Dark Mode Light Mode

Ένας πολιτικός κήπος ενάντια στην Εξουσία – Un orto politico contro il Potere

25/02/2023

  1. Vallorani, Noi siamo campo di battagliaΕμείς είμαστε πεδίο μάχης, Zona 42, Modena, 2022, σελ. 319, euro 15,90.

Με το Noi siamo campo di battaglia, η Nicoletta Vallorani θέτει στη σκηνή έναν δυστοπικό κόσμο ερειπωμένο από μια σκοτεινή και τρομερή Δύναμη-Εξουσία που διακλαδίζεται στις πιο λεπτές χαραμάδες της κοινωνίας. Είναι, εξάλλου, ένα σενάριο που έχει ήδη σκιαγραφηθεί στα δύο πρώτα μυθιστορήματα αυτής που τώρα συγκροτείται ως μια τριλογία, Eva (2002) και θα Έχεις τα μάτια μουAvrai i miei occhi (2020). Αυτή η δύναμη έρχεται σε αντίθεση με μεμονωμένους χαρακτήρες, χαμένους στην ομίχλη μιας άθλιας και μεταφυσικής Μιλάνο του μέλλοντος ή, όπως στο νέο μυθιστόρημα – στο οποίο το «εμείς» προκύπτει ακριβώς από τον τίτλο – μια κοινότητα ατόμων που, ως άτομα, έχουν καταφέρει να μεταμορφωθούν σε μια ομάδα, σχεδόν σε ένα ενιαίο σώμα που μπορεί να αντιταχθεί στους άκαμπτους και επίπονους κανόνες που επιβάλλει η Εξουσία. Όπως βεβαιώνει στον Επίλογο η «καθηγήτρια», la «prof» (ένας χαρακτήρας γύρω από τον οποίο οι νεαροί πρωταγωνιστές της ιστορίας οργανώνονται σε μια κομμούνα), «τώρα εγώ είμαστε εμείς, ακόμα και τώρα που είμαι μόνη σε αυτόν τον κήπο».. Διότι «σκεφτόμαστε στον πληθυντικό. Είμαστε εμείς και όχι εγώ». Ένας «πληθυντικός» που παλεύει ενάντια σε κάθε βία που επιβάλλεται από την εξουσία: βία με βάση το φύλο, βία κατά της φύσης και του οικοσυστήματος, η βία ως φυλακή, βία ως δικτατορικό σύστημα που βασίζεται σε ακατάληπτους και ακατανόητους νόμους.

Γράφει ο Paolo Lago πως Το δυστοπικό σενάριο που απεικονίζεται στο μυθιστόρημα είναι εμπνευσμένο από την πραγματική κατάσταση που ζήσαμε στο πετσί μας στις πιο σκοτεινές στιγμές της πανδημίας: μια διαχείριση έκτακτης ανάγκης γεμάτη με ειδικούς και αυταρχικούς, αντιφατικούς, συχνά ακατανόητους νόμους. Μια σκοτεινή περίοδος κατά την οποία οι πιο θυσιασμένοι και περιθωριοποιημένοι ήταν τα παιδιά και οι νέοι, που ζωγραφίζονταν ως ανεύθυνοι διαδότες του ιού. Στον μελλοντικό κόσμο που δημιούργησε η Vallorani, μετά τα διάφορα κύματα μιας πανδημίας, τα παιδιά έχουν γίνει πλέον αόρατα στον κόσμο των ενηλίκων, αποκλεισμένα, περιθωριοποιημένα, θυσιασμένα θύματα εν ώρα υπηρεσίας. Με τα σχολεία κλειστά και τις κάθε είδους κοινωνικές δραστηριότητες καταργημένες, οι νέοι έχουν εξαφανιστεί μπροστά στα μάτια των μεγάλων: «Κλεισμένοι στο σπίτι μετά από λίγο, δεν μας ήθελαν πια. Μεταφέραμε τη μετάδοση χωρίς να είμαστε απαραίτητα άρρωστοι. Δεν αρρωστήσαμε, αλλά είπαν ότι μολύναμε τους ενήλικες, εκείνους τους παραγωγικούς, όχι παιδαρέλια σαν εμάς».. Ο εξοστρακισμός των νέων ήταν μεγάλο λάθος γιατί, όπως δηλώνει η Carla Benedetti στο pamphlet της Η λογοτεχνία θα μας σώσει από τον αφανισμόLa letteratura ci salverà dall’estinzione, αυτοί είναι ικανοί να γίνουν «ακροβάτες του χρόνου», δηλαδή να βλέπουν «πέρα» εκεί όπου το κουρασμένο ενήλικο βλέμμα δεν καταφέρνει να φτάσει. Επίσης και πάνω από όλα όσον αφορά το θέμα της ρύπανσης και της κλιματικής αλλαγής. Σε μια πόλη κατεστραμμένη από την κλιματική αλλαγή, όπου από ένα φλογερό καλοκαίρι περνούν σε έναν σκληρό χειμώνα, τα παιδιά με επικεφαλής την «καθηγήτρια», όταν τα σχολεία είναι πλέον οριστικά κλειστά, συγκεντρώνονται στην κοινότητα που ονομάζεται το «Φυτώριο» επειδή η ιδέα είναι εκείνη να στήσουν ένα κήπο:

Μας ήρθε αυτή η ιδέα του κήπου: το να κάνεις κάτι να μεγαλώσει δεν ήταν απλώς θέμα τροφής, αλλά προοπτικής, προβολής προς το μέλλον. Θέλαμε να φυτεύσουμε, όπως η Δάφνη μεταμορφωμένη σε δάφνη, για να ξεφύγουμε από τον βιασμό που, μέσα μας, ξέραμε ότι θα έρθει. Ήταν ήδη μαζί μας.

Τα παιδιά, προβάλλοντας τον εαυτό τους προς το μέλλον, θέλουν να αναδημιουργήσουν έναν φυσικό χώρο και να μεταμορφωθούν σε φυτά, σχεδόν όπως οι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές πρωταγωνιστές του Ο ψίθυρος του κόσμου,  Il sussurro del mondo (The Overstory, 2019) του Richard Powers. Η Εξουσία, για να αποφύγει την εξάπλωση της ασθένειας, έχει τσιμεντώσει προοδευτικά ολόκληρη την πόλη καταστρέφοντας τη φύση και τα φυτά. Το «Vivaio-Φυτώριο», δημιουργώντας και συντηρώντας-περιποιούμενο τον Κήπο, θέτει σε κυκλοφορία μια αμφισβήτηση της δυναμικής που επιβάλλεται άνωθεν. Από ορισμένες απόψεις, μπορεί να σας έρθει στο μυαλό η κοινότητα των «Κηπουρών», dei «Giardinieri», του Χρόνου του κατακλυσμού (The Year of the Flood, 2009), της Margaret Atwood, αντιστέκεται σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από τις εκτροπές μιας επιστήμης που εφαρμόζει συνεχή πειράματα στο DNA. Όπως και στο μυθιστόρημα της Άτγουντ, και στο Είμαστε πεδίο μάχηςNoi siamo campo di battaglia  η Εξουσία ενεργεί απευθείας επάνω στα σώματα με μια βία που θεσμοθετείται, μέσω της φυλακής. Η φυλακή είναι ένας άκαμπτος και γρανιτένιος χώρος όπου οι πολέμιοι ενός καθεστώτος που επιδιώκει να κρατά συνεχώς τους πολίτες σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και φόβου κλείνονται και βασανίζονται. Μια κατάσταση που επαναλαμβάνεται ακόμα και σήμερα, έξω από τις δυστοπίες και μέσα στην πραγματικότητα: η συνεχής κατάσταση εξαίρεσης ενάντια σε φανταστικούς «εχθρούς» ή ενάντια στην «τρομοκρατία» δεν κάνει τίποτα άλλο παρά μετατρέπει την καθημερινή μας πραγματικότητα σε δυστοπία. Το «Φυτώριο», αντιπαθητικό στον κρατικό μηχανισμό και τη γραφειοκρατική μηχανή, μοιάζει με τα κατειλημμένα και αυτοδιαχειριζόμενα κοινωνικά κέντρα, που μισούνται υπερβολικά από κάθε μορφή οργάνωσης εξουσίας. αλλά μοιάζει επίσης με τις κοινότητες των προαστίων των μεγάλων πόλεων, που αποτελούνται κυρίως από νέους εγκαταλελειμμένους στον εαυτό τους, συχνά ξένους ή μετανάστες, που απορρίπτονται και εξοστρακίζονται με ακραία βία από το πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο των πόλεων, όπως βλέπουμε, για παράδειγμα, στην πρόσφατη ταινία Athena (2022) του Romain Gavras.

Εάν στο Θα έχεις τα μάτια μουAvrai i miei occhi, η σκληρότητα της εξουσίας εμφανίζονταν πάνω απ’ όλα με τη μορφή βίας που επιβάλλεται στα σώματα των γυναικών, είτε είναι άνθρωποι, ινδικά χοιρίδια, κλώνοι ή σάιμποργκ (όπως σημειώνει η Giuliana Misserville στο Γυναίκες και φανταστικό, Donne e fantastico, η φεμινιστική επιστημονική φαντασία έχει χρησιμοποιήσει τη φιγούρα του cyborg εκτενώς, ξεκινώντας από το Μανιφέστο Σάϊμποργκ Manifesto Cyborg της Donna Haraway), τώρα η μορφή της βίας φαίνεται να είναι διαδεδομένη παντού, στη σκληρότητα της καταστολής των διαδηλώσεων, στον αφανισμό της φύσης, στον επεμβατικό έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, σε έναν σκληρό και τέλειο μηχανισμό: «Η επιδημία παράγει την έκτακτη ανάγκη που παράγει τους κανόνες που παράγουν το στρατιωτικό καθεστώς που παράγει την συλλογική απόσπαση της προσοχής. Είναι όλα τέλεια διαδοχικά και θα ήταν ακόμη και καθησυχαστικά, αν δεν το αντιλαμβανόταν κάποιος». Ο χαρακτήρας του Yuri, που είναι φυλακισμένος, θα υποβληθεί σε βασανιστήρια μόνο για να αποδειχθεί τελικά υποταγμένος στην Εξουσία: «Η ομολογία δεν είναι σημαντική. Μόνο η υποταγή, με κάθε μορφή βασανιστηρίου».

Εάν η Εξουσία είναι δομημένη με τις μορφές της φυλακής, του ελέγχου έκτακτης ανάγκης και της θεσμικής οικογένειας, οι λεπτομέρειες των οποίων επιβάλλονται από προκαθορισμένα σχήματα, η αμφισβήτηση αρθρώνεται στους τρόπους της ελεύθερης κοινότητας και του κήπου, ενός «ετερότοπου» χώρου (όπως θα έλεγε ο Foucault) στο οποίο οι ρίζες των φυτών διαστέλλονται και εξαπλώνονται. Στην ακαμψία της Εξουσίας, οργανωμένης μέσα σε πειθαρχημένα και αυταρχικά σχήματα, μέσα στις απόκοσμες γεωμετρίες της, αντιτίθεται η ρευστότητα του γίγνεσθαι. Έμβλημα αυτής της ρευστότητας είναι ακριβώς τα παιδιά, εκπρόσωποι ενός κόσμου που είναι ακόμα δυνατός, λίγο πολύ σαν τους μικρούς πρωταγωνιστές των Παιδιών μπονσάι Bambini bonsai (2010) του Paolo Zanotti,τα οποία, σε έναν μελλοντικό κόσμο που έχει καταστραφεί από την κλιματική αλλαγή, απομακρύνονται από τα σπίτια τους κατά την περίοδο των βροχών – όταν οι ενήλικες κρύβονται φοβισμένοι στο σπίτι τους – μέχρι να ξεκινήσουν ένα ταξίδι μύησης με οικολογικές συνειρμούς. Αυτή η ρευστότητα σημαίνει ότι, στο μυθιστόρημα της Vallorani, τα παιδιά σχεδόν μεταμορφώνονται αυτά τα ίδια στην πόλη ακόμη από τον τίτλο, όπου το «εμείς» συμπίπτει με ένα «πεδίο μάχης» που δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από την ίδια πόλη που έχει καταστραφεί από τα πλέγματα της Εξουσίας: στην πορεία της αφήγησης μάλιστα επαναλαμβάνεται πολλές φορές το σύνταγμα «εμείς οι πόλεις». Για να «γονιμοποιήσουν» το μέλλον, οι νέοι γίνονται και «πλάσματα κομποστοποίησης», χούμο ζωοποιός για τη διάχυση του κήπου και του φυτώριου στους τσιμεντωμένους πλέον δρόμους του αστικού χώρου (και τότε, «εμείς είμαστε κήπος»). Τα σώματά τους, όπως ήδη σημειώθηκε, υπόκεινται σε μια συνεχή μεταμόρφωση για να ξεφύγουν από τη βία μιας Εξουσίας ταγμένης σε πόζες γρανιτικές, «έναν ασηπτικό και επαγγελματία εχθρό, που φοράει την επιστήμη αντί για τη σκληρότητα».

Πράγματι μια άλλη επέκταση της Εξουσίας φαίνεται να είναι μια επιστήμη υποταγμένη, τελικά, στα συμφέροντα του Κεφαλαίου: μια επιστήμη που γίνεται συνώνυμη με τη σκληρότητα. Η δημιουργικότητα, η κοινωνικότητα, η πολυφωνία αντιτίθενται ξεκάθαρα με όλα αυτά. Να λοιπόν, και σε ένα πανόραμα κατεστραμμένο από μια ψυχρή και τρομερή δυστοπία, υπάρχει πάντα χώρος για την ελπίδα. Ο μπαξές, ο κήπος, το «Φυτώριο» είναι μορφές έκφρασης που έρχονται σε αντίθεση με την καταστροφή, τον αφανισμό των θελήσεων, τα τείχη και τα φράγματα που υψώνονται στους δρόμους της πόλης, την απανθρωποποίηση που δεν επιτρέπει, σε καιρούς πανδημίας, να θρηνήσουμε τους ίδιους τους νεκρούς μας. Ο κήπος και ο μπαξές είναι συνώνυμα της κοινότητας, με ένα «εμείς» που παλεύει ενάντια σε μια επιστήμη-σκληρότητα, ενάντια στη φυλακή, ενάντια στον έλεγχο και την άκαμπτη και θεσμική οικογένεια. Ακόμη και σε τυπικό επίπεδο, Εμείς είμαστε πεδίο μάχης, Noi siamo campo di battaglia μοιάζει να διαπερνάται από μια ρευστή και «νομαδική» γραφή, σε συνεχή κίνηση, σε συνεχή φυγή από τις υποταγές σε ένα καθορισμένο είδος. Η αφήγηση της Vallorani διασχίζει τα είδη, από την επιστημονική φαντασία έως το θρίλερ με εισβολές και στον τρόμο και το φανταστικό, διότι όταν «ο ουρανός είναι κόκκινος πάνω από τις στέγες της πόλης», «είναι ένα βράδυ βαμπίρ» (και τότε θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί μια άλλη γυναικεία γραφή, αυτή της Chiara Palazzolo με την «τριλογία βαμπίρ» της). Η «πληθυντική» γραφή είναι συνώνυμη με την κοινότητα, τον μπαξέ, τον κήπο, το φυτώριο και είναι η ίδια πολιτική, όπως αυτή που εφαρμόζει ο χαρακτήρας της «καθηγήτριας», della «prof». μια γραφή που σώζει και μετατρέπεται σε αγώνα που δεν τελειώνει.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος

Προηγούμενο άρθρο

Μεγάλη η συμμετοχή του κόσμου στο Περιφερειακό Πρωτάθλημα Μπριτζ (φωτογραφίες)

Επόμενο άρθρο

Α' Κατηγορία: Μεγάλη νίκη του Ορφέα στο Χρυσοχώρι, συνεχίζει το σερί του ο Βρασίδας (φωτογραφίες)