπάω ακόμη κι αν είσαι ηλίθιος, αν πέσεις και σπάσεις τα μούτρα σου, αν τα κάνεις θάλασσα, αν κάνεις λάθη, αν φέρεσαι σαν άνθρωπος εγώ θα σ’ αγαπώ ό,τι κι αν γίνει», τότε δε θα καταλήγαμε στα ψυχιατρεία. Αυτό υποτίθεται πως θα πρέπει να είναι ο γάμος.
Είναι όμως; Αυτό θα έπρεπε να είναι η οικογένεια. Είναι όμως; Φυσικά η κοινωνία δεν μπορεί να το πει αυτό. Έχει πολύ μεγάλες ευθύνες απέναντι σε πάρα πολλούς.
Μου αρέσει ο ορισμός της οικογένειας από τον Ρόμπερτ Φροστ: «Το σπιτικό σου είναι το μέρος που, όταν πας εκεί, είναι υποχρεωμένοι να σε μπάσουν μέσα». Αυτό θα ‘πρεπε να είναι το σπιτικό, να λέει κάτι σαν «Έλα μέσα. Εντάξει, έκανες βλακείες, αλλά δε θα σ’ τις χτυπήσω. Σ’ αγαπώ και θα σε πάρω όπως είσαι». Γι’ αυτό το πράγμα λέω, όταν μιλάω για καθοδήγηση.
Ο άνθρωπος χρειάζεται κάποιον που να τον νοιάζεται. Έστω και έναν, φτάνει να νοιάζεται πραγματικά και δε μιλάω για μεγάλες εξάρσεις. Μιλάω για τα μικροπράγματα, για τις μικρές χειρονομίες που δείχνουν το ενδιαφέρον. Σας έχω ξαναπεί πόσο εύκολα ικανοποιούμαστε — η τρύπα βουλώνει και με ένα δάχτυλο.
Ένα άλλο πράγμα που χρειάζεται ο άνθρωπος είναι η καταξίωση. Το έχουμε ανάγκη όλοι μας. Πρέπει να νιώσουμε ότι μας αναγνωρίζουν επειδή κάναμε κάτι καλό. Και κάποιος πρέπει να μας το δείξει αυτό.
Πρέπει κάποιος να μας πλησιάζει κατά καιρούς και να μας χτυπάει στον ώμο και να λέει: «Πολύ καλό αυτό. Πραγματικά μου αρέσει».
Και τελικά για ν’ αλλάξει ο άνθρωπος και να γίνει ο εαυτός του, πρέπει να έχει ελευθερία. Για να διδαχτείς, πρέπει να είσαι ελεύθερος. Πρέπει να βρίσκεις ανθρώπους που να ενδιαφέρονται για το δέντρο σου, όχι το δέντρο – γλειφιτζούρι, και πρέπει να ενδιαφέρεσαι κι εσύ για το δικό τους δέντρο. «Δείξε μου το δέντρο σου, Τζόνυ. Δείξε μου ποιος είσαι, Τζόνυ, έτσι θα καταλάβω αυτό πού μπορώ ν’ αρχίσω».
Πρέπει να είμαστε ελεύθεροι για να δημιουργήσουμε.
Να ζεις, ν ’ αγαπάς και να μαθαίνεις
Λεο Μπουσκάλια
Πηγή: freshpost.gr – Η συνέντευξη δόθηκε στον Ηλία Κοτσιρέα και η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε στην Νέα Ηρακλείτσα