Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Μου έφερες λουλούδια. Για σένα, είπες. Έτσι, για να χαρώ μου είπες.
Τα λουλούδια φέρνουν χαρά. Αυτά τα λόγια είπες. Τί ωραία λόγια!
Όμορφα πολύ τα λόγια σου. Σαν τα λουλούδια. Κι εγώ τώρα τί να σου πω; Πώς να σου μιλήσω;
Δεν βρίσκω λόγια να σου πω, δεν έχω πως να σου μιλήσω γι αυτό θα σου πω μια ιστορία. Άλλον τρόπο δεν έχω για να σου μιλήσω.
Κάποτε τούτος ο κόσμος ήταν σκοτεινός και οι άνθρωποι σέρνονταν σαν τα σκουλήκια στο χώμα.
Τους λυπήθηκε ο Θεός, λυπήθηκε και τον εαυτό του να κυβερνά έναν άφεγγο κόσμο, κι έπλασε τον ήλιο. Όταν, όμως, κοίταξε την πλάση από ψηλά, ένιωσε μια τέτοια ζαλάδα που έκαμε μέρες να συνέλθει. Το φως είχε φανερώσει όλα τα μεγάλα και μικρά ψεγάδια, όλες τις ασχήμιες που έκρυβε μέχρι τότες η νύχτα. Σκέφτηκε να στολίσει τον κόσμο, να προσφέρει την ομορφιά στα πλάσματά του, κι έφτιαξε τα λουλούδια.
Τούτη την ιστορία την είχε κάμει τραγουδάκι ένας τυφλός στη γειτονιά μου, ένας παραμυθάς που, όταν ήμασταν παιδιά, μας μάζευε κάθε βράδυ στις αυλές, διηγιόταν παράξενα πράγματα, τραγουδούσε και τον φίλευαν οι νοικοκυρές. Έτσι ζούσε. Πάντα τέλειωνε τη παράστασή του με αυτό το τραγούδι. Κι είχε μια φωνή λεπτή, λυπητερή, λες και θρηνούσε. Κόμπιαζε κιόλας. Μια φορά μάλιστα, κάθισε σε μια γωνιά κι έκλαιγε με λυγμούς, γιατί εκείνον τον είχε ξεχάσει ο Θεός στον παλιό τον κόσμο, τον σκοτεινό. Μπορούσε μόνο να ψηλαφήσει το φως, ήξερε να χαϊδεύει τα λουλούδια, να τα μυρίζεται, αλλά δεν μπορούσε να δει την ομορφιά τους. Χειροκροτούσαν όλες οι γειτόνισσες εκτός από μία.
Τη μητέρα μου.
Τον αποκαλούσε βλάσφημο, γιατί εκείνη έλεγε πως μελετούσε τις γραφές και πίστευε πως δεν ήταν σωστό να ανατρέπει κανείς την τάξη του κόσμου. Πρώτα είχε πλάσει ο Θεός το φως και μετά τον άνθρωπο.
Και τώρα, τώρα που μου λες για τα λουλούδια, θυμήθηκα την ιστορία του τυφλού και σεκλετίστηκα.
Αναρωτιέμαι, αναρωτιέμαι αν ο Θεός πήρε πίσω το φως και κυβερνά πάλι έναν κόσμο σκοτεινό ή αν πήρε πίσω την ομορφιά και κυβερνά έναν άσκημο κόσμο.
Για να δεις τα χρώματα χρειάζεται φως.
Και φως, δεν υπάρχει.
Τότε, εκείνος, μου έδειξε τον ήλιο.
Μα πώς; μου είπε…δεν βλέπεις;
Να ήταν αφηρημένος;
Να μην άκουγε τί του έλεγα;
Εκείνη ξαναγύρισε στο σήμερα. Στο σήμερα το τότε όμως, στο χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα, με τους Γερμανούς κατακτητές να δολοφονούν, να σφαγιάζουν, φυλετικά κατώτερους ή ανεπιθύμητους, Εβραίους, Έλληνες, Σοβιετικούς στρατιώτες και αιχμαλώτους πολίτες στις κατεχόμενες περιοχές, Πολωνούς Εβραίους και μη, Σλάβους, διανοητικά ασθενείς ή σωματικά ανάπηρους, ομοφυλόφιλους, μάρτυρες του Ιεχωβά, κομμουνιστές και άλλους πολιτικούς αντιφρονούντες, συνδικαλιστές, καλλιτέχνες και….και….και….
Εκείνη γύρισε στο τότε σήμερα, και τώρα εγώ που γράφω, στο τώρα σήμερα.
Κι αναρωτιέμαι και εγώ, αναρωτιέμαι, αν ο Θεός πήρε πίσω το φως και κυβερνά πάλι έναν κόσμο σκοτεινό ή αν πήρε πίσω την ομορφιά και κυβερνά έναν άσκημο κόσμο.
Τα ίδια πάλι….
Με ανθρώπους αδύναμους, κατώτερους, φτωχούς. Και με τους άλλους, αυτούς που κυβερνούν και που έχουν κοντά τα μάτια τους…
Αναρωτιέμαι λέω, αναρωτιέμαι αν η τάξη του Θεού είναι αυτή που πρέπει ή αυτή που θέλουν οι λίγοι, οι εκλεκτοί….
Αύγουστος ακόμα….
*****
Την ιστορία του τυφλού, τη δανείστηκα από το ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου Ψυλλάκη:
“Και οι θάλασσες σωπαίνουν”.