Το βουνό τον μεγάλωσε τον μπάρμπα Σπύρο και στα όρη και στα βουνά ήταν δοσμένη ολόκληρη η ζωή του. Ποτέ του δεν θα την άλλαζε και για τίποτα στον κόσμο κι ας ήταν για όλα τα καλά του.
Την θάλασσα ποτέ δεν την αντίκρισε, μονάχα είχε ακούσει λόγια πολλά γι αυτήν. Για τις φουρτούνες της είχε ακούσει και για τα ανταριάσματά της, μα δεν μπορούσε να φανταστεί πώς ήταν αυτό το πράγμα. Η φουρτούνα του είπαν, “για να καταλάβεις”, ήταν όμοια κι απαράλλαχτη με τα πέτρινα θεόρατα κύματα πού ‘ταν σαν να αιωρούνταν κάτω από τη βραχώδη βουνοκορφή εκεί απέναντι από το καλύβι του, μονάχα λέει που της θάλασσας τα κύματα δέρνονταν μεταξύ τους και πάλευαν με τη στεριά. Χιλιάδες χρόνια τώρα. Σαν τους Τιτάνες με τους Ολύμπιους Θεούς. Έτσι του είπαν. Κάποιος όμως του είχε πει πως δεν είναι έτσι πάντα φουρτουνιασμένη η θάλασσα, πώς γαληνεύει κιόλας. Να, σαν πώς είναι εκείνο το πλατύ διάσελο εκεί απέναντι που σμίγουν απαλά οι δυο λοφογραμμές. Έτσι. Κι ακόμα σαν την καμποσιά που ξεκινά από εκεί κάτω, από τα ριζά του βουνού. Έτσι μοιάζει η θάλασσα όταν γαληνεύει.
Κι εκείνος τότε σκέφτηκε πως έμοιαζε πολύ της θάλασσας. Είχε κι αυτός τις φουρτούνες του αλλά μαζί και την γαλήνη της. Πέρασε πολλά άσχημα στη ζωή του, μα τώρα στο απόγειό της, γαλήνεψε ο Σπύρος. Χαμογελά τώρα και μάλιστα γελά κιόλας πολλές φορές σαν νιώσει πως έτσι πρέπει όταν σιγοπίνει το ουζάκι του με ανθρώπους που λάμπει αλήθεια η ματιά τους. Κι είναι τότε το γέλιο του σαν το διάσελο εκεί απέναντι. Ανοίγει κι η καρδιά του τότε και σκορπά τριγύρω στο δάσος.
Έτσι είναι ο Σπύρος.
Τον έπλασε το βουνό τον Σπύρο, τον μεγάλωσε και του έπλασε και τον χαρακτήρα. Κι τα έφερε η κακιά του μοίρα κι έμεινε μονάχος τώρα. Έτσι λένε, μονάχος λένε, μα εκείνος ξέρει. Ξέρει πώς το χειρότερο δεν είναι να μένει κανείς στη ζωή του μόνος, αλλά να καταλήγει να περιτριγυρίζεται από ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις μόνος. Αυτό είναι το χειρότερο, είναι βασανιστική τούτη η μοναξιά, και… όταν κάποιος που ήταν μαζί του μια βραδιά τον ρώτησε πώς αντέχει να κάθεται κάθε βράδυ ώρες ολόκληρες μονάχος του στη βεράντα του, εκείνος του έδειξε τα αστέρια και του είπε:
“Μόνος μου; Μα δεν βλέπεις ψηλά στον ουρανό τα αστέρια, μου μιλούν ξέρεις τα αστέρια. Και ακόμα δεν ακούς τώρα εδώ μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και τους ήχους του βουνού, τα στρίτσια και τα αηδόνια; Μιλώ και με τα τσακάλια ξέρεις”.
Αλήθεια λέει ο γέρο Σπύρος. Ναι….λέει αλήθεια κι αυτό το ξέρω καλά κι εγώ, γιατί έτυχα ένα βράδυ μαζί του εκεί ψηλά.
Τα κουτσοπίναμε στο καλύβι του και…
Άκου φίλε μου κι αν θέλεις πίστεψέ το, τα άκουσα κι εγώ, μου μίλησαν και μένα τα αστέρια.
Και άκου ακόμα να σου πω κι αυτό….μίλησα κι εγώ με τα τσακάλια.
Αλήθεια είναι.
Κι έλεγε αλήθεια ο Σπύρος, και λέω κι εγώ αλήθεια τώρα…
Ναι…..
31 /8/2022
Στο βάθος του ορίζοντα φάνηκε ο Τρυγητής, ο Χρονογράφος..