Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Κυριακή των εκλογών, έξι και σαρανταπέντε το πρωί. Μία ώρα και ένα τέταρτο πριν ανοίξουν οι κάλπες – όπως συνηθίζουμε να λέμε – αν και όπως είναι γνωστό, οι κάλπες ανοίγουν στο τέλος της εκλογικής διαδικασίας. Μια χαραμάδα τής ψηφοδόχου ανοίγει το πρωί, και το βράδυ, αντί όπως λέει ο Σωκράτης – όχι ο αρχαίος φιλόσοφος – να περάσει μέσα το φως, να μπούνε χρώματα, φωνές, όνειρα και ταξίδια, αντ’ αυτού δράκοι βγαίνουν από μέσα, που ως σωτήρες ξεπηδούν και μας…. άντε ας μη το πω. Κάθε είδους σωτήρες. Χρόνια τώρα στο ίδιο έργο θεατές με πανάκριβο εισιτήριο, που πάει κατευθείαν στις τσέπες των εξαίρετων συντελεστών του θιάσου και σε όλο το συγγενολόι τους.
Έξι και σαρανταπέντε το πρωί και γω ακουμπώ τα ακροδάχτυλα του δεξιού ποδιού μου στο αλμυρό νερό.
Ζεστή που είναι η θάλασσα! Και ακύμαντη. Λάδι που λένε. Γαλήνια, σαν την πρωινή ψυχική μου ηρεμία που δεν πρόκειται να μου την διαταράξει κανείς και με τίποτα. Ούτε οι ψευτοσωτήρες που τόσα χρόνια μας σώζουν κι ακόμα άσωστοι παραμένουμε, ούτε και ο “ταχυδρόμος” των Θεϊκών επιστολών, μα ούτε και ο “Γιάνης”.
Έξι κεφάλια σαν ρεμέτζα με καπέλα ξεπροβάλλουν πάνω από την ίσαλο της θάλασσας γραμμή. Μπαίνω μέσα και χαλαρώνω. Αρχίζω τις γυμναστικές μου επιδείξεις που επικεντρώνονται στα πόδια πιο πολύ, μπας και ξεμπλοκάρει η ρημαδιασμένη η μέση μου που τώρα τελευταία έχει πλήρως ευθυγραμμιστεί και αγκυλώσει, και δεν λέει με τίποτα να λυγίσει. Σαν λόρδος ένα πράγμα περπατώ. Το έπαθα και αυτό. Πλησιάζω προς την ομήγυρη των κεφαλιών.
Πέντε “γριές” και ένας γέρος. “Γέροντες”. Τιμητικά τους ονομάζω έτσι. Εξάλλου κοντά σιμά είμαι και γω.
Μου είπε ο γιατρός, θάλασσα και γυμναστική και επειδή εγώ ξυπνώ συνήθως πέντε και τριάντα, άντε βία το αργότερο πέντε και τριάντα πέντε, είπα να εκμεταλλευτώ την πρωινή της θάλασσας ραστώνη και την ησυχία, ελλείψει λουομένων και κατέβηκα πρωινός πρωινός στη Καλαμίτσα.
Αμ δε!
Πέντε γριές με ψαθάκια τύπου Breton στα κεφάλια και ο γέροντας με ένα παναμά adidas μέσα στη θάλασσα έχουν στήσει κουβεντολόι δυνατό. Ταχύτατα το μυαλό μου υποθέτει. Πέντε χήρες κι ένας χήρος. Σωστή η αναλογία σκέφτεται το μαθηματικό μου υποσυνείδητο που άξαφνα ξυπνά.
Μα δεν θα πάνε στην εκκλησία;
Και πότε θα ψηφίσουν;
Η παράδοση λέει, το δίπτυχο: Ψηφίζω – εκκλησία ή το αντίστροφο. Κόντρα στην παράδοση θα πάμε;
Κάνω τη σκέψη ότι λόγω καλοκαιριού και αυξημένης ζέστης στα όρια του λεγόμενου τα τελευταία χρόνια καύσωνα, το δίπτυχο έγινε τρίπτυχο:
Μπάνιο – Εκκλησία – Κάλπη.
Πλησιάζω προς την παρέα και μια και το μαθηματικό μου υποσυνείδητο διατελεί εν ενεργεία εκτελεί την του πολλαπλασιασμού μαθηματική πράξη.
Το αποτέλεσμα:
Μισή χιλιετηρίδα και βάλε, βρίσκεται μπροστά μου και συζητά. Καλημερίσματα, φωνές και γέλια. Για τις εκλογές θα συζητούν σκέφτομαι, και ποιόν θα ψηφίσουν και ποιόν θα μαυρίσουν.
Πλησιάζω ακόμα κοντύτερα και διαπιστώνω τη λάθος σκέψη μου.
Πώς έκανα τέτοιο λάθος εγώ;
“Είδα στην κολώνα το χαρτί”, λέει ο γέροντας στην κυρά Κίτσα.
“Καλέ κυρία Κίτσα πέθανε η γυναίκα του Παντελή; ”
“Ναι, η κακομοίρα.”
”Είδα το χαρτί στην κολώνα, διάβασα το όνομα, Καρτούτσου Ευγενία, έγραφε. Δεν ήξερα το όνομά της, μα ασυνήθιστο είναι το επώνυμο. Κι ύστερα διάβασα και το όνομα του συζύγου, ο τεθλιμμένος σύζυγος Παντελής, έγραφε και σιγουρεύτικα.”
Ύστερα η κουβέντα γύρισε βεβαίως στα γνωστά. Εγγόνια, αρρώστιες, γιατροί, φάρμακα.
“Αχ αυτή η αρθρίτιδα, αχ!”
Απομακρύνομαι με δύο τρεις απλωτές και κάνω τους λογαριασμούς μου.
Έχουμε και λέμε.
Ένας ακόμα χήρος, ο κύριος Παντελής από μεθαύριο θα προστεθεί στην εξάδα, και θα τελούν εν αναμονή των πέντε υποψήφιων γεροντισσών.
Για να επαληθευθούν οι στατιστικές!
Κάτι μου θυμίζει αυτό το:
“Ένας προς πέντε.”
Τί μου θυμίζει, τί μου θυμίζει τί μου θυμίζει…..
Αχ αυτή η μνήμη μου…..
Παλαιοχώρι 7 Ιουλίου 2019, ημέρα εκλογών