Dark Mode Light Mode

Ένας συνταξιδιώτης της ζωής από τα παλιά: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

Περνώντας τα χρόνια -δίχως να το θέλουμε- κάποια πράγματα που ήταν της καθημερινότητάς μας  τα στερούμαστε αναπόφευκτα. Έτσι είναι, «Δεινόν το γήρας, Ου καν γαρ έρχεται μόνον».

Ένα ταξίδι μου στη Θεσσαλονίκη με το αυτοκίνητό μου, που παλιότερα θα ήταν διασκέδαση, τώρα που το χρειάστηκα δεν τόλμησα να το κάνω, προτίμησα το ΚΤΕΛ. Την ώρα της αναχώρησης του λεωφορείου ήμουν εκεί.

Πολλή νεολαία γεμάτη ζωή οι συνταξιδιώτες μου. Τους  χάρηκα! Μου θύμισαν τα δικά μου νιάτα και τα δικά μου αμέτρητα ταξίδια τότε με ίδιο προορισμό την Θεσσαλονίκη και τις σπουδές, σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες βέβαια του τώρα με το τότε.

Για παράδειγμα το ταξίδι εκείνο κρατούσε διπλάσιο χρόνο με υποβαθμισμένα μέσα και οι συνθήκες των σπουδών εντελώς διαφορετικές από το σήμερα. Όλα άλλαξαν ασφαλώς προς το καλύτερο με μερικές όμως μουντζούρες και παρεκτροπές που τότε ήταν αδιανόητες.

Οι δημόσιοι χώροι και τα κρατικά μέσα που βοηθούσαν τους σπουδαστές στη μελέτη τους και τη διαμονή της στους χώρους εκείνους ήταν σεβαστές, γιατί αυτά ήταν η καταφυγή τους, ιδίως στους μη έχοντες που ήταν και η πλειονότητα, αυτά τους βοηθούσαν στη μελέτη τους και βοηθούσαν τη ζωή τους εκεί.

Έτσι ήταν τότε, σήμερα είναι αλλιώς και το χαίρομαι και το απολαμβάνω με τα γελαστά πρόσωπα, που με περιβάλουν αυτή την ημέρα όλο ενθουσιασμό και γεμάτα ζωή. Η θέση που έπρεπε να καταλάβω στο λεωφορείο και την οποία είχα καπαρώσει πολύ πιο νωρίς, είδα ότι ήταν καταλυμένη.

Κάθονταν ένας ηλικιωμένος άνδρας που εκείνη τη στιγμή ήταν απασχολημένος με το να τακτοποιεί το επανωφόρι του και δεν είδα το πρόσωπο του. Μόλις γύρισε προς το μέρος μου, τον γνώρισα, ήταν ο Αντώνης.

Ο Αντώνης γνωστός από τα παλιά, από τα χρόνια  εκείνα της νιότης που ήταν μέλος  στην παρέα μας εκεί στην Θεσσαλονίκη, σα συντοπίτης. Ήταν πνεύμα αντιδραστικό και πάντα έφευγε με καβγά από τη συντροφιά μας.

Ήθελε να επιβάλει την άποψή τους, όσο ακραία και αν ήταν, σ’ όλα τα θέματα που έρχονταν στην κουβέντα. Σχεδόν πάντα τελειώναμε με φασαρία και ένταση. Το καλό ήταν ότι την εποχή εκείνη -του 114- συμφωνούσε και ταυτίζονταν με τις ιδέες της παρέας  μας και δεν έφαγε λίγες σφαλιάρες από τους αστυνομικούς όπως όλοι μας, όταν τα πράγματα έφταναν στα άκρα.

Άλλος ήταν ο δρόμος της δικής του προβολής των αιτημάτων μας και άλλος της ομάδας μας. Τελικά έφυγε μόνος του από τη συντροφιά μας και αιτία για αυτό ήταν η αφεντιά μου.

Πρότεινα και το δέχτηκαν και οι άλλοι μόλις τον βλέπαμε να έρχεται στην παρέα να πιάνουμε την κουβέντα για ποδόσφαιρο που ήταν ότι χειρότερο που ήθελε να ακούσει. Έλεγε από τότε ότι οι κάτοχοι του χρήματος που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο δε σκέπτονται καθόλου τον αθλητισμό, δεν έχουν στο μυαλό τους το αθλητικό ιδεώδες αλλά πώς θα προβληθούν και θα ελέγξουν τις μάζες των νέων.

Επένδυση κάνουν, θέλουν με τα χρήματα τους να κάνουν το δικό τους στρατό. Θέλουν φανατισμένους οπαδούς και όχι φιλάθλους. Θα το δείτε, τώρα τρώγεστε με τα λόγια και ξοδεύετε χρόνο για το ποίον αδίκησε ο διαιτητής.

Θα έρθει η εποχή που ο φανατισμός θα είναι τέτοιος που θα σκοτώνεστε . Σήμερα ο Αντώνης επαληθεύτηκε σε πολλά σχετικά με το ποδόσφαιρο αλλά για εμάς έγινε η κουβέντα του ποδοσφαίρου, το όπλο για να απομακρυνθεί από κοντά μας για την εριστικότητά του.

Δεν άργησε να καταλάβει ότι ήταν φτιαχτή η δουλειά και απομακρύνθηκε από τη συντροφιά μας βαριά προσβεβλημένος. Το σήμα το έδινα εγώ για αλλαγή  της κουβέντας μόλις τον έβλεπα να πλησιάζει, λέγοντας «παιδιά σύρμα ο Αντώνης».

Μια μέρα το άκουσε, ήρθε κοντά μου, με κοίταξε μ’ ένα ύφος πρώτα σιχασιάς, έσφιξε τις γροθιές του με μίσος, έμεινε για λίγο σκεφτικός, κούνησε το κεφάλι με το βλέμμα του καρφωμένο στα μάτια μου γεμάτο παράπονο τώρα και έφυγε.

Από τότε έκανε χρόνια για να με μιλήσει, αν και συναντηθήκαμε πολλές φορές σε διάφορες εκδηλώσεις το πεδίο των ενδιαφερόντων μας ήταν κοινό, ιδίως στα επιστημονικά θέματα.

Ο χαιρετισμός μας ένα απλό κούνημα του κεφαλιού τίποτε άλλο. Αυτό δεν το ήθελα μετά από τόσα χρόνια και επειδή ένοιωθα και ένοχος έκανα το πρώτο βήμα. Μια μέρα συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και του ζήτησα συγνώμη για το παλιό αμάρτημά μου.

Φαίνεται  η εμφάνισή μου και ο τρόπος που του ζήτησα εκείνη τη συγχώρηση θα ήταν πολύ δραματικός. Πράγματι όμως είχα τρομερό τρακ. Κόμπιαζα στο λόγο μου, δεν είχα το θάρρος να τον κοιτάξω στα μάτια και κοίταζα τα κορδόνια των παπουτσιών μου, είχα πάρει μια αλλόκοτη θέση και απολογούμουν σαν εγκληματίας.

Βλέποντάς με σ’ αυτήν την κατάσταση γέλασε και μου είπε  γεμάτος αυτοπεποίθηση εκείνος «Έλα τώρα βρε συνάδελφε, έτσι με κατονόμαζε από την αρχή, τι είναι αυτά τώρα μετά από τόσα χρόνια!

Που τα θυμάσαι κιόλας ύστερα από τόσο καιρό! Παιδιά ήμασταν τότε και θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο και να φτιάξουμε τις ζωές μας, ο καθένας με τον δικό τρόπο. Μας έπιασε όμως μέσα στις μυλόπετρές της η ζωή και μας συνέθλιψε.

Συμβιβαστήκαμε φίλε! Αφήσαμε στους νεώτερους μια ψευδεπίγραφη δημοκρατία, τους ξεγελάσαμε, τους αλλοτριώσαμε το μέλλον, δεν τους αφήσαμε χώρο να επιβιώσουν, τους κόψαμε το οξυγόνο της ζωής τους, τους διώξαμε από τον τόπο τους.

Αυτά δημιουργήσαμε. Δίχως τη νεολαία μας δεν υπάρχει πατρίδα, δεν υπάρχει Έθνος, χανόμαστε συνάδελφε. Αυτά καταφέραμε!». Αυτά μου είπε ο Αντώνης τότε και μου είχε μαυρίσει τη ψυχή.

Παρόλα αυτά, οι σχέσεις μας εξακολουθούσαν να είναι αποστασιοποιημένες. Είχε σπάσει -φαίνεται- το γυαλί τότε και η κολλητική ουσία, με την οποία προσπάθησα να συνενώσω την φιλία μας δεν είχε πετύχει.

Σήμερα ήμουν υποχρεωμένος να καθίσω δίπλα του και να συνταξιδέψουμε για δύο ώρες και το φοβόμουν. Κοίταξα να βρω κάποια άλλη θέση, δυστυχώς ήταν όλες κατειλημμένες.

Έτσι, αναγκαστικά θα καθόμουν δίπλα στον παλιό φίλο δύο ώρες, δίχως να μπορώ να προσδιορίσω πως θα τελείωνε αυτός ο δρόμος, θα είναι ένα ευχάριστο τετρακοσάρι φιλικής και ξένοιαστης πορείας ή ένας κουραστικός μαραθώνιος σιωπής και έγνοιας μη γίνει βάρος στον άλλον η παρουσία σου εκεί.

Την αρχή έκανε ο Αντώνης, όταν με αντιλήφθηκε. Με υποδέχθηκε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο αληθινό, γιατί ταυτόχρονα το έδειξε και το βλέμμα του. Συμμαζεύτηκε για να καθίσω άνετα, με πρόσφερε το χέρι σε χαιρετισμό, όλα έδειχναν έναν άλλον Αντώνη τώρα, με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από τα παλιά.

Η αλλαγή αυτή του Αντώνη με ξάφνιασε ευχάριστα και με προδιάθεσε και με ξεμπλοκάρισε από την προηγούμενη κατάστασή μου. Μιλήσαμε πρώτα για τη νεολαία, που μας περιστοίχιζε, που συνταξιδεύαμε εκείνη την ημέρα και τη χαρήκαμε για τη ζωντάνια της, την υγεία της και την ειλικρίνειά της, που βλέπαμε στη ματιά της.

Την αληθινή και όχι προσποιητή ευγένειά της και αναλογιστήκαμε τις δικές εποχές της καταπίεσης και του φόβου και της ανέχειας. Θυμηθήκαμε ότι τα μέτρα της καταπίεσης και της επιβολής της άρχουσας τάξης σ’ εμάς άρχιζαν από τα γεννοφάσκια μας.

Η πρώτη μας επαφή με το σχολείο ήταν η αλλοτρίωση της προσωπικότητάς μας. Άρχιζε με το κούρεμα της κεφαλής με την ψιλή και τα πολλά «πρέπει» της υποταγής στον παπά, στο δάσκαλο, στο χωροφύλακα, που ήταν οι πυλώνες της εξουσίας.

Επαναστατήσαμε τότε σ’ αυτά, τα αποτινάξαμε από πάνω μας μ’ αγώνες, με αποκλεισμούς και ξύλο. Ίσως η μαγιά για τη σημερινή αλλαγή ήμασταν και εμείς για το καινούργιο που βλέπουμε τώρα γύρω μας.

Είπαμε και για τα δικά μας, για το πού ξοδέψαμε τις ζωές πόσο πετύχαμε τους στόχους μας και πού αστοχήσαμε. Συμφωνήσαμε για τα λάθη μας και τους αναπόφευκτους συμβιβασμούς μας.

Ξεκαθαρίσαμε ότι αυτό που μας συνέδεε από τα παλιά  ισχύει. Συνδετικός μας κρίκος η αγάπη για τις θετικές επιστήμες και τα επιτεύγματα τους  παραμένει η ίδια με περισσότερο συνεργασία τώρα, η όποια καταξίωση πετύχαμε μέσα στην κοινωνία που ζούμε είναι τα μετάλλια που κουβαλάμε στο στήθος και κορόνα μας οι οικογένειες που χτίσαμε και για τις οποίες είμαστε περήφανοι και οι δυο.

Παρακολουθούσαμε ο ένας τον άλλον από μακριά στη ζωή του. Δυσκολευόμασταν να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον, γιατί φοβόμασταν την απόρριψη. Τα σβήσαμε όλα μονοκοντυλιά σ’ αυτό το ταξίδι και αρχίσαμε από εκείνη την ημέρα πάλι από την αρχή.

Βρήκαμε ο ένας τον άλλον, τον παλιό καλό φίλο που τον είχαμε χάσει από λάθος, εντελώς τώρα αλλαγμένους και συμβιβασμένους. Για πρώτη φορά έκανα χρήση στο λεωφορείο της γραμμής για τη Θεσσαλονίκη, μετά από πολλά χρόνια και η διαδρομή εκείνη  κράτησε σε χρόνο τόσο, όσο ένα κατοστάρι Ολυμπιακής διαδρομής στον στίβο… Το χάρηκα και το απόλαυσα εκείνο το ταξίδι, κράτησε όμως τόσο λίγο!

Παναγιώτης Φώτου

Προηγούμενο άρθρο

Παρεμβάσεις στο δρόμο «καρμανιόλα» του Αμυγδαλεώνα ζητά ο Χρήστος Ποτόλιας

Επόμενο άρθρο

Ημερίδα με θέμα τη «Σύγχρονη Μαιευτική Φροντίδα Νεογνού» στο νοσοκομείο (φωτογραφίες)