Σιγααά! Πρόσεχε!
Συγνώμη κύριε, θα έπεφτε επάνω σας παραλίγο! Το συγνώμη απευθύνονταν σ’ εμένα από μια ηλικιωμένη φωνή και αυτόν που θα έπεφτε επάνω μου τον κρατούσε από την μασχάλη του αριστερού του χεριού και η πλαστική σακούλα που κρατούσε το χέρι εκείνο μ’ όλο της το περιεχόμενο, ήρθε και με σκέπασε το πρόσωπο και περιόρισε το οπτικό μου επίπεδο στο μηδέν.
Ήταν περασμένες δώδεκα η ώρα που γυρνώ στο σπίτι μου συνήθως από την πρωινή μου έξοδο. Το συμβάν της πρόσκρουσής μας έγινε στο πεζοδρόμιο που κατά συνήθεια ακολουθώ και μπροστά στην είσοδο του μικρού Μπακάλικου της ευρύτερης γειτονιάς μου.
Έκανα ένα βηματάκι πίσω, απαλλάχτηκα από τη σακούλα είδα μπροστά μου την ηλικιωμένη κυρία να με χαμογελά με αμηχανία, στα μάτια της όμως είδα όλη εκείνη τη στεναχώρια για την ενόχληση που προξένησε ο σύζυγος της.
Την κοίταξα με συμπάθεια και της είπα ότι δεν πειράζει, εξάλλου δεν έγινε και η σύγκρουση με τη δική της προσπάθεια και είναι όλα καλά. Όταν κατέβηκε και το μπράτσο που συγκράτησε, είδα και το σύζυγο.
Αυτός κοιτούσε μια τη γυναίκα του και μια εμένα, μ’ ένα βλέμμα απορίας, σαν να μη κατάλαβε τι διαδραματίστηκε. Του χαμογέλασα, κούνησα το κεφάλι συγκαταβατικά και τους έδειξα ότι μπορούν να συνεχίσουν το δρόμο τους.
Ο δρόμος μας ήταν κοινός και η κατεύθυνση μας ίδια. Πρέπει οι ηλικίες μας να ήταν κοντά γιατί είχαμε τον ίδιο ασταθή βηματισμό και την αυτή ταχύτητα. Έτσι έγινα δίχως να θέλω αυτήκοος μάρτυρας της κουβέντας τους.
«Βρε Τάκη δεν προσέχεις, θα έπεφτες επάνω στον άνθρωπο αν δε σε έπιανα». «Τι λες, τι ψιθυρίζεις; Αφού ξέρεις ότι δεν ακούω καλά από αυτό το αυτί, ανέβασε λίγο τη φωνή σου, περνά και αυτός ο κερατάς δίπλα με τη μηχανή του πρρ, πρρρ, θα μας κουφάνει!».
«Εντάξει! Δίκιο έχεις, τι να κουφάνει εξάλλου το μηχανάκι πόση ακοή μας έμεινε;». Η ένταση της φωνής της κυρίας ανέβηκε αρκετά και τους άκουγα αρκετά καλά γιατί του άνδρα από την αρχή η φωνή του ήταν καμπάνα.
«Σου είπα προηγουμένως ότι θα τσακιζόσουν επάνω στον άνθρωπο, ευτυχώς σε συγκράτησε. Δε σε κρατάνε τα πόδια βρε Τάκη, λέω να αλλάξουμε τις ενέσεις που βάζεις, να το πούμε την άλλη φορά στο γιατρό».
«Δε φταίνε οι ενέσεις Νίκη, τα ογδόντα πέντε χρόνια φταίνε, μας το είπε και ο γιατρός της προάλλες δεν το θυμάσαι!». «Βρε συ Τάκη δεν κατάλαβες καλά για κάποιον Πολυχρόνη είπε όχι για εμάς!».
«Αχ καημένη Νίκη τον Πολυχρόνη τον κουβαλάμε στην πλάτη, για αυτόν μίλησε ο άνθρωπος». «Λες βρε Τάκη! Τι έπαθες πάλι σήμερα το πρωί και μέσα στον ωραίο πρωινό ύπνο με έπιασες το χέρι και ξύπνησα;
Εσύ ξυπνάς από τα χαράματα σαν το βρικόλακα, άσε με εμένα λίγο να κοιμηθώ». Ο άλλος δε μίλησε αμέσως, γύρισε την κοίταξε μ’ ένα βλέμμα όλο αγάπη και με παιδική συστολή της είπε «Τόσα ακούγονται για ανθρώπους που φεύγουν μέσα στον ύπνο τους!
Ξέρω και εγώ τι γίνεται, έτσι που σε βλέπω με κλειστά μάτια!», «Αχ βρε Τάκη! Που θα πάω εγώ χωρίς εσένα, που θα σε αφήσω! Το είπαμε αυτό πρώτα εσύ και μετά εγώ, σε ποιόν να αφήσω την φροντίδα σου τώρα στα γεράματα;».
Γύρισε ο Τάκης την κοίταξε μ’ απέραντη ευγνωμοσύνη και αγάπη, σήκωσε το χέρι που τον κρατούσε και της το φίλησε. Στο δικό μου ακροβλέφαρο το δάκρυ που εμφανίστηκε ήταν από χαρά και λίγο ζήλια που οι άνθρωποι αυτοί έφτασαν σε τέτοιο σημείο ταύτισης και αγάπης μετά από τόσα χρόνια κοινού βίου.
Τάχυνα το βήμα μου τους ξεπέρασα και στην ευθεία της συνάντησής μας μου χαμογέλασαν γιατί μάλλον κατάλαβαν ότι άκουσαν την τελευταία τους στιχομυθία.
Παναγιώτης Φώτου