Γράφει η Λιάνα Κουτσογιαννάκη
Αγαπητό ημερολόγιο,
Την προηγούμενη εβδομάδα την επικαιρότητα συντάραξε η είδηση της πρωθυπουργικής επίσκεψης στην Ικαρία. Αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα προς τον μέσο Έλληνα από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης.
Και εντάξει, αγαπητό ημερολόγιο, να παραβλέψω τις τραγελαφικές εικόνες κοσμοσυρροής και τα πάρτι σε ταράτσες και μπαλκόνια. Πως όμως να μην ζηλέψω βλέποντας τα πλάνα από την αγαπημένη Ικαρία; Πως να μην κακιώσω; Και με το δίκιο μου.
Μόλις διαβάζω την είδηση στέλνω μήνυμα στην κολλητή μου: «Πάει το νησάκι μας. Θα βουλιάξει» της γράφω. Μου απαντάει με γελάκια. Ανοίγω την συλλογή με τις φωτογραφίες στο κινητό μου. Πηγαίνω πίσω στον Αύγουστο του 2019. Γυρνώ σε εκείνες τις τέσσερις ημέρες στην Ικαρία.
Στις πρώτες διακοπές μας με την Αναστασία. Στα ξενύχτια και τα πανηγύρια.
Το ταξίδι μας είχε ξεκινήσει από την Θεσσαλονίκη. Έξι ώρες στο λεωφορείο μέχρι τον Πειραιά. Από εκεί οκτώ ή εννιά ώρες στο πλοίο. Με ενδιάμεσες στάσεις σε Σύρο και Μύκονο. Εννιά ώρες στο κατάστρωμα με τα κύματα να μας έχουν κάνει μούσκεμα. Και εμάς και τα πράγματα. Έχω ακόμα στα χείλη μου την αλμύρα του τρικυμισμένου Αιγαίου.
Κάποτε όμως το πλοίο έδεσε στο λιμάνι. Αποβιβαστήκαμε. Έπρεπε να βρούμε μεταφορικό μέσο. Γενικά το ταξίδι δεν το είχαμε πολυσκεφτεί. Είχαμε κλείσει μόνο τα εισιτήρια για το πλοίο δύο μήνες νωρίτερα και είχαμε αποφασίσει ότι θέλουμε να μείνουμε στο κάμπινγκ του Αρμενιστή.
Τελικά προλάβαμε και μπήκαμε στο λεωφορείο των δώδεκα που έκανε τον γύρο του νησιού. Το λεωφορείο γέμισε ασφυκτικά. Εμείς βρήκαμε θέσεις και καθίσαμε. Άλλοι πολλοί γύρω μας ήταν όρθιοι. Κάποια στιγμή ο οδηγός σταματά στην μέση ενός στενού δρόμου και πιάνει την συζήτηση με έναν άλλον οδηγό. Από το αντίθετο ρεύμα. Τον ρωτάει «Μου έφερες την ζακέτα από το σπίτι;». Δεν ξέρω τι του απάντησε ο άλλος. Τον σύγχυσε πάντως τόσο που τον περίλουσε (παρουσία όλων ημών) με κοσμητικά επίθετα.Κάθε είδους. Και ενώ ο καβγάς για την ζακέτα ήταν εν εξελίξει και το επιβατικό κοινό αγωνιούσε για την έκβαση (ο άλλος οδηγός εξίσου αθυρόστομος είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος), ο δικός μας παίρνει την ρεβάνς. Πατάει γκάζι και τρακάρει το άλλο αυτοκίνητο. Μετά από αυτό το ατυχές, ομολογουμένως, συμβάν συνεχίσαμε την διαδρομή μας, σαν να μη συνέβη τίποτα..
Τελικά κάποια στιγμή φτάσαμε και στον Αρμενιστή. Έτσι νομίσαμε. Διότι γρήγορα καταλάβαμε ότι από λάθος, είχαμε κατεβεί στην προηγούμενη στάση, Αναγκαστήκαμε λοιπόν να περπατήσαμε και κανένα τεταρτάκι. Μέσα στον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο του μεσημεριού
Η διαμονή στο κάμπινγκ ήταν από μόνη της μια εμπειρία ζωής. Ήταν το πιο οργανωμένο ανοργάνωτο κάμπινγκ που έχω δει στη ζωή μου. Και δεν έχω πάει και σε πολλά. Ψάχνωντας βρήκαμε τελικά μέρος και στήσαμε την σκηνή. Πληρώσαμε την διαμονή. Αφήσαμε και ένα όνομα στην κοπέλα στην είσοδο. Και αυτό ήταν όλο.
Μετά πήγαμε για μπάνιο. Υπέροχα, κρυστάλλινα, γαλαζοπράσινα παγωμένα νερά. Η καλύτερή μου. Η παραλία ήταν σχετικά μικρή. Παντού υπήρχε νέος κόσμος. Μπάνιο στην θάλασσα και πολύωρη ηλιοθεραπεία ήταν το πρόγραμμά μας για τις επόμενες μέρες.
Από αυτή την ιστορία, όμως, δεν θα μπορούσε να λείπει μια αναφορά και στα ικαριώτικα πανηγύρια. Ό, τι έχεις ακούσει αγαπητό μου ημερολόγιο γι’ αυτά είναι πέρα για πέρα αληθινό. Και με το παραπάνω.
Εμείς βέβαια δεν πήγαμε στο μεγάλο και διάσημο της Λαγκάδας. Δεν θυμάμαι για ποιον λόγο. Καταλήξαμε σε ένα άλλο κοντά στον Αρμενιστή. Γινόταν στην αυλή ενός σχολείου. Αγόραζες φαγητό από τον τοπικό σύλλογο και καθόσουν στο τραπέζι τραπέζι μαζί με άλλους ντόπιους και τουρίστες. Όλοι μαζί.
Η ορχήστρα έπαιζε επί οκτώ ώρες μέχρι το πρωί. Ήταν Δεκαπενταύγουστος και στο νησί την ξημερώνουν την Παναγιά με τραγούδια και χορούς κάθε χρόνο. Δεν θα το ξεχάσω εκείνο το βράδυ. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα μεθυσμένη όχι από το κρασί αλλά από την ατμόσφαιρά. Από τους ανθρώπους. Ένας παππούκας ήρθε και με ζήτησε σε χορό. Και έτσι χόρεψα και το πρώτο μου βαλσάκι.
Μας θυμάμαι ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου μετά το ξενύχτι στο πανήγυρι και τον ολονύκτιο χορό να περπατάμε προς την παραλία του «Να». Ρωτήσαμε μια ντόπια και μας είπε:«Ένα τεταρτάκι περπάτημα είναι». Τελικά ήταν τρία τεταρτάκια μέσ’ το νερό και κάμποσα σκαλάκια μέχρι την παραλία. Και αυτή νομίζω ήταν και η πρώτη παραλία γυμνιστών που πήγα στην ζωή μου. Η απόλυτη ηρεμία. Καμία δεκαριά λουόμενοι όλοι κι όλοι, η θάλασσα και ο αυγουστιάτικος ήλιος.
Το μεσημέρι φάγαμε σε ένα ταβερνάκι και μετά γυρίσαμε και πάλι στον Αρμενιστή. Με τα πόδια. Θυμάμαι ότι, καθώς πηγαίναμε, ήμουν αγχωμένη ότι είχαμε χαθεί. Η Αναστασία πάλι, τραγουδούσε. Μάλαμα λογικά. Στην επιστροφή μιλούσα μόνο εγώ. Και γκρίνιαζα γιατί είχα συγκαεί και πονούσα. Και η Αναστασία με κορόιδευε.
Για καλή μας τύχη βέβαια στο νησί συνηθίζεται και το roadtrip και το Autostop. Όποτε δεν βρίσκαμε λεωφορείο ή ήταν βράδυ και δεν θέλαμε να περπατήσουμε μόνες μας στις ερημιές στεκόμασταν στην άκρη του δρόμου και όλο και κάποιος σταματούσε και μας μάζευε. Και έτσι πήγαμε στις Ράχες και σε άλλα χωριουδάκια. Όλα γραφικά και όμορφα.
Τρομερή εντύπωση επίσης μου έκαναν τα μαγαζιά στο νησί. Όλα ήταν ανοιχτά μόνο βράδυ. Και δεν μιλώ για τα μπαράκια. Ακόμα και μπακάλικο ή φούρνο δεν έβρισκες ανοιχτό το πρωί. Μόνο μετά το μεσημέρι.
Το φαγητό ήταν μια εξίσου μοναδική εμπειρία. Και όπως σε όλα μου τα ταξίδια η λιχούδα, τα δοκίμασα όλα. Στέκι μας επί τέσσερεις μέρες είχε γίνει ένα παραδοσιακό οικογενειακό ζαχαροπλαστείο με χειροποίητο κατσικίσιο παγωτό. Στα ταβερνάκια φάγαμε τοπικές σπεσιαλιτέ σε εξαιρετικά συμφέρουσες τιμές.
Και μιας και θυμήθηκα τα τοπικά ταβερνάκια θα σου πω, αγαπητό ημερολόγιο, και μία άλλη αστεία ιστορία. Ένα απόγευμα που είχαμε κάτσει κάπου για φαγητό πιάσαμε την συζήτηση με τον ιδιοκτήτη. Μας λέει χαρακτηριστικά: «Α τα τελευταία χρόνια πολύ δύσκολα. Μας έχει φάει το άγχος. Ο τουρισμός μάς έχει αλλοιώσει». Μετά από καμία ώρα μας έφερε, τελικά, την μακαρονάδα που είχαμε παραγγείλει..
Τώρα που τα θυμάμαι όλα αυτά μου φαίνονται τόσο μακρινά. Και ας έγιναν μόλις δυο καλοκαίρια πριν.
Μου φαίνεται λες και ζήσαμε οι δυο μας μια ολόκληρη ζωή στην Ικαρία και όχι απλώς ένα τετραήμερο.
Μεταξύ μας, νομίζω ότι η Αναστασία την Ικαρία δεν την ξεπέρασε ποτέ. Πάντα θα με πρήζει να γυρίσουμε εκεί και να ανοίξουμε το δικό μας ταβερνάκι. Μάλλον εκείνη θα μαγειρεύει και εγώ θα κρατάω τα λογιστικά. Γιατί αλλιώς θα βουλιάξει η επιχείρηση.
Μου λείπει η Ικαρία. Μου λείπουν τα ταξίδια.
Αλλά δεν πειράζει. Ανακαλύπτω τον τόπο μου από την αρχή εν μέσω καραντίνας.
Και ετοιμάζομαι. Για τα καλύτερα που θα έρθουν.
Γιατί το ξέρω, το νιώθω ότι τα καλύτερα θα έρθουν, αγαπητό μου ημερολόγιο.
Με ένα ολοκαίνουριο σακίδιο να περιμένει στην ντουλάπα έτοιμο για νέες περιπέτειες,
η έγκλειστη φοιτήτρια
Υ.Γ. Αφιερωμένο στην κολλητή μου που όσα χιλιόμετρα και αν μας χωρίζουν πάντα θα την κουβαλώ στην καρδιά μου.