Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου, ώρα 10:05 το πρωί. Είμαι στην εφημερίδα. Χτυπάει το κινητό και διαβάζω το όνομά σου. Αυτομάτως αντιλαμβάνομαι πως έχουμε να μιλήσουμε αρκετές μέρες και νιώθοντας φρικτές ενοχές, σου απαντώ. «Καλημέρα Βούλα μου…» ακούω την ξεψυχισμένη φωνή σου.
«Τι έπαθες καλή μου και μιλάς ψιθυριστά;» ρωτάω. «Δεν έχω κουράγιο, λόγω δύσπνοιας… Πήρα να σου πω ότι είμαι ακόμη στο νοσοκομείο της Ξάνθης και να σε προετοιμάσω… Δεν θέλω να αιφνιδιαστείς… Τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά… Να ξέρεις αδελφούλα ότι εγώ φεύγω…»
Είχε φτάσει η ώρα να περάσω το επόμενο στάδιο. Γιατί το αρχικό, το στάδιο της άρνησης, το βίωνα από τη μέρα που μ’ ενημέρωσες ότι διαγνώσθηκες με καρκίνο στο συκώτι.
Τότε που είχα πάρει δασκαλίστικο ύφος και σου ξεκαθάρισα ότι ο αγώνας για τη ζωή σου ήταν μονόδρομος. Ότι όφειλες να παλέψεις με το θηρίο, πρώτα για τον εαυτό σου, έπειτα για την οικογένειά σου και φυσικά για όλους εμάς που σ’ αγαπούμε.
Μου το υποσχέθηκες κι έτσι επέτρεψα στον εαυτό μου την ψευδαίσθηση ότι εσύ θα τα κατάφερνες. Ότι ο κύκλος των χημειοθεραπειών θα πήγαινε άριστα, ότι θα έκανες μια επέμβαση και έπειτα θα συνεχίζαμε ατάραχες τη ζωή μας. Θα συνεχίζαμε να μιλάμε στο τηλέφωνο, να χαζολογούμε στο fb, να περνάς από την Πέραμο και να τρωγο-πίνουμε παραλιακά…
Αυτή η γυάλινη ψευδαίσθηση όμως έγινε θρύψαλα όταν το μεσημέρι της Τετάρτης μπήκα στο δωμάτιο του νοσοκομείου και αντί να δω την αδελφή της καρδιάς μου, την παιδική μου κολλητή, αντίκρισα ένα αποστεωμένο πλάσμα με ορό, με οξυγόνο, με καθετήρα…
Ξαφνικά λες και κάποιος τράβηξε μια κουρτίνα από μπροστά μου με αποτέλεσμα να δω καταπρόσωπο τη σκληρή αλήθεια. Ναι, καλή μου, είχες δίκιο… Έφευγες, όπως μου είπες και εγώ γινόμουν μάρτυρας της πορείας που πλέον χάραζες μόνη σου. Ούτε να σ’ ακολουθήσω θα μπορούσα, ούτε να σε σταματήσω θα κατάφερνα.
Εκείνο που ακολούθησε ήταν η οργή. Γυρνούσα γύρω από τον εαυτό μου απόλυτα εξοργισμένη και αναρωτιόμουν: Γιατί εσύ; Γιατί τόσο νωρίς; Γιατί μ’ αυτόν τον άδικο τρόπο;
Απαντήσεις δεν έβρισκα και έτσι εξοργιζόμουν ακόμη περισσότερο. Κάθε μέρα που περνούσε η κατάσταση επιβαρύνονταν περαιτέρω. Ενώ ήξερα πως το ταξίδι σου είχε αρχίσει, σ’ ένα κομματάκι του μυαλού μου επέτρεπα να σιγοκαίει μια τοσοδούλα ισχνή ελπίδα… Αλλά κι εκείνη έσβηνε αργά όσο εσύ καθημερινά βασίλευες…
Τις τελευταίες εβδομάδες σου, τις ώρες που καθόμουν πλάι στο κρεβάτι του νοσοκομείου και σου κρατούσα το χέρι, ξανάζησα λεπτό προς λεπτό όλες τις αναμνήσεις που μαζί δημιουργήσαμε.
Όλα τα χρόνια που συνυπήρξαμε είτε μέσα από τις συναντήσεις μας, είτε μέσα από την καθιερωμένη αλληλογραφία μας. Θυμήθηκα τα πάντα, βόλτες, κουβέντες, πονηριές, γέλια, λύπες, ό,τι μοιραστήκαμε από τότε που συνειδητοποίησα τον εαυτό μου και αντιλήφθηκα την παρουσία σου στη ζωή μου.
Και όσο σ’ έβλεπα να λιώνεις, να υποφέρεις, να υπομένεις το βασανιστήριο με τη μοναδική ευγένεια της ψυχής σου, τόσο περισσότερο πληγωνόμουν που στεκόμουν ανήμπορη να σε βοηθήσω, να σ’ ανακουφίσω, να μοιραστώ λίγο από τον πόνο για να σε λυτρώσω. Δεν σου άξιζε γλυκιά μου αυτό που περνούσες κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη στεναχώρια μου.
Όσοι δεν σε γνώριζαν και μου ζητούσαν να τους εξηγήσω ποια ακριβώς ήταν η αδελφή της καρδιάς μου, τους έλεγα: «Μια φορά κι ένα καιρό ήταν δυο αδελφικές κολλητές, η Ράνια και η Βούλα.
Αν κι έμεναν σε διαφορετικές πόλεις, κοινή τους συνισταμένη ήταν το σπίτι της οδού Μαλετσίδου 8, στο ισόγειο του οποίου έμενε η γιαγιά της Βούλας και στον 1ο όροφο η οικογένεια της Ράνιας.
Ελαφρώς μικρότερη η Βούλα ακολουθούσε διαρκώς τη Ράνια σαν κουτάβι και το καλύτερό της, μόλις έκλειναν για διακοπές τα σχολεία, ήταν να τρέξει στην Ξάνθη. Να φάει τα νοστιμότατα κέικ της κυρίας Κούλας, να κοιμηθεί το δωμάτιο της Ράνιας ακούγοντας στο κασετόφωνο Olympians – Charms – Idols – Joe Dassin – Christophe, να βολτάρει παρέα με τη φίλη της. Στην υπόλοιπη διάρκεια του χρόνου οι δυο τους αλληλογραφούσαν, ανταλλάσσοντας τα μυστικά τους.
Στην αρχή οι δυο τους έπαιζαν σαν πιτσιρίκες. Μεγαλώνοντας αυξήθηκαν οι ασχολίες τους. Ο πατέρας της μεγαλύτερης είχε το ΣΙΝΕ ΟΛΥΜΠΙΑ της Ξάνθης. Έτσι εκείνη έπρεπε να βοηθά κόβοντας εισιτήρια.
Δίπλα της πάντα η μικρότερη, σαν κολλιτσίδα! Το χειμώνα από την επάνω είσοδο του χειμερινού κινηματογράφου και το καλοκαίρι από την κάτω είσοδο του θερινού.Η μικρότερη πάντα προσπαθούσε «ασθμαίνοντας» να καλύψει τα χρόνια που τις χώριζαν, έστω κι αν δεν ήταν εύκολο. Η μεγαλύτερη αποτελούσε ένα «πρότυπο» και η μικρότερη διαρκώς βρισκόταν πλάι της.
Τα χρόνια συνέχισαν να περνούν. Η μεγαλύτερη παντρεύτηκε και στις 19/4/1986 γέννησε τη μονάκριβη κόρη της. Η μικρότερη ακολούθησε λίγο αργότερα το παράδειγμά της και γέννησε στις 27/11/1987 τον μονάκριβο γιο της.
Οι υποχρεώσεις αυξήθηκαν περισσότερο και κάποιες φορές έπνιγαν και τις δύο. Πάντα όμως έβρισκαν έναν τρόπο για να διατηρούν την επαφή τους και να μη χάνονται. Μπορεί η χιλιομετρική απόσταση μεταξύ των δύο πόλεων να μην ήταν μεγάλη κι όμως κάποιες φορές φάνταζε τεράστια, λόγω των φορτωμένων ωραρίων.
Η μεγαλύτερη ευτύχησε να βρει έναν υπέροχο σύντροφο, να γίνει γιαγιά και ν’ αποκτήσει τέσσερα εγγόνια. Αυτή είναι η παιδική μου φίλη, η μεγαλύτερη «αδελφή» μου, η Ουρανία Αρσενάκη…»
Τρίτη 31 Δεκεμβρίου, ώρα 6:05 το απόγευμα. Η ψυχούλα σου πετούσε λυτρωμένη γι’ αλλού. Ήσουν μεγαλύτερη και πάντα τα έκανες όλα νωρίτερα από εμένα. Ακόμη και στο τέλος αδελφή, έφυγες πρώτη και μ’ άφησες πίσω να νιώθω ένα κομμάτι της καρδιάς μου ραγισμένο.
Φεύγοντας πήρες μαζί σου όλη την παιδική και τη μισή εφηβική μου ηλικία, πήρες την αγάπη μου για την Ξάνθη, πήρες υπέροχες αναμνήσεις για τις οποίες είμαι ευγνώμον. Ξέρω ότι στο εξής δεν θα μπορέσουμε να μοιραστούμε τίποτε άλλο.
Όχι τουλάχιστον όσο θα είμαστε χώρια. Κάποια στιγμή όμως θα ξανασυναντηθούμε και γι’ αυτό να είσαι σίγουρη. Και τότε θα ξαναφάμε στο ίδιο τραπέζι, θα ξαναπάμε για καφέ στην πισίνα, θα ξαναπάμε στο μαγαζί του Μάριου για ν’ αγοράσουμε μασουράκια και φερμουάρ, θα ξανακόψουμε εισιτήρια στο ταμείο και το βράδυ θα κλείσουμε την πόρτα του δωματίου σου για να μη μας ακούνε η κ. Κούλα και ο κ. Ρωμύλος, θα σβήσουμε το φως και θα ξαπλώσουμε εσύ στο κρεβάτι κι εγώ στο ράντσο, θα βάλουμε σιγανά στο κασετόφωνο Olympians και θα κουβεντιάσουμε μέχρι το ξημέρωμα…
Μέσα στο εφηβικό μου ημερολόγιο είχα φυλαγμένα δύο γράμματά σου από το 1982 που αλληλογραφούσαμε. Το ένα θα το πάρεις μαζί σου… και το άλλο θα το κρατήσω εγώ. Θα τα ενώσουμε πάλι όταν ξαναβρεθούμε.
Να με περιμένεις ξανθιά, γαλανομάτα, λυγερόκορμη αδελφή μου… Κάποια στιγμή θα έρθω… Ίσως νωρίς, ίσως πιο αργά. Εξάλλου για εμάς τις δύο ποτέ δεν είχε σημασία το πέρασμα του χρόνου… Μέχρι τότε να θυμάσαι ότι τίποτε δεν θα καταφέρει να σε ξεριζώσει από μέσα μου…
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ