Εν αρχή ην ο λόγος. Και ο λόγος στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι απλώς το κλασικό και διαχρονικό κείμενο της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι» του Ευριπίδη αλλά κυρίως η αριστουργηματική και συναρπαστική μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα που κυριολεκτικά καθήλωσε το βράδυ του Σαββάτου το κοινό στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων. Κιχ δεν ακούστηκε στα 100 λεπτά που διήρκησε η παράσταση. Άνθρωπος δεν κουνήθηκε, κινητό δεν χτύπησε, μωρό δεν γκρίνιαξε.
Ο κόσμος ρούφηξε στην κυριολεξία τα όσα διαδραματιζόταν στην ορχήστρα του θεάτρου, απόλαυσε μια από τις καλύτερες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων και έφυγε πλούσιος σε συναισθήματα αλλά και υψηλά νοήματα από μια σύγχρονη διδασκαλία μιας κλασικής τραγωδίας.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης κι ο Μανώλης Δούνιας «είδαν» την «Ιφιγένεια» με καθαρά πολιτικό μάτι. Κι έτσι έστησαν την παράστασή τους. Και πέτυχαν διάνα. Αποδεικνύοντας τελικά για άλλη μια φορά ότι τα μεγάλα κλασικά κείμενα είναι μεγάλα γιατί είναι διαχρονικά.
Η φράση που λέει κάποια στιγμή η Ιφιγένεια «Για τα λάφυρα της Τροίας με σκοτώνετε, όχι για την Ελλάδα», είναι η πεμπτουσία του κειμένου του Ευριπίδη αλλά και το πρίσμα μέσα από τα οποία είδαν και έστησαν την παράστασή τους οι δύο σκηνοθέτες.
Το πρόσχημα και η δικαιολογία που προσπαθεί να προβάλει για να δικαιολογήσει τη θυσία του παιδιού του ο Αγαμέμνων, ότι τάχα για την πατρίδα γίνεται ό,τι γίνεται, καταρρίπτεται και κονιορτοποιείται από αυτή ακριβώς τη φράση της Ιφιγένειας. Και αποδεικνύεται ότι αιώνες τώρα πολύ ταπεινότερα ελατήρια και κίνητρα από τον πατριωτισμό, προκαλούν τους πολέμους και κάνουν την κάθε είδους εξουσία αυταρχική και τυραννική.
Η πρώτη λέξη που έρχεται στο νου μου βλέποντας αυτή την παράσταση και θέλοντας να την κρίνω είναι η λέξη «σεβασμός». Οι δημιουργοί της –και όταν λέω δημιουργοί εννοώ όλους τους συντελεστές της, από τον μεταφραστή και τους σκηνοθέτες μέχρι και τον τελευταίο τεχνικό- σεβάστηκαν πρώτα από όλα τον εαυτό τους. Σεβάστηκαν το κλασικό κείμενο, σεβάστηκαν το κοινό, σεβάστηκαν το μνημείο μέσα στο οποίο δίδαξαν τον λόγο του Ευριπίδη και κυρίως σεβάστηκαν το ρόλο τους ως καλλιτέχνες – δημιουργοί που είναι να δείχνουν με την τέχνη τους το δρόμο για να γίνουμε όλοι καλύτεροι άνθρωποι.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης όχι μόνο με τη συγκεκριμένη παράσταση – δημιουργία αλλά και γενικότερα με τις μέχρι τώρα επιλογές του αποδεικνύει ότι αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο για το θέατρο και την τέχνη γενικότερα στην Ελλάδα. Η αξία του δεν φάνηκε μόνον στην ερμηνεία του στο ρόλο του Αγαμέμνονα όπου θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι στην προκειμένη περίπτωση ο ρόλος αυτός είναι και ολίγον αβανταδόρικος. Η δύναμη της υψηλής τέχνης του και δημιουργίας του αποδείχθηκε με τον Αχιλλέα του όπου σε έναν εντελώς κόντρα ρόλο απ’ αυτό του Αγαμέμνονα απομυθοποίησε και σχεδόν γελοιοποίησε τον «γενναίο», «ατρόμητο» και «άτρωτο» βασιλιά των Μυρμιδόνων.
Η Λένα Παπαληγούρα και η Αθηνά Μαξίμου σε δύο ρόλους η κάθε μία, ανταποκρίθηκαν όχι απλώς με επάρκεια στις ανάγκες της σκηνοθετικής γραμμής αλλά ξεδίπλωσαν τις ερμηνευτικές τους δυνατότητες σε όλο τους το μεγαλείο
Και σ’ αυτήν την περίπτωση η δυναμική αυτών των δύο γυναικών – ηθοποιών φάνηκε περισσότερο στους κόντρα ρόλους που ερμήνευσαν του γέροντα η πρώτη και του Μενέλαου η δεύτερη.
Ο χορός από οκτώ νέα και δροσερά κορίτσια ήταν θαυμάσιος. Με σημαντική συμμετοχή στη δράση και τραγουδώντας τις ωραίες μουσικές του Σταμάτη Κραουνάκη, είχαν τη δική τους σημαντική συμβολή στην εξέλιξη της παράστασης. Μια κοπέλα έπαιζε ακορντεόν επί σκηνής και συνόδευε το χορό στα χορικά.
Η παράσταση είχε σαφές πολιτικό μήνυμα και σαφή πολιτική θέση. Με τέτοιο τρόπο όμως δοσμένα όλα αυτά ώστε να μην χάνονται οι χυμοί και η ουσία της υψηλής τέχνης που προσφέρει πάντα το αρχαίο δράμα.
Είμαστε πολλοί τυχεροί οι Καβαλιώτες που έχουμε στα πόδια μας αυτό το αρχαίο θέατρο και φυσικά τον εξηντάχρονο θεσμό του Φεστιβάλ Φιλίππων. Έβλεπα τα νέα παιδιά, κορίτσια και αγόρια, που ήταν ίσως η πλειοψηφία των θεατών στην παράσταση του Σαββάτου και αναλογιζόμουν ότι είναι η τρίτη κατά σειρά γενιά θεατών που «εκπαιδεύει» αυτό το θέατρο. Η Τρίτη γενιά που σκαρφαλώνει στις κερκίδες του αρχαίου θεάτρου και ρουφάει με λαχτάρα τον αρχαίο λόγο.
Κι αν δεν υπήρχαν οι οραματιστές – πρωτεργάτες αυτής της προσπάθειας να αναβιώσει ο διαχρονικός λόγος των τραγικών μας ποιητών κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ίσως σήμερα να μην είχαμε αυτό το προνόμιο ως Καβαλιώτες να απολαμβάνουμε και να συμμετέχουμε σ’ αυτό το σχολείο της γνώσης, της καλλιέργειας της ψυχής και της ευαισθησίας.
Να μη το ξεχνάμε αυτό και να μακαρίζουμε την τύχη μας.
Θ.Θ.
(φωτογραφία: Magda Schmid)