Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Προχωρούσε χαρούμενος στο δρόμο ο Νικηφόρος. Χορεύοντας προχωρούσε. Μια εδώ και μια εκεί πήγαινε. Σαν παραζαλισμένος από μεθύσι να ήταν και σαν απτάλικο χορό να χόρευε. Μόλις πριν λίγο είχε αρχίσει να χιονίζει και παράβγαινε με τις νιφάδες. Μπήκε στη κάβα και αγόρασε δύο φιάλες κόκκινο κρασί. Του έρωτα. Όταν βγήκε έξω το χιόνι είχε πυκνώσει. Χαμογελούσε. Στο πρόσωπό του έλαμπε εκείνο το ωραίο χαμόγελο. Εκείνο που άρεσε σ’ εκείνη. Λες και….. λες και τον έβλεπε. Ο έρωτάς του.
“Έλα”, του είχε πει.
Εκείνη. Είχαν τσακωθεί τις προάλλες, μα του είχε μηνύσει με τη συνάδελφό του τη Ρένα, να βρεθούν την Παρασκευή. Στις έξι. Στο σπίτι της.
Χτύπησε το κουδούνι.
Του άνοιξε….
Άκουσα την πόρτα του διαμερίσματος που μας είχε παραχωρήσει ο θείος του που ήταν μετανάστης στην Αμερική, να ανοίγει. Έστρεψα το κεφάλι μου και τον είδα. Ράκος. Χλωμός. Ερείπιο. Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Προχώρησε προς το καθιστικό και σωριάστηκε στην πολυθρόνα.
“Νικηφόρε…. “, ψέλλισα.
“Τί συμβαίνει Νικηφόρε; τί έγινε;”
“Έφυγε….χάθηκε, πάει”.
“Ποιός χάθηκε Νικηφόρε;”
“Έφυγε για πάντα από τη ζωή μου”.
Σηκώθηκε από τη πολυθρόνα έκανε δυο τρία βήματα, παραπάτησε, τον έπιασα από το μπράτσο και τον οδήγησα στον καναπέ. Τον ξάπλωσα και του έβαλα την Ινδική μαξιλάρα για προσκέφαλο.
“Νικηφόρε… σύνελθε Νικηφόρε”.
“Έφυγε σου λέω… χάθηκε”.
“Καλά ησύχασε τώρα και πες μου”.
“Εκείνη….έφυγε…με παράτησε”.
Τον ήξερα τον Νικηφόρο, τον είχα μάθει δυο χρόνια τώρα που συγκατοικούσαμε, πάντα έτσι αντιδρούσε όταν κάτι στράβωνε στα αισθηματικά του. Και στράβωνε συνέχεια.
Αυτά τα αισθηματικά του! Είχε μια περίεργη σχέση με τις γυναίκες. Διακατέχονταν από ένα φόβο απέναντι στο γυναικείο φύλο και λίγο καιρό μετά την απαρχή κάποιας σχέσης του, ο φόβος γίνονταν πάθος και ο φόβος μεταπηδούσε στη σύντροφό του. Το ήξερε και ο ίδιος αυτό μα να το κουμαντάρει δεν μπορούσε. Γι αυτό και δεν μπορούσε να στεριώσει γυναίκα. Τις ερωτεύονταν παθιασμένα όλες τις γυναίκες, κι αυτό τις τρόμαζε εκείνες. Ήταν το πάθος του, η ερωτική του εμμονή. Είναι περίεργα όντα οι γυναίκες. Το φοβούνται, το πολύ. Θέλουν τον έλεγχο.
Έκανε μέρες να συνέλθει. Δυο τρεις σχέσεις τους επόμενους μήνες όπως ήταν αναμενόμενο κατέληξαν στα ίδια.
Ύστερα, μια μέρα καλοκαιρινή, μετά από ένα τριήμερο που πήγε στη Πάργα, έφερε στο σπίτι την Όλγα.
“Αυτή”, μου είπε.
“Αυτή είναι. Η γυναίκα της ζωής μου. Ο έρωτάς μου”.
Εγώ χαμογέλασα κάπως ειρωνικά.
“Αφού σε ξέρω ρε φίλε”, του είπα.
“Είσαι μαλάκας”, μου αντιγύρισε.
Τον Σεπτέμβριο έφυγα από την πόλη. Διορίστηκα στην Κάρπαθο. Χαθήκαμε. Αλληλογραφούσαμε και κάπου κάπου μιλούσαμε και στο τηλέφωνο. Ήταν ακόμα με την Όλγα. “Μου βρήκε το κουμπί φίλε μου”. Έτσι μου έγραψε. Κάνα δυο χρόνια μετά ήρθε με το ταχυδρομείο ένας γυαλιστερός ανάγλυφος φάκελος. Παντρεύτηκε. Την Όλγα.
Ύστερα τα έφερε έτσι η ζωή που χαθήκαμε εντελώς. Από κάποιους κοινούς γνωστούς έμαθα πως του έκανε πρόσκληση ο θείος του και έφυγε στην Αμερική. Στη Γιούτα. Στο Σολτ Λέικ Σίτι. Μεγαλοδικηγόρος.
Πέρασαν χρόνια. Δεν είχα νέα του.
Χτύπησε το κινητό μου. Μια άγνωστη γυναικεία φωνή:
“Ο κύριος Παύλος;”
“Ο ίδιος”.
Τη συνάντησα στη Παναγιά την Καπνικαρέα. Καθόταν στο πεζούλι. Φορούσε ένα κόκκινο αεράτο φόρεμα. Σηκώθηκε σαν με είδε. Της είχα περιγράψει το παρουσιαστικό μου. Τα μάτια μου έπεσαν στα αγαλμάτινα πόδια της και παρέμειναν δυο τρία δευτερόλεπτα στα πολύχρωμα πανέμορφα πέδιλα της. Την κοίταξα. Όμορφη. Όμορφη πολύ. Δυο καταπράσινα μάτια στόλιζαν το πρόσωπό της. Ίδια. Ίδια ήταν τα μάτια της. Έφυγε πίσω ο νους μου. Μου έδωσε το χέρι της.
“Ράνια…. “, ψέλλισα.
“Ουρανία με βάφτισαν”.
“Τα μάτια σου… . ίδια… . ίδια του πατέρα σου”.
Βούρκωσε.
“Πάμε”, μου είπε.
Καθίσαμε σε ένα Καφέ λίγα μέτρα πιο πέρα και δώσαμε παραγγελία. Μείναμε για αρκετά δευτερόλεπτα αμίλητοι. Με κοίταζε. Τα έχασα. Ύστερα έβγαλε από το σακίδιο της ένα μεγάλο πορτοφόλι το άνοιξε κι έβγαλε μια φωτογραφία.
Έτεινε το χέρι της προς εμένα, έκανα να την πάρω μα την έσφιξε ανάμεσα στα δάχτυλά της.
“Δεν άλλαξες καθόλου”.
Χαμογέλασα. Σαράντα χρόνια.
Χαλάρωσε τα δάχτυλά της.
Στη φωτογραφία εγώ, ο Νικηφόρος και η Όλγα. Κάτω στην κυρά Φροσύνη, στον μώλο.
“Ήμουν δεκαεπτά όταν έγινε το τροχαίο. Ο θάνατος της μητέρας μου ήταν ακαριαίος. Εκείνος, ξεψύχησε στο νοσοκομείο μετά από λίγες μέρες. Ήταν σε κώμα. Δυο τρεις ώρες πριν φύγει, συνήλθε. Με ρώτησε για την Όλγα. Το κατάλαβε από τα μάτια μου. Τα δάκρυά του σμίξαν με τα δικά μου. Όταν ησύχασε μου μίλησε και για σένα. Μου είπε να σε βρω και να σου πω, πώς αυτή… αυτή ήταν η γυναίκα της ζωής του. Ύστερα έκλεισε τα μάτια του, ψιθύρισε το όνομά της κι έφυγε”.
Μείναμε σιωπηλοί, ώρα σιωπηλοί δίχως καθόλου ο χρόνος να κυλά…
Της έπιασα το χέρι και ένιωσα να με πλημμυρίζει ένας έρωτας…
Ένας έρωτας αλλιώτικος…
Της μνήμης….
Της χαμένης νιότης μου….
Αύγουστος του 2021
*****
Άγγελος Τσανάκας
Το άρωμα των νεκρών μας χρόνων