Dark Mode Light Mode

Ένας εμφύλιος πόλεμος κάθε άλλο παρά κρυμμένος

24 Ιανουαρίου 2024

Pierre Dardot, Haud Guéguen, Christian Laval, Pierre Sauvêtre, La scelta della guerra civile. Un’altra storia del neoliberalismo, Η επιλογή του εμφυλίου πολέμου. Μια άλλη ιστορία του νεοφιλελευθερισμού, Meltemi Editore, Milano 2023, σελ. 314, 20 euro

Για όσους, όπως εγώ, έγραψαν μια σειρά άρθρων και επιμελήθηκαν μια συλλογή δοκιμίων για τον σημερινό εμφύλιο πόλεμο που εξαπέλυσε το κεφάλαιο εναντίον των πολιτών των λιγότερο εύπορων και μεσαίων στρωμάτων, είναι πραγματικά μια ενδιαφέρουσα έκπληξη η δημοσίευση στην Ιταλία της συλλογής δοκιμίων των Pierre Dardot (ερευνητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού Nanterre), Haud Guéguen (καθηγητή Φιλοσοφίας στο εθνικό Ωδείο των τεχνών και των επαγγελμάτων στο Παρίσι), Christian Laval (ομότιμου καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Paris Nanterre) και Pierre Sauvêtre (καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού Nanterre) για το ίδιο θέμα και, ακόμη περισσότερο, η ανακάλυψη ότι η αρχική έκδοση του The Choice of Civil War-La scelta della guerra civile κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2021. Την ίδια χρονιά, μάλιστα, στην οποία ο εκδότης αυτών των σημειώσεων επέβλεψε τη δημοσίευση του παγκοσμίου εμφυλίου Πολέμου για τον εκδότη Il Galeone της Ρώμης, γράφει ο Sandro Moiso.

Οι ομοιότητες, ωστόσο, δεν σταματούν μόνο στους τίτλους ή την ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης, καθώς, και στις δύο περιπτώσεις, στο επίκεντρο της ανάλυσης βρίσκονται οι οικονομικές και κατασταλτικές, αλλά και πολιτικές στρατηγικές που εφαρμόζονται κυρίως σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου από τις διάφορες νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις οι οποίες εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση των κρατών που λαμβάνονται υπόψη. Όπως αναφέρεται στον Πρόλογο του κειμένου που εξετάζεται εδώ:

Αυτή η εργασία αποτελεί μέρος του συλλογικού προβληματισμού της Ομάδας μελέτης για τον νεοφιλελευθερισμό και τις εναλλακτικές του (GENA). Αυτή η ομάδα, που δημιουργήθηκε το φθινόπωρο του 2018, είναι διεπιστημονική και διεθνής.

Ειδικότερα, έλαβε ως αντικείμενο την παρατήρηση και την ανάλυση των μεταμορφώσεων του νεοφιλελευθερισμού, θεωρώντας τον από την οπτική γωνία των στρατηγικών του παραλλαγών […] καθώς και τη μεγάλης κλίμακας διάχυση εθνικιστικών, αυταρχικών και ρατσιστικών μοντέλων διακυβέρνησης. υπήρξε η αφετηρία της συλλογικής μας εργασίας για τον ρόλο της βίας και τη διάσταση του εμφυλίου πολέμου στην ιστορία του νεοφιλελευθερισμού1.

Από την άλλη, πώς θα μπορούσε να συμβεί, όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία της τελευταίας έκθεσης της Oxfam, ότι από το 2020 έως τον περασμένο νοέμβριο, οι 5 πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο (Έλον Μασκ, Μπερνάρντ Αρνό, Τζεφ Μπέζος, Λάρι Έλισον και Γουόρεν Μπάφετ-Elon Musk, Bernard Arnault, Jeff Bezos, Larry Ellison e Warren Buffett) έχουν υπερδιπλασιάσει την περιουσία τους (+114%), από 405 σε 869 δισεκατομμύρια δολάρια με έναν ρυθμό 14 εκατομμυρίων την ώρα, ενώ τα 5 δισεκατομμύρια φτωχότεροι άνθρωποι στον πλανήτη έχουν δει την κατάστασή τους να παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη ή να χειροτερεύει (-0,2 %), αν όχι μέσω του ολοένα και πιο βίαιου εξαναγκασμού που ασκείται εναντίον των τελευταίων, τόσο με όρους απόσπασης επί πλέον εργασίας μέσω της εντατικοποίησης της ατομικής και συλλογικής εκμετάλλευσης όσο και της άρνησης των ελάχιστων υπηρεσιών που απαιτούνται για τη διαχείριση μιας ζωής αντάξιας αυτού του ονόματος;

Αυτά τα στοιχεία, που επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις του Μαρξ που αντιθέτως χλεύασαν περισσότερο οι εκπρόσωποι της θεσμικής «οικονομικής επιστήμης», δηλαδή εκείνα για την αυξανόμενη φτωχοποίηση του πληθυσμού κατά την καπιταλιστική ανάπτυξη, δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να μας θυμίζουν ότι εδώ και χρόνια, ή ίσως από πάντα, όχι μόνο οι πλουσιότεροι άνθρωποι (ένα σχετικό γεγονός σε κάθε περίπτωση) αλλά ολόκληρο το σύστημα ιδιωτικής ιδιοποίησης του συλλογικά παραγόμενου πλούτου, δεν βασίζεται σε τίποτα άλλο παρά επάνω σε έναν συνεχή πόλεμο που διεξάγεται ενάντια στις λιγότερο εύπορες τάξεις από αυτούς που κατέχουν, ειδικά στο Βόρειο τμήμα της κόσμο (όπως εξακολουθούν να αποκαλύπτουν τα ονόματα των πέντε πλουσιότερων ανθρώπων), μεγάλο μέρος του πλούτου και της «πραγματικής» πολιτικής εξουσίας-δύναμης, που σίγουρα δεν επισημοποιούνται μόνο στους δημοκρατικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς ή παρόμοια πράγματα. Ειδικά με αφετηρία τον πολιτικό και ιδεολογικό θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού, όπως αναφέρεται και πάλι στην εισαγωγή του ίδιου κειμένου.

Από τις απαρχές του ο νεοφιλελευθερισμός κινείται από μια ουσιαστικά θεμελιώδη επιλογή, την επιλογή του εμφυλίου πολέμου. Αυτή η επιλογή συνεχίζει και σήμερα, άμεσα ή έμμεσα, να υπαγορεύει νεοφιλελεύθερους προσανατολισμούς και πολιτικές, ακόμη και όταν αυτές δεν συνεπάγονται τη χρήση στρατιωτικών μέσων.

Αυτή είναι η θέση που υποστηρίζεται από τη μια άκρη του βιβλίου στην άλλη: μέσω της ολοένα και πιο έκδηλης προσφυγής στην καταστολή και τη βία κατά των κοινωνιών, αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος […] Υιοθετώντας αυτή την άποψη, μαθαίνουμε ότι η πολιτική μπορεί τέλεια να κάνει δική της την πιο βάναυση χρήση της βίας και ότι ο εμφύλιος πόλεμος μπορεί να διεξαχθεί μέσω του δικαίου και του νόμου2.

Όπως αναφέρει ακόμη η έκθεση της Oxfam, μεταξύ Ιουλίου 2022 και Ιουνίου 2023, για κάθε 100 δολάρια κέρδους που παρήγαγαν 96 από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου, 82 κατέληγαν στις τσέπες των μετόχων με τη μορφή μερισμάτων ή πράξεων επαναγοράς (buyback) αντί να επανεπενδύονται στην ανάπτυξη των εταιρειών, προκαλώντας έτσι ένα είδος ασφυκτικής οικονομικής σπείρας όπου ο πλούτος συσσωρεύεται στον εαυτό του χωρίς να παράγει κανένα άλλο όφελος εκτός από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και του νομισματικού κεφαλαίου που ήδη κατέχουν οι ίδιοι.

Μια συσσώρευση πλούτου χωρίς άλλη προοπτική εκτός από την ατέλειωτη επανάληψη του ίδιου κύκλου, ακόμη και με τίμημα πολέμων που διεξάγονται εσωτερικά εναντίον των ίδιων πληθυσμών, ακόμη και στον Βορρά του κόσμου, ή εναντίον οποιουδήποτε άλλου πιθανού εθνικού, διεθνούς, κρατικού ανταγωνιστή-competitor ή ιδιώτη.

Ακριβώς για αυτόν τον λόγο αξίζει να θυμόμαστε ότι το 74,2% του πλούτου των παγκόσμιων δισεκατομμυριούχων συγκεντρώνεται στον παγκόσμιο Βορρά και ότι το 65% αυτών εξακολουθεί να συγκεντρώνεται στην ίδια γεωοικονομική περιοχή.

Ενώ το 69,3% του παγκόσμιου πλούτου εξακολουθεί να συγκεντρώνεται στον Βορρά, όπου ωστόσο κατοικεί μόνο το 20,6% του παγκόσμιου πληθυσμού. Δεν είναι τυχαίο, ίσως, ότι ακριβώς σε ένα μέρος του κόσμου που δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρως ότι ανήκει στον Βορρά, τη Χιλή, το 2019, αρχίζει μια τρομερή και ανελέητη καταστολή των κινημάτων που αρχικά γεννήθηκαν για να αμφισβητήσουν την αύξηση του κόστους των εισιτηρίων για το μετρό του Σαντιάγο.

Στις 20 Οκτωβρίου 2019, δύο ημέρες μετά την έναρξη των ταραχών στο μετρό του Σαντιάγο λόγω της αύξησης των τιμών των εισιτηρίων, ο πρόεδρος της Χιλής Sebastián Piñera δεν δίστασε να κηρύξει Κατάσταση πολέμου με αυτούς τους όρους: «Είμαστε σε πόλεμο με έναν ισχυρό, αδυσώπητο εχθρό, που δεν σέβεται τίποτα και κανέναν και είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει βία και παραβατικότητα χωρίς όρια».

Για τους Χιλιανούς που τον ακούν, αυτή η χρήση του όρου «πόλεμος» δεν έχει τίποτα μεταφορικό: ο στρατός έχει το καθήκον να επιβάλλει την τάξη και τα τεθωρακισμένα οχήματα επανεμφανίζονται στους δρόμους του Σαντιάγο, φέρνοντας τους ηλικιωμένους σε δυσάρεστες αναμνήσεις, αυτές του Augusto Pinochet και του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 11ης Σεπτεμβρίου 1973.

Τις επόμενες εβδομάδες, οι Carabineros θα αναλάβουν το καθήκον να δώσουν στη λέξη «πόλεμος» μια πολύ ακριβή έννοια, αυτή της βίαιης εξαπόλυσης του Κράτους εναντίον απλών πολιτών (βιασμοί σε αστυνομικά τμήματα, αυτοκίνητα της αστυνομίας που πετάχτηκαν επάνω σε διαδηλωτές για να τους συνθλίψουν, εκατοντάδες διαδηλωτές τραυματίστηκαν στα μάτια ή έχασαν την όρασή τους λόγω της χρήσης σφαιρών που περιείχαν μόλυβδο κ.λπ.).

Ποιο ήταν όμως το πρόσωπο του «ισχυρού και επικίνδυνου εχθρού» που όρισε ο Πινιέρα; Στις 18 Οκτωβρίου 2019, το κίνημα γνωστό ως “Risveglio d’ottobre, Ξύπνημα του Οκτωβρίου” κάνει το ντεμπούτο του.

Σε λίγες μέρες, αυτό το οριζόντιο κίνημα, χωρίς ηγέτες ή πολιτικούς αρχηγούς, ανέλαβε τη διάσταση μιας αληθινής λαϊκής επανάστασης, πρωτοφανούς σε διάρκεια και ένταση. Είναι όλη η πολυμορφία της κοινωνίας που ξεσπά θορυβωδώς στον δημόσιο χώρο.

Είναι σημαντικό ότι στις διαδηλώσεις αναμίχθηκαν φεμινιστικά πανό και σημαίες των Μαπούτσε. Οι χιλιανές γυναίκες συντρίφτηκαν από μια οικογενειοκρατία που απαιτούσε ολοένα και περισσότερες θυσίες από αυτές, οι Μαπούτσε ήταν θύματα ενός «εσωτερικού αυταρχικού αποικισμού».

Χωρίς αμφιβολία, ο πόλεμος που κήρυξε ο Πινιέρα είναι ένας εμφύλιος πόλεμος, ένας πόλεμος που απαιτεί τη λεκτική και στρατηγική κατασκευή της φιγούρας του «εσωτερικού εχθρού». Προκύπτει από την επιλογή της νεοφιλελεύθερης ολιγαρχίας να πολεμήσει ένα μαζικό κίνημα πολιτών που απειλούν άμεσα την κυριαρχία της. Ένα πανταχού παρόν γκράφιτι στους τοίχους το δείχνει: «Όπου γεννιέται ο φιλελευθερισμός, ο φιλελευθερισμός θα πεθάνει”3.

Το τελευταίο είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό σύνθημα, αφού ακριβώς στη Χιλή, αρχής γενομένης από το προαναφερθέν πραξικόπημα του Πινοσέτ και των στρατηγών του, η οικονομική σχολή των Chicago Boys του Milton Friedman, προδρόμου του νεοφιλελευθερισμού, μπόρεσε να πειραματιστεί και να ασκήσει σε πλήρη ελευθερία τις δικές της θεωρίες και πρακτικές αναδιανομής του πλούτου αποκλειστικά προς τα επάνω4.

Εν ολίγοις, ήταν ένα πραξικόπημα, μια αυθεντική κήρυξη και πρακτική πολέμου κατά της κοινωνίας, ο οποίος οδήγησε σε αυτούς τους οικονομικούς νόμους που σήμερα δικαιολογούν όλες τις επιλογές του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.

Κατά την περίοδο που εξετάζεται από την τελευταία έκθεση της Oxfam: Για σχεδόν 800 εκατομμύρια εργαζομένους που απασχολούνται σε 52 χώρες, οι μισθοί δεν συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό και αντίθετα ο μισθός έχει υποχωρήσει σε πραγματικούς όρους κατά 1.500 δισεκατομμύρια δολάρια τη διετία 2021-2022, απώλεια που ισοδυναμεί με ένα μηνιαίο μισθό για κάθε εργαζόμενο. […]

Φυσικά αυτό ισχύει και για την Ιταλία, όπου από το 2000 έως σήμερα, τα μερίδια του καθαρού εθνικού πλούτου που κατείχαν το πλουσιότερο 10% και το φτωχότερο μισό του ιταλικού πληθυσμού παρουσίασαν αποκλίνουσα τάση.

Το μερίδιο του πλούτου που κατείχε το κορυφαίο 10% αυξήθηκε κατά 3,8 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 2000-2022, ενώ το μερίδιο του φτωχότερου μισού παρουσίασε πτωτική τάση, μειώνοντας την ίδια περίοδο κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες5.

Έτσι, ενώ μια αντιπολίτευση που μοιάζει με οπερέτα, ειδικά στην Όμορφη Χώρα, ανησυχεί με τα χέρια ψηλά κατά τη διάρκεια φολκλοριστικών και όχι πολιτικών διαδηλώσεων ή να υψώνει συναισθηματικές κραυγές στα θέατρα για την υπεράσπιση της «αντιφασιστικής δημοκρατίας», ο πραγματικός εμφύλιος πόλεμος που κήρυξε το Κεφάλαιο και οι αξιωματούχοι και οι κερδοσκόποι του κατά των εργαζομένων, των ανέργων, των γυναικών, των μεταναστών και των εξαθλιωμένων μεσαίων στρωμάτων συνεχίζει να αναπτύσσεται μπροστά στα μάτια όλων, ακόμη και στην καρδιά αυτού που μέχρι τώρα οριζόταν ως ο «Βορράς» του κόσμου.

Το φάντασμα του εμφυλίου πολέμου δεν εκτυλίχθηκε ποτέ περισσότερο από όσο τις τελευταίες εβδομάδες της αμερικανικής προεκλογικής εκστρατείας, καθώς σημειώθηκαν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ υπερασπιστών της λευκής ανωτερότητας και αντιρατσιστών διαδηλωτών στο Πόρτλαντ ή στο Όκλαντ.

Ο αρθρογράφος Thomas Friedman δεν δίστασε τότε να δηλώσει στο CNN ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν στις παραμονές ενός δεύτερου εμφυλίου πολέμου. […] Το θέαμα της επιδρομής της 6ης ιανουαρίου 2021 στην Ουάσιγκτον αποκάλυψε ένα κίνημα ριζωμένο στα βάθη της αμερικανικής κοινωνίας.

Όλη αυτή η βία δεν αποκαλύπτει έναν κλασικό εμφύλιο πόλεμο στον οποίο δύο στρατοί αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον, όπως κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, αλλά μια βαθιά και διαρκή διαίρεση μεταξύ δύο μερών της κοινωνίας, κρυμμένη για πολύ καιρό από το παραμορφωτικό πρίσμα της εκλογικής αντίθεσης μεταξύ των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών, και η οποία σήμερα παρουσιάζεται ως μια μοναδική-έξω από τα κοινά μορφή εμφυλίου πολέμου.

Είναι πολύ εύκολο να δούμε τον Τραμπ ως έναν σχεδιαστή που θα δημιουργούσε αυτόν τον διχασμό μέσα σε μια προηγούμενα ειρηνική κοινωνία. Αυτό που μπόρεσε να κάνει ο Τραμπ ήταν να επανεπενδύσει σε πολύ αρχαίους φυλετικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς διαχωρισμούς, για να τους χρησιμοποιήσει καλύτερα προς όφελός του, αναζωογονώντας ιδιαίτερα το νότιο φαντασιακό της δουλείας και του ρατσισμού. […]

Αλλά το πιο σημαντικό για το μέλλον είναι αναμφίβολα ότι ο Τραμπ κατάφερε να κρατήσει ενωμένα ολόκληρα τμήματα του πληθυσμού, αυξάνοντας επίσης σημαντικά τον αριθμό των ψήφων υπέρ του μεταξύ 2016 και 2020 (από 63 εκατομμύρια σε 73 εκατομμύρια το 2020).

Αυτή η πόλωση κατέστη δυνατή μόνο από μια αντιπαράθεση αξιών, εκείνων της ελευθερίας και της ισότητας ή της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης […] Είναι στην πραγματικότητα αυτή η αντίθεση που έδωσε νόημα στο μίσος ή τη δυσαρέσκεια που νιώθουν οι περισσότεροι από αυτούς τους ψηφοφόρους.

Όπως λέει η Γουέντι Μπράουν-Wendy Brown, το μεγαλύτερο επίτευγμα των ρεπουμπλικανών σε αυτές τις εκλογές ήταν να «ταυτίσουν τον Τραμπ με την ελευθερία»: «Ελευθερία να αντιστέκεσαι στα πρωτόκολλα κατά του Covid, όταν μειώνουν τους φόρους στους πλούσιους, όταν επεκτείνουν τη δύναμη και τα δικαιώματα των εταιρειών, όταν να προσπαθούν να καταστρέψουν ό,τι απομένει από ένα ρυθμιστικό και κοινωνικό Κράτος”6.

Όμως, όπως αναφέρεται και πάλι στο ίδιο κείμενο:

Δεν μπορούμε να αποδώσουμε το μονοπώλιο της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής στην ακροδεξιά. Η λεγόμενη «κυβερνητική» αριστερά […] διεξάγει τον ίδιο πόλεμο από τη δεκαετία του 1980, σίγουρα με πιο διφορούμενο τρόπο, αλλά πάντα με τρομερές επιπτώσεις στην ισορροπία δυνάμεων και στις πιθανές εναλλακτικές λύσεις.

Όχι μόνο δεν υπερασπίστηκε τις εργατικές τάξεις και τις δημόσιες υπηρεσίες, αλλά τις φτωχοποίησε και αποδυνάμωσε στο όνομα του «ρεαλισμού», δηλαδή στο όνομα των περιορισμών της παγκοσμιοποίησης ή των ευρωπαϊκών συνθηκών, κατά περίπτωση.

Η άνοδος του εθνικιστικού νεοφιλελευθερισμού της ριζοσπαστικής δεξιάς δεν θα μπορούσε να συλλάβει τη δυσαρέσκεια των λαϊκών τάξεων χωρίς αυτή την ενεργό συμμετοχή της «αριστεράς» στη νεοφιλελεύθερη επίθεση7.

Κυβέρνηση της αριστεράς, η οποία, καλυπτόμενη πάντα πίσω από την πολιτική ορθότητα-politically correct, σε μια προσπάθεια να αποστασιοποιηθεί από τις δικές της πολιτικές και διοικητικές ευθύνες στο πλαίσιο της κρατικής δράσης που εφαρμόζουν κυβερνήσεις που είναι μόνο φαινομενικά διαφορετικές σε ιδεολογικό προσανατολισμό, προσπάθησε επανειλημμένα να υπογραμμίσει πώς:

Η ανάδυση μιας αυταρχικής, εθνικιστικής, λαϊκιστικής και ρατσιστικής δεξιάς αντιστοιχεί σε μια «τερατώδη» εξέλιξη, σε μια «φραγκενσταϊνική δημιουργία» του αρχικού νεοφιλελευθερισμού – εκείνου του Φρίντριχ φον Χάγιεκ, του Μίλτον Φρίντμαν-di Friedrich von Hayek, Milton Friedman ή των γερμανών ορδοφιλελεύθερων, που επικεντρωνόταν στην υπεράσπιση της ελεύθερης αγοράς και της παραδοσιακής ηθικής. […]

Για άλλους πάλι, η σημερινή αναβίωση της «αυταρχικής» εκδοχής του νεοφιλελευθερισμού που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1930 θα ήταν «η έκφραση της πολιτικής του αποδυνάμωσης», της «κρίσης της προηγμένης ηγεμονίας» του.

Σε κάθε περίπτωση, ο νεοφιλελευθερισμός, θεωρούμενος ξεκινώντας από τις σύγχρονες μορφές του, θα υφίστατο μια στρέβλωση ή έναν εκφυλισμό […] Ωστόσο, εάν προσεγγιζόταν στη στρατηγική του διάσταση, ο νεοφιλελευθερισμός φαίνεται να εμπλέκεται πάντα σε ένα σύνολο σχέσεων (σύνθεσης ή συμμαχίας, αλλά και ανταγωνισμού) με άλλους πολιτικούς ορθολογισμούς, όντας ως εκ τούτου εξαρχής αντιμέτωπος με την υποχρέωση να σχεδιάσει τους εχθρούς και να προβληματιστεί για τις μεθόδους δράσης που θα μπορούσαν να εγγυηθούν την αποτελεσματικότητα της επίθεσης.

Η αναγνώριση αυτής της στρατηγικής διάστασης του νεοφιλελευθερισμού συνεπάγεται την εκ νέου πρόταση του ζητήματος των ιστορικών του προελεύσεων, για να δείξουμε πόσο κεντρικός ήταν ο ρόλος της στρατηγικής από την αρχή.8.

Και είναι ακριβώς αυτή η ιστορική διερεύνηση των μορφών και των στρατηγικών του νεοφιλελευθερισμού που αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και πειστικά μέρη του κειμένου, το οποίο, στο σύνολό του, χωρίζεται σε δώδεκα κεφάλαια, το καθένα με σκοπό να εμβαθύνει σε διαφορετικές πτυχές της δράσης και ιστορίας του νεοφιλελευθερισμού.

Ξεκινά από τη Χιλή, σε ένα κεφάλαιο με σημαντικό τίτλο Χιλή, η πρώτη φιλελεύθερη αντεπανάσταση (σελ. 29-54) και στη συνέχεια συνεχίζει με τη φιλελεύθερη Δημοφοβία (σελ. 55-71), την Απολογία του ισχυρού Κράτους (σελ. 73 -95 ), Πολιτική συγκρότηση και συνταγματισμός της αγοράς (σελ. 97-117), Ο νεοφιλελευθερισμός και οι εχθροί του (σελ. 119-141), Νεοφιλελεύθερες στρατηγικές της κοινωνικής εξέλιξης (σελ. 143-167), Η ψευδής εναλλακτική μεταξύ παγκοσμιοποιητών και εθνικιστών (σελ. 169-189), Ο πόλεμος των αξιών και ο διχασμός του «λαού» (σελ. 191-211), Στο εργατικό μέτωπο (σελ. 213-229), Κυβερνώντας «εναντίον» των πληθυσμών (σελ. 231- 247), Το δίκαιο ως νεοφιλελεύθερη πολεμική μηχανή (σελ. 249-266) και Νεοφιλελευθερισμός και αυταρχισμός (σελ. 267-294).

Η συλλογή των δοκιμίων, όλα αυστηρά και διαδοχικά συνδεδεμένα μεταξύ τους, αποτελεί έτσι ένα τέλειο πολιτικό εγχειρίδιο για την ανάλυση του νεοφιλελευθερισμού, της τελευταίας και πιο πρόσφατης κυριαρχίας του κεφαλαίου επί της κοινωνίας και ολόκληρου του κόσμου, δίδοντας ζωή, ταυτόχρονα, σε μια αυθεντική ιστορικοπολιτική εγκυκλοπαίδεια με θέμα τον εμφύλιο πόλεμο ως φυσιολογική κατάσταση ύπαρξης της κοινωνικής τάξης που υπαγορεύει ο σημερινός τρόπος παραγωγής.

Σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζεται ο λόγος της εξουσίας, ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι αυτό που τον απειλεί απ’ έξω: τον κατοικεί, τον διέρχεται και τον υπονοεί, διότι «το να ασκείς την εξουσία είναι κατά κάποιον τρόπο να κάνεις τον εμφύλιο πόλεμο».

Με αυτόν τον τρόπο, ο εμφύλιος πόλεμος λειτουργεί ως «μια μήτρα μέσα στην οποία τα στοιχεία της εξουσίας λειτουργούν, επανενεργοποιούνται, διαχωρίζονται». Είναι με αυτή την έννοια που μπορεί να υποστηριχθεί ότι, μακράν από το να βάζει τέλος στον πόλεμο, «η πολιτική είναι η συνέχεια του εμφυλίου πολέμου” 9.

[…] Στους αντίποδες μιας πολιτικής κρατικής προστασίας των κοινωνικών κινδύνων από το Κράτος, το νεοφιλελεύθερο Κράτος στοχεύει να οικοδομήσει την αγορά και να την προστατεύσει από τις απειλές ρύθμισης και ελέγχου από ένα καταχρηστικό Κράτος.

Αλλά για να εκπληρώσει αυτή την αποστολή, το Κράτος πρέπει να παραμένει διαρκώς επί ποδός πολέμου με σκοπό να αποτρέπει την ανάμειξη της δημοκρατίας στην οικονομία. Εάν μπορέσαμε να δείξουμε την «κονστρουκτιβιστική» φύση ενός νεοφιλελευθερισμού που διαμορφώνει μια ανταγωνιστική οικονομική τάξη, είναι συνεπώς απαραίτητο να δώσουμε προβάλουμε πλήρως τις στρατηγικές εμφυλίου πολέμου που διεξάγουν οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις ενάντια σε οτιδήποτε απειλεί την «ελεύθερη κοινωνία»: κυβερνήσεις και σοσιαλιστικά κόμματα, συνδικάτα και κοινωνικά κινήματα που αγωνίζονται για οικονομικά, οικολογικά, φεμινιστικά ή πολιτιστικά αιτήματα-διεκδικήσεις.

Ένας πόλεμος που ουσιαστικά αναλαμβάνει δύο μορφές: την εγκαθίδρυση ενός ισχυρού Κράτους και την καταστολή όλων των κοινωνικών δυνάμεων και των κινημάτων που αντιτίθενται σε αυτό το εγχείρημα.

Το να βλέπουμε μια «ασάφεια», μια «αποτυχία» ή ένα «σημάδι κρίσης» στο γεγονός ότι η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση μπορεί ταυτόχρονα να καταφύγει σε συνταγματικές μορφές και άμεσες μορφές κρατικής καταστολής σημαίνει, επομένως, ότι χάνεται ακριβώς αυτό που κάνει η στρατηγική συνοχή του νεοφιλελευθερισμού, αφού κατανοεί πλήρως την ιδέα της αναγκαιότητας, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, να καταφύγει στη βία.

Ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η νεοφιλελεύθερη βία δεν είναι βία φασιστικού τύπου, η οποία θα ασκούνταν εναντίον μιας κοινότητας που χαρακτηρίζεται ως ξένη προς το σώμα του έθνους, μα, αν και μπορεί να κινητοποιήσει τα αποτελέσματα-τις συνέπειες μιας τέτοιας κοινότητας, χαρακτηρίζεται πρωτίστως από τη συντηρητική βία της τάξης της αγοράς, που στρέφεται κατά της δημοκρατίας και της κοινωνίας.

Οι νεοφιλελεύθεροι έχουν την πεποίθηση ότι αυτό που διακυβεύεται στην τάξη της αγοράς, πολύ περισσότερο από μια επιλογή οικονομικής πολιτικής, είναι ένας ολόκληρος πολιτισμός, βασισμένος κυρίως στην ατομική ελευθερία και ευθύνη του πολίτη-καταναλωτή.

Και είναι επειδή η «ελεύθερη κοινωνία» στηρίζεται επάνω σε ένα τέτοιο θεμέλιο όπου το Κράτος, με όλα τα προνόμιά του, συνεχίζει να διατηρεί βασικό ρόλο, και μάλιστα έχει το καθήκον να χρησιμοποιεί τα πιο βίαια και πιο αντίθετα προς τα ανθρώπινα δικαιώματα μέσα, εάν η κατάσταση το απαιτεί 10.

Κλείνοντας, αφήνοντας στον αναγνώστη τη χαρά να βρει στο κείμενο χίλιες άλλες ιδέες για προβληματισμό σχετικά με την «εκπολιτιστική» δράση και την υποκίνηση εσωτερικών και εξωτερικών πολέμων από τον νεοφιλελευθερισμό, αξίζει να επιστρέψουμε σε μια άλλη σκέψη, που περιέχεται στο ίδιο, κατάλληλη για να συνοψίσουμε το νόημα του πολέμου που διεξήγαγε ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και οι κοινωνικές, πολιτικές και κατασταλτικές συνέπειές του.

Πρώτα απ’ όλα, αυτοί οι πόλεμοι, που διεξάγονται με πρωτοβουλία της ολιγαρχίας, είναι πόλεμοι «ολοκληρωτικοί»: κοινωνικοί, καθώς αποσκοπούν στην αποδυνάμωση των κοινωνικών δικαιωμάτων των πληθυσμών.

Εθνοτικοί, καθώς επιδιώκουν να αποκλείσουν τους αλλοδαπούς από κάθε μορφή ιθαγένειας, ιδίως περιορίζοντας όλο και περισσότερο το δικαίωμα στο άσυλο· πολιτικοί και νομικοί, καθώς χρησιμοποιούν τα μέσα του νόμου για να καταστείλουν και να ποινικοποιήσουν κάθε αντίσταση και διαμαρτυρία· πολιτιστικοί και ηθικοί, καθώς επιτίθενται στα ατομικά δικαιώματα στο όνομα της πιο συντηρητικής υπεράσπισης μιας ηθικής τάξης, αναφερόμενης συχνά στις χριστιανικές αξίες.

Δεύτερον, σε αυτούς τους πολέμους οι στρατηγικές διαφοροποιούνται, υποστηρίζουν και τροφοδοτούν η μία την άλλη, αλλά δεν γεννούν μια ενιαία παγκόσμια στρατηγική της οποίας οι εθνικές ή τοπικές στρατηγικές θα ήταν μόνο ιδιαιτερότητες-εξειδικεύσεις.

Τρίτον, δεν αντιτίθενται άμεσα σε μια αυτοκρατορικού τύπου «παγκόσμια τάξη», ακόμη και αν καθοδηγείται από μια ηγεμονική δύναμη, σε πληθυσμούς που συλλαμβάνονται εν μπλοκ, όπως δεν αντιτίθενται σε δύο πολιτικά καθεστώτα ή δύο οικονομικά συστήματα μεταξύ τους.

Αυτοί αντιπαραθέτουν ολιγαρχίες συνασπισμένες εναντίον ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού, με την ενεργό υποστήριξη άλλων τμημάτων του πληθυσμού. Αλλά αυτή η υποστήριξη δεν δίδεται ποτέ εκ των προτέρων. πρέπει να αποκτάται κάθε φορά, αξιοποιώντας-εργαλειοποιώντας τις υπάρχουσες διαιρέσεις, ιδιαίτερα τις πιο αρχαϊκές.

Έτσι αυτές οι στρατηγικές ακυρώνουν κάθε δυϊστικό σχήμα. Οι εμφύλιοι πόλεμοι του νεοφιλελευθερισμού είναι ακριβώς εμφύλιοι, δεδομένου ότι δεν φέρνουν αντιμέτωπους το «1%» με το «99%», σύμφωνα με ένα σύνθημα τόσο διάσημο όσο και παραπλανητικό, αλλά φέρνουν σε ένταση και επομένως συγκεντρώνουν διαφορετικούς τύπους ομαδοποιήσεων, κατά μήκος γραμμών διάσπασης πολύ πιο περίπλοκων από αυτές του ανήκειν σε κοινωνικές τάξεις: τις συνασπισμένες ολιγαρχίες, που υπερασπίζονται τη νεοφιλελεύθερη τάξη με όλα τα μέσα του Κράτους (στρατιωτικά, πολιτικά, συμβολικά).

Τις μεσαίες τάξεις, που έχουν ενταχθεί στον «προοδευτικό» νεοφιλελευθερισμό και τον λόγο του για τα οφέλη του «εκσυγχρονισμού». ένα μέρος των λαϊκών και μεσαίων τάξεων, των οποίων η δυσαρέσκεια συλλαμβάνεται από τον αυταρχικό εθνικισμό.

Τέλος, ένας τελευταίος τύπος ομαδοποίησης, που σχηματίστηκε σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των κοινωνικών κινητοποιήσεων ενάντια στην ολιγαρχική επίθεση και που παραμένει συνδεδεμένος με μια εξισωτική και δημοκρατική αντίληψη της κοινωνίας (στην οποία συναντάμε ιδιαίτερα εθνοτικές, σεξουαλικές και γυναικείες μειονότητες)11.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος carmillaonline

  1. Prefazione a P. Dardot, H. Guéguen, C. Laval, P. Sauvêtre, La scelta della guerra civile. Un’altra storia del neoliberalismo, Meltemi Editore, Milano 2023, p. 9.
  2. Ibidem, pp. 11-12
  3. Ibidem, pp. 12-13
  4. anche: A. Peregalli, S. De Guio, Chile despertó.: storia e prospettive di un’insurrezione popolarein S. Moiso (a cura di), Guerra civile globale. Fratture sociali del terzo millennio, Il Galeeone Editore, Roma 2021, pp. 47-84.
  5. Solaini, L. Becchetti, In un mondo con sempre più miliardari la diseguaglianza si sta facendo esplosiva, “Avvenire”, 16 gennaio 2024.
  6. Dardot, H. Guéguen, C. Laval, P. Sauvêtre, op. cit., pp. 14-15.
  7. Ibidem, pp. 15-16.
  8. Ivi, pp. 20-21.
  9. Foucault, La société punitive. Cours au Collège de France. 1972-1973, EHESS/Seuil/Gallimard, coll. “Hautes études”, Paris 2013, p. 33; tr. it. di D. Borca, P.A. Rovatti, La società punitiva. Corso al Collège de France (1972-1973), Feltrinelli, Milano 2016, p. 45.
  10. Dardot, H. Guéguen, C. Laval, P. Sauvêtre, op. cit., pp. 16-23.
  11. Ivi, pp. 18-19.
Προηγούμενο άρθρο

«Σχεδιάζουν να εγκαταστήσουν ένα φωτοβολταϊκό σταθμό -τέρας σε έκταση 1460 στρεμμάτων!»

Επόμενο άρθρο

Πρώτο Βραβείο Ποίησης απέσπασε η ποιήτρια Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου από τη Θάσο