Paolo Pozzi για το χαμόγελο των ματιών σου
Όταν, στα τέλη του 1975, ο Κάρλο έφτασε στο Μιλάνο από την Πιατσέντσα, σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα καταλήξει σε μια τόσο ολοκληρωτική πολιτική εμπειρία που να ανατρέπει κάθε βεβαιότητα του σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, αυτό το πράγμα έχει συμβεί σε πολλούς, ακόμη και σε αυτούς που δεν έχουν περάσει, όπως αυτός, τα τελευταία τρία χρόνια σε ένα άντρο στην ομίχλη της Bassa.
Γεγονός είναι ότι είχε φτάσει στο Μιλάνο μόνος σαν ένα σκυλί, αφού οι Ερυθρές Ταξιαρχίες που είχε βοηθήσει να στηθούν τον είχαν απομονώσει λόγω του περίεργου λόγου του για το νέο κοινωνικό υποκείμενο. Ο Κάρλο είχε τολμήσει, με τον συνήθη τρόπο του ανάμεσα στο ήρεμο και το ονειροπόλο, να πει ότι ίσως οι εργάτες των μεγάλων εργοστασίων δεν ήταν το μόνο επαναστατικό υποκείμενο. Κάτι που θεωρούσαν δεδομένο οι αυτόνομοι, αλλά να ειπωθεί αυτό μέσα στις BR, όπου κυριαρχούσε ο μαρξισμός-λενινισμός, ακουγόταν σαν μια σοβαρότατη βλασφημία.
Στο Μιλάνο έπρεπε να στήσει ένα σπίτι και γι’ αυτόν η μέθοδος ήταν πάντα η ίδια: ενοικίαση διαμερίσματος με πλαστό έγγραφο ταυτότητας. Χρειάστηκε επίσης να αλλάξει το όνομα μάχης του, αφού οι καραμπινιέροι της επιδρομής στο κρησφύγετο της Πιατσέντσα είχαν βρει την ταυτότητα κάτω από την οποία κρυβόταν.
Αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή. Χρειαζόταν χρήματα και ήξερε μόνο έναν τρόπο εκτός από τους μισθούς: να πάει να τα πάρει εκεί που βρίσκονταν.
Το σίγουρο είναι ότι, όντας τόσο απομονωμένος, δεν μπορούσε να συνεχίσει για πολύ.
Η σταθερή του ιδέα ήταν να έρθει ξανά σε επαφή με εκείνα τα εργοστασιακά σώματα από τα οποία είχε απομακρυνθεί για να περάσει παράνομος τρία χρόνια νωρίτερα. Στο μυαλό του, εκείνες οι εργοστασιακές ομάδες που επί χρόνια συνέχιζαν τους αγώνες έξω από το συνδικάτο και τα ρεφορμιστικά κόμματα ήταν η βάση κάθε πιθανού επαναστατικού σχεδίου. Η ένοπλη οργάνωση δεν μπορούσε να συγκροτηθεί ανάντη αυτών των οργανισμών, αλλά έπρεπε να είναι μια δική τους δομή υπηρεσίας.
Έτσι, το πρώτο μισό του ’76, άρχισε να περιφέρεται στις συνελεύσεις των εργοστασιακών οργάνων. Στέκονταν εκεί, ήσυχος, σιωπηλός, κοιτάζοντας τα πάντα και τους πάντες με τα μεγάλα έκπληκτα μάτια του. Κανείς δεν τον ήξερε, και εκείνοι οι λίγοι πρώην σύντροφοι του στο εργοστάσιο που χρόνια νωρίτερα είχαν εμπλακεί στην πολιτική μαζί του ήταν τώρα λίγο μπερδεμένοι να του δώσουν εμπιστοσύνη, δεδομένου ότι είχε επιλέξει να είναι παράνομος.
Κανείς δεν είχε καταλάβει καλά γιατί λίγα χρόνια νωρίτερα αυτοί είχαν εξαφανιστεί από το κίνημα, ακριβώς τη στιγμή που η μαζική σύγκρουση στα εργοστασιακά Συμβούλια εναντίον των συνδικαλιστικών ρεφορμιστών ήταν πολύ ανοιχτή. Για να κάνουν τι, έτσι κι αλλιώς; Να κάψουν μερικά αυτοκίνητα των προσωπαρχών ή να απαγάγουν τον διευθυντή της εταιρείας στη μέση του αγώνα των εργατών. Εν ολίγοις, δεν τους έβλεπαν και με πολύ καλό μάτι.
Προς τον Κάρλο, ωστόσο, υπήρχε μια κάποια κατανόηση. Είχε ένα παρελθόν μεγάλου αγκιτάτορα μέσα στο εργοστάσιό του στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα. Πράγματι, οι πρώην σύντροφοί του είχαν αναπνεύσει με ανακούφιση όταν τον είδαν ξανά τριγύρω, ειδικότερα έξω από τις BR, και σε κάθε περίπτωση κανείς δεν θα έκανε πίσω να του δώσει ένα χέρι βοηθείας.
Ο Vincenzo με είχε ενημερώσει για τον Carlo και για τους άλλους εργάτες και υπαλλήλους της Siemens που πέρασαν στην παρανομία στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Μου είχε μιλήσει για τους μεγάλους αγώνες του ’69, για τις φλογερές συνδικαλιστικές συνελεύσεις στις οποίες αυτός και ο Κάρλο είχαν καταφέρει να αμφισβητήσουν την ηγεμονία του συνδικάτου. Μετά για τις εσωτερικές πορείες που καταβρόχδιζαν τα τμήματα και τα γραφεία των αφεντικών, στελεχών, απεργοσπαστών που έδιωχναν από το εργοστάσιο με χτυπήματα στον κώλο. Την επική ημέρα, στο τέλος του συμβολαίου του ’73, όταν ο Τρεντίν και ο Καρνίτι έπρεπε να έρθουν αυτοπροσώπως στο εργοστάσιο για να προσπαθήσουν να κατευνάσουν την οργή των εργατών ενάντια στην συνδικαλιστική εγκατάλειψη των ισότιμων αιτημάτων. Ο Βιντσέντζο, ο Κάρλο και άλλοι, με τις παρεμβάσεις τους στη συνέλευση είχαν καταφέρει να κάνουν τους εργάτες να απορρίψουν τη σύμβαση που υπέγραψε το σωματείο. Οι λέξεις που χρησιμοποίησε ο Vincenzo ήταν τόσο όμορφες που από τότε σε όλο το εργοστάσιο τον αποκαλούσαν «ο ποιητής».
Αλλά στα άλλα εργοστάσια δεν ήταν έτσι. Το σωματείο είχε καταφέρει να περάσει το ξεπούλημα του. Κάποιοι, συμπεριλαμβανομένου του Carlo, είχαν αντλήσει από αυτό το γεγονός την πεποίθηση ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο να γίνει σε επίπεδο συνδικαλιστικών οργανώσεων και ότι ο αγώνας των εργαζομένων έπρεπε να διοχετευθεί προς μορφές ένοπλης πάλης. Και για τον Κάρλο ο ένοπλος αγώνας απαιτούσε το κόμμα. Έτσι ένα απόγευμα, στη Siemens, στο τέλος μιας συνάντησης εργατών και υπαλλήλων, αποχαιρέτησε τους πάντες σαν να πήγαινε για ένα μακρύ ταξίδι. Τα παράτησε, παραιτήθηκε και έφυγε.
Ο Βιντσέντζο δεν είχε ποτέ ησυχάσει γι’ αυτή την επιλογή, ένιωθε λίγο πάνω του, να τον βαραίνει. Τώρα, λοιπόν, που ο Κάρλο είχε φύγει από τις Br και είχε αρχίσει να περιφέρεται ξανά στο Μιλάνο, ήταν πάρα πολύ χαρούμενος..
Αλλά στο μεταξύ, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, οι εργατικές Κολεκτίβες είχαν αλλάξει. Δεν νοιάζονταν πλέον μόνο για τις συνθήκες του εργοστασίου τους. Ο Κάρλο βρέθηκε να τριγυρνά σε έναν κόσμο που δεν αναγνώριζε πλέον. Στις συναντήσεις συζητούνταν τα πάντα και για όλους. Πάνω απ’ όλα για μη παραδοσιακά θέματα, συχνά έξω από τα σχήματα του μαρξισμού. Κοντά στους παλιούς εργάτες του συμβασιακού ’69 και του ισότιμου ’73 υπήρχαν ομάδες νέων που προωθούσαν ένα αίτημα για ολοκληρωτική πολιτική. Πάνω απ’ όλα οι γυναίκες, κυρίως στη Siemens, πολεμούσαν με τρόπους που ανατρέπουν κάθε παραδοσιακό τρόπο άσκησης πολιτικής. Ήταν διαφορετικές γυναίκες από αυτές των προηγούμενων αγώνων. Και όχι μόνο ο Carlo, αλλά και ο Vincenzo δυσκολεύονταν να καταλάβουν, να συμβαδίσουν με τις ομιλίες τους. Η Arianna, η Rosanna, η Rita και οι πιο πρόσφατες προσληφθείσες έκαναν λόγο για τη συντριπτική εξουσία του αρσενικού, είτε διευθυντή, εργάτη ηγέτη είτε συντρόφου εργάτη. Για τον Vincenzo και τον Carlo, αυτή η ιστορία πως το αρσενικό ήταν πάντα ο κύριος, το αφεντικό, από τον Agnelli μέχρι τον τελευταίο εργάτη, αναστάτωνε πολύ το μυαλό.
Το αποτέλεσμα είναι ότι τώρα, στα στέκια των Κολεκτίβων, ένα πρώην μαγαζί στην περιοχή Fiera, γίνονται έξαλλες συζητήσεις. Όταν οι κραυγές φτάνουν στον ουρανό, οι ένοικοι στον επάνω όροφο χτυπούν το πάτωμα με μπαστούνια. Όταν τελειώνουν οι συναντήσεις της Κολεκτίβας αρχίζουν οι συζητήσεις μεταξύ ημών των αρσενικών που χωριζόμαστε ανάμεσα σε υπέρ των φεμινιστριών είτε όχι. Προφανώς, τα κουτσομπολιά δεν τελειώνουν ποτέ, ειδικά για τους φεμινιστές άντρες, που κατηγορούνται από τους άλλους ότι είναι έτσι ώστε να τα βρίσκουν καλύτερα με τις γυναίκες.
Αλλά στην Κολεκτίβα της Siemens, το μέγιστο του ιδεολογικού χάους συνέβη όταν μετά τη διάσπαση της Lotta Continua έφτασε μια ομάδα ομοφυλόφιλων. Τότε ο Rossano, γνωστός ως Κόκκινος Ήλιος, άρχισε να φωνάζει: – Παναγιά μου, όλα καλά, αλλά όχι οι κώλοι!
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος machina.deriveapprodi αέναη κίνηση