Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου
Στα χρόνια εκείνα τα παλιά, τότε που δεν υπήρχαν τα πολλά μέσα επικοινωνίας και οι σημερινές γρήγορες ενημερώσεις, τα ακραία φαινόμενα της εποχής και δύσκολες καταστάσεις αργούσαν πολύ να κοινοποιηθούν αλλά και να αντιμετωπισθούν από τις οργανωμένες δομές του κράτους.
Για τον λόγο αυτό οι μικρές κοινωνίες ,ιδίως οι απομακρυσμένες, έπαιρναν μέτρα ασφαλείας μόνες τους. Αν λάβουμε υπόψιν το κακό οδικό δίκτυο και τις μικρές ταχύτητες ων μέσων μεταφοράς της εποχής εκείνης, απομακρυσμένοι ήταν στην πλειοψηφία τους οι περισσότεροι οικισμοί.
Για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστάσεων αυτών, ήταν αναγκασμένες οι κοινωνίες εκείνες να αναλαμβάνουν μέτρα για την ασφάλειά τους, μόνες τους. Συμμετέχοντες στις ομάδες αυτές που δημιουργούνταν, ήταν όλοι οι κάτοικοι που μπορούσαν να προσφέρουν έστω και το ελάχιστο.
Η συμμετοχή ήταν καθολική, πλήρης και εθελοντική. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Το κακό δεν ήταν σίγουρο πια πόρτα θα διαλέξει για να μπει. Όλοι ήταν υποψήφιοί αρά θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί από όλους.
Εξάλλου οι συγγενικές και φιλικές σχέσεις που γεννιούνταν σ’ αυτές τις κοινωνίες έδενε τους ανθρώπους μεταξύ τους με σχέσεις αλληλεγγύης, ενσυναίσθησης και αγάπης. Προγραμματιστές και Οργανωτές των ομάδων δράσης ο Δάσκαλος και ο Ιερέας του χωρίου, πρόσωπά μεγάλης υπόληψης και σεβασμού στην μικρή κοινωνία του τόπου τους.
Ένα τέτοιο γεγονός έτυχε να ζήσω σε μία κοινότητα της περιοχής στα εννέα μου χρόνια. Βρέθηκα εκεί συνοδεύοντας την μητέρα μου που συγγενικές και ηθικές υποχρεώσεις της επέβαλαν να προσφέρει βοήθεια σε αγαπημένους μας ανθρώπους που ζούσαν στον τόπο εκείνον.
Ήταν μια χειμωνιάτικη μέρα και το χτύπημα της καμπάνας που καλούσε τους μαθητές στο σχολείο ήταν πιο οξύ, πιο κρυστάλλινο. Τα ρολόγια ήταν σπάνιο είδος για τα περισσότερα σπίτια και η καμπάνα της εκκλησίας ήταν το μέσον κοινοποίησης για πολλά γεγονότα αλλά κυρίως για έκτακτές καταστάσεις και συναγερμούς.
Για κάθε γεγονός ο ήχος ήταν διαφορετικός. Ο ήχος της δικής μου καμπάνας με έβγαλε στο δρόμο εκείνη την ημέρα φορώντας μια μάλλινη χοντρή φανέλα με γιακά μέχρι τα αυτιά… Έφτασα στο σχολείο κρατώντας υπό μάλης το ξύλο για την ξυλόσομπα, συμμετοχή μου για την θέρμανσή της τάξης μου.
Κοντά στο μεσημέρι άρχισε να χτυπά η καμπάνα. Ο ήχος αυτός πιο δυνατός πιο διαπεραστικός πιο βίαιος, σε αναστάτωνε. Ο Θόδωρος δίπλα μου πετάχτηκε επάνω φωνάζοντας «Φωτιά, παιδιά κάποιο σπίτι καίγεται».
Η ανησυχία και ο φόβος ήταν έκδηλος μέσα στην τάξη σε όλα τα παιδιά εκτός από εμένα. Εγώ δεν ήξερα, δεν είχα επίγνωση του κινδύνου. Μπαίνει ο Δάσκαλος αναστατωμένος στην τάξη και μας δίνει εντολή αποχώρισης πληροφορώντας μας επίσης για φωτιά σε σπίτι στα βόρια του χωριού.
Το χωριό είχε δύο βρύσες, μία νότια κοντά στο σχολείο και η άλλη στα βορεινά απείχε από το σπίτι που καίγονταν στα πενήντα μέτρα. Αυτήν την βρύση είδα ότι την μετέφεραν οι χωρικοί δίπλα στην φωτιά και με συνεχείς ρίψεις νερού την έσβησαν.
Η αλυσίδα των τριάντα ανδρών που κουβαλήσαν το νερό από την βρύση με τους κουβάδες τους στο σημείο της πυρκαγιάς αντιμετώπισε το φαινόμενο στην γέννησή του. Σώθηκε η περιουσία του συγχωριανού και φίλου και απετράπη η μετάδοση και ο κίνδυνος για επέκταση.
Εκείνο που μου έμεινε στην μνήμη και το θυμάμαι κάθε φορά με συγκίνηση είναι η χαρά και η ικανοποίηση των ανθρώπων που συμμετείχαν στο εγχείρημα. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν και στις κουβέντες τους υποβάθμιζε ο καθένας την δική του προσφορά και πρόβαλε του συντρόφου του.
Όλα αυτά γίνονταν με καλοπροαίρετα πειράγματα και αστεϊσμούς που έβλεπες ότι κανείς δεν προσδοκούσε κάτι από την προσφορά του, του αρκούσε ότι έκανε το καθήκον του.
Με μεγάλη χαρά άκουσα από τα ΜΜΕ στις πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές στον Έβρο, ότι οι κάτοικοι δύο οικισμών, της Νίψας και του Δωρικού, δύο χωριά με κατοίκους Ποντιακής καταγωγής, κατόρθωσαν να σώσουν τους οικισμούς τους από την καταστροφή παλεύοντας οι ίδιοι με της φλόγες, ακολουθώντας τους κανόνες εκείνης της παλιάς εποχής.
Η εθελοντική συμμετοχή του πληθυσμού σε έκτακτες καταστάσεις και ιδίως σε πυρκαγιές, είναι παράγοντας ουσιαστικός και αποτελεσματικός γιατί μια φωτιά στην γέννησή της, μπορείς να την σβήσεις με ένα ποτήρι νερό, στο πέρασμα του χρόνου όμως η κατάσβεσή της θα χρειασθεί ωκεανό.
Ο τοπικός εθελοντής είναι δίπλα στο περιστατικό Δυστυχώς ο εθελοντισμός στην χώρα μας δεν είναι ανεπτυγμένος όσο θα έπρεπε. Τα πρότυπα των νέων είναι άλλα και των μεγαλύτερων ο καναπές και το «Δεν βαριέσαι τώρα αδερφέ, άστα αυτά σε άλλους».
Όμως θα πρέπει να δοθεί έμφασή από την Πολιτεία και σ ‘αυτόν τον παράγοντα αναπτύσσοντάς τον αφού πρώτα αλλάξει την δική της νοοτροπία και εμπνεύσει τους πολίτες με το παράδειγμά της.
Παναγιώτης Φώτου