Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες κάνω και εγώ τον απολογισμό μου για τη χρονιά που φεύγει. Μαζεύω τα κομμάτια μου και τα κατανέμω κατά κατηγορία, αλλού τα οικονομικά, αλλού τα κοινωνικά, αλλού τα γραπτά, αλλού τα προφορικά και βλέπω τα συν μου και τα χαμένα μου.
Πάντα είναι αλήθεια μελαγχολώ, γιατί τα λάθη μου είναι κατά πολύ περισσότερα από τα σωστά και οι απώλειες μου καταστροφικές, ιδίως με τις κοινωνικές μου δράσεις. Φέτος, ψάχνοντας σ’ ένα ξεχασμένο φάκελο μιας άλλης εποχής, -από δική μου αβλεψία άνοιξε διάπλατα- ξεχύθηκαν μπροστά μου φωτογραφίες και γράμματα ξεχασμένα και με καθήλωσαν, με συγκίνησαν.
Ιδιαίτερα έγινα «λιώμα», όταν στα χέρια μου έπιασα έναν επιστολικό φάκελο, κιτρινισμένο από το χρόνο, μ’ ένα δακτυλικό αποτύπωμα από κόκκινη μελάνη στην επάνω δεξιά γωνία του. Έτσι συμφωνήσαμε να πιστοποιούμε τα γράμματά μας με τον φίλο και παλιό συμμαθητή, τον Τάσο Σωκράτους, όταν αλληλογραφούσαμε εκείνη τη μακρινή εποχή των αρχών του εξήντα.
Θα καταγράψω παρακάτω όλο το περιεχόμενο εκείνης της επιστολής, αφού πρώτα διευκρινίσω ότι ο Τάσος, συμμαθητής μου από την πρώτη τάξη του Γυμνασίου, προτιμούσε να κάθεται στο μπροστινό μου θρανίο και με βοηθούσε στα πρόχειρα διαγωνίσματα, ιδίως στα θεωρητικά, και από εμένα έπαιρνε το σκονάκι του στα θετικά μαθήματα.
Ήμασταν φίλοι, αν και εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Εκρηκτικός εγώ και ισχυρογνώμων, πράος ο Τάσος, υπομονετικός και ανεκτικός. Με έπειθε τις περισσότερες φορές με τα επιχειρήματα του για το σωστό με τον τρόπο του, αναδεικνύοντας το λάθος το δικό μου με ευπρέπεια.
Τον Τάσο τον έχασα από δίπλα μου μετά την Τετάρτη τάξη του Γυμνασίου. Έφυγε, πήγε στην Σχολή Εμποροπλοιάρχων της Ύδρας. Το γράμμα που κρατούσα στα χέρια μου ήταν από τον Τάσο, στο φάκελο η σφραγίδα του, στη μέση αριστερά, αποτύπωνε το Κόμπε της Ιαπωνίας, με παραλήπτη εμένα, στην κάτω δεξιά πλευρά του.
Τα επιστολόχαρτα κιτρινισμένα από τον χρόνο και τα γράμματα αχνά, διαβάζω: «Αγία Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 1963. Αγαπητέ μου Παναγιώτη σε φιλώ μ’ αγάπη και εύχομαι το γράμμα αυτό να σε βρει πρώτα απ’ όλα υγιή.
Πριν δυο μέρες φίλε έζησα τη μεγαλύτερη αγωνία στη ζωή μου μέσα σ’ αυτά τα τέσσερα χρόνια που βρίσκομαι στη θάλασσα και στο καράβι μας την Αγία Κυριακή. «Υπηρετούσε εκείνη την εποχή ο Τάσος σ’ ένα καράβι ξηρού φόρτου, που είχε ναυλωθεί να μεταφέρει σκράπ από το Sydney της Αυστραλίας στο Kobe της Ιαπωνίας.
Στα μέσα της διαδρομής συναντήσαμε ένα διαβολόκαιρο που δεν τον περιμέναμε. Στο πιλοτήριο έτυχε να έχω βάρδια εγώ, όταν άρχισε να φρεσκάρει ο καιρός που εξελίχτηκε γρήγορα. Τέτοια αντάρα σπάνια συνάντησαν και οι παλιότεροι.
Για τον λόγο αυτό ήρθε ο Καπετάνιος μας, ο “Καπτα Νικόλας ο Χιώτης”, και πήρε το πηδάλιο στα χέρια του. Τα δικά μου μπράτσα -όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα- ήταν πολύ λίγα για να παλέψω με το θεριό. Ήμασταν φορτωμένοι μέχρι τα ίσαλα και ο κίνδυνος το καράβι μας να κοπεί στα δύο και να φουντάρουμε μεγάλος.
Ο καιρός συνεχώς φρεσκάριζε και ο κυματισμός πρωτόγνωρος για μένα, τρομακτικός! Η Αγιά Κυριακή μια βουτούσε στην κόλαση και στο θάνατο και την άλλη σημάδευε η πλώρη της τον ουρανό. Εγώ σε κάθε βουτιά ένοιωθα τα μέσα μου να ανεβαίνουν, για να βγουν από το στόμα μου και την άλλη το απέραντο κενό στο ανέβασμα.
Τρείς ντραμαμίνες κατάπια στην αρχή της βάρδιας μου, όταν διάβασα το δελτίο καιρού, δεν έκαναν τίποτε… Δέκα ώρες έμεινα εκεί και παρακολουθούσα και εκτελούσα τις διαταγές του καπετάνιου μου και τον θαύμαζα, ήταν ο ήρωας μας, ο σωτήρας μας.
Γλιστρούσε το καράβι με τέτοια τέχνη στην πλευρά του κύματος και το τιθάσευε και έκλεβε τη δύναμή του και μας έσπρωχνε στον προορισμό μας πιο γρήγορα. Κίνδυνος μη καθίσει η Αγία Κυριακή μας στην κορυφή του και χαθούμε.
Δέκα ώρες πηγαίναμε μια στην κόλαση και μια στο φώς! Σιγά-σιγά το φως περίσσευε και σωθήκαμε. Για την Κικίτσα θέλω να σου πω ρε φίλε! Δεν παίρνει τα γράμματά μου! Ξέρεις γιατί! Αυτός ο αδελφός της έμαθε ότι τα στέλνω στη θεία της, τη Μαρία, και πήγε και την έβρισε τη γυναίκα, λέγοντάς τη “φαναρτζού” και την απείλησε κιόλας.
Πες στην Κικίτσα τη φωτογραφία που μου έστειλε με το “σ’ αγαπώ” της, την έχω κρεμασμένη απέναντί από την κουκέτα μου, αυτή βλέπω όταν ξυπνώ για την καλή μου ημέρα και μ’ αυτήν κοιμάμαι για να τη δω στα όνειρά μου και εγώ την αγαπώ να την πεις!
Τη φωτογραφία αυτή μου την είχε δείξει η Κικίτσα πριν την στείλει, είχε γράψει επάνω στην άμμο “σ’ αγαπώ” και ο φωτογράφος το αποτύπωσε στο χαρτί, μαζί με την ίδια να το γράφει και να το δείχνει. Δεν πειράζει όμως θα το λύσω αυτό το πρόβλημα όταν θα έρθω. Να σου πω τα ευχάριστα!
Το ταξίδι αυτό στην Ιαπωνία είναι το τελευταίο, έχει κλείσει η εταιρεία για το πλοίο μας καινούργια συμφωνία. Θα μεταφέρουμε σιτάρι από Αυστραλία στην Αίγυπτο. Ο “Καπτα Νικόλας” μου έδωσε την άδεια που του ζήτησα, με τη συμφωνία να επιβλέψω στον καθαρισμό των αμπαριών και όταν τελειώσω θα είμαι ελεύθερος να φύγω!
Είναι πολύ καλός άνθρωπος, ξέρει όλη την ιστορία μου, έκανε και πρόταση στην εταιρεία να κάνουν καινούργιο κοντράτο μαζί μου, αυξάνοντας την αμοιβή μου κατά 30% ! Πολλή καλή αύξηση Παναγιώτη Ιδιαίτερα χάρηκα για τα πολύ καλά λόγια που έγραψε για μένα, για να δικαιολογήσει την πρότασή του.
Έχω στη διάθεσή μου σχεδόν ένα μήνα, ίσως και περισσότερο αν υπολογίσεις και τις αβαρίες που θα διορθώσει το καράβι στην Αυστραλία πριν αρχίσουμε τα ταξίδια προς Αίγυπτο! Θα πετάξω λοιπόν από το Σίντεϊ, στις 16-1 2-1962 και θα είμαι στην Καβάλα -πιστεύω- στις 21 Δεκέμβρη!
Να έρθεις να με πάρεις εσύ από τον Αμυγδαλεώνα! Την Κικίτσα να την πεις ότι εκείνο που της είχα γράψει ισχύει και θα γίνει ανήμερα των Χριστουγέννων! Για να ξέρεις και εσύ, θα πάω στο σπίτι τους και θα ξεκαθαρίσω τη θέση μου.
Θα δώσουμε τώρα λόγο, το καλοκαίρι θα αρραβωνιαστούμε και του χρόνου τέτοιες μέρες λέω να παντρευτούμε! Αυτά σχεδιάζω και θα τα προτείνω στον κυρ Χρήστο. Ο Μπαμπάς της Κικίτσας ξέρω ότι με συμπαθεί, δε ξέρω πώς θα αντιδράσει ο αδελφός της.
Δεν με ενδιαφέρει όμως. Φορτώθηκα ένα σωρό δώρα από το Σίντεϊ και θα πάρω και άλλα για όλους. Για την Κικίτσα πήρα ένα πανέμορφο σετ με κολιέ και σκουλαρίκια. Μου στοίχισε αρκετά, αλλά χαλάλι της, το αξίζει!
Μην της το μαρτυρήσεις όμως, είναι η έκπληξη μου… Με τη Ζωίτσα μας δε ξέρω τι συμβαίνει ρε Παναγιώτη, ανησυχώ πολύ! Η μητέρα μου τα παρουσιάζει του θανατά αλλά και εσύ μου έγραψες ότι δε σου άρεσε η εικόνα της.
Θα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε. Ζητώ τη βοήθειά σου, ψάξε και βρες κανέναν καλό γιατρό στη Θεσσαλονίκη, εκεί θα πάμε φίλε, ίσως βρούμε λύση, τι να πω… Σε κούρασα ρε φίλε με τα δικά μου. Σ’ ευχαριστώ πολύ για την ανεκτικότητά σου και την υπομονή σου. Να είσαι καλά, ξέρεις πόσο σε εκτιμώ και σε αγαπώ! Θα τα πούμε από κοντά σύντομα. Με εκτίμηση και αγάπη, ο φίλος σου».
Ο φίλος μου ο Τάσος εκείνα τα Χριστούγεννα δεν ήρθε στην Καβάλα, έμεινε για πάντα στην Αυστραλία. Το δυστύχημα συνέβη στη διάρκεια του καθαρισμού των αμπαριών της Αγίας Κυριακής. Στο τελευταίο από αυτά ειδοποιήθηκε από τους δύο Φιλιππινέζους που ήταν κάτω ότι δεν αισθάνονται καλά, κατέβηκε μαζί με τον Λοστρόμο και τους βρήκαν λιπόθυμους.
Ο γερανός που τους κατέβασε είχε δύο θέσεις, στην πρώτη ανάβαση ανέβηκαν ο Ναύκληρος και ο ένας λιπόθυμος Φιλιππινέζος. Η δεύτερη ανάβαση δεν έγινε, γιατί κάτω στο αμπάρι είχαν μείνει δυο νεκροί, ο ένας από αυτούς ήταν ο Τάσος…
Παναγιώτης Φώτου