Συχνότατα ακούω εκτός και εντός γραφείου τη φράση «δεν εργάζομαι, μεγαλώνω τα παιδιά». Τη λένε μητέρες για τον εαυτό τους (θα υπάρχουν και άντρες πατεράδες που το λένε, απλά δεν είναι πελάτες μου), άντρες για τις συζύγους τους, οποιοσδήποτε για οποιαδήποτε γυναίκα που αφού κάνει παιδιά παύει ή συνεχίζει να μην εργάζεται σε κάποια εργασία εκτός σπιτιού.
Και σκέφτομαι πώς μια λεκτική διατύπωση από τη μια πλευρά εκφράζει και από την άλλη πλευρά βοηθάει να αναπαράγεται μια ανακριβή αλλά βαθιά ριζωμένη αντίληψη, ότι ο άνθρωπος που δεν ασκεί μια κοινωνικά θεσμοθετημένη εργασία εκτός σπιτιού, δεν εργάζεται.
Να ορίσουμε την έννοια της εργασίας από ψυχολογικής άποψης; Εργασία είναι το καθήκον, το πρέπει. Είναι αυτό που οφείλουμε να κάνουμε άσχετα αν το επιθυμούμε ή όχι, άσχετα από το αν μας ευχαριστεί ή όχι και σε χρονική στιγμή και διάρκεια ανεξάρτητη από τις ανάγκες μας και πολλές φορές από τις αντοχές μας. Απαιτεί αφοσίωση και δέσμευση και άρα βρίσκεται σε αντίστιξη με το κομμάτι της αυτονομίας και της ατομικής ευχαρίστησης. Γενικά, όσο πιο μεγάλο αίσθημα καθήκοντος ενέχει μια δραστηριότητα τόσο πιο εργασία είναι.
Μπορεί κανείς να πει ότι υπάρχει κάποιος από τους όρους του παραπάνω ορισμού που δεν πληρείται στην περίπτωση ενός ανθρώπου που φροντίζει τα της οικίας και μεγαλώνει παιδιά; Όσο πιο ευσυνείδητος γονιός είσαι τόσο πιο πολύ εργάζεσαι πάνω στο ρόλο σου. Όπως ισχύει για όλες τις εργασίες.
«Μα το ίδιο είναι να σηκώνεσαι πρωί – πρωί και να πηγαίνεις στο μεροκάματο και το ίδιο είναι να είσαι στο σπίτι σου με τα παιδιά σου;». Σε οποιαδήποτε πράξη- δραστηριότητα μπορεί κανείς να διακρίνει ένα ποσοστό καθήκοντος και ένα ποσοστό ευχαρίστησης. Όσο όμως και να ευχαριστιέσαι την εργασία σου, αυτό δεν αναιρεί ότι αυτή είναι εργασία και όχι χόμπυ.
Και βέβαια, δεν είναι η ανακρίβεια της εν λόγω αντίληψης καθαυτή που κεντρίζει, αλλά η επίδρασή της στις ζωές των ζευγαριών και των οικογενειών. Γύρω από αυτήν την ιδέα χτίζεται συνηθέστατα ένα ολόκληρο οικοδόμημα αντιλήψεων για το πώς αυτός που «εργάζεται» στην οικογένεια (εκτός σπιτιού) δεν οφείλει να «ασχολείται» με τα παιδιά ή το σπίτι αφού γυρίσει από τη δουλειά, ή για το πώς αυτός δικαιωματικά έχει ανάγκη από χόμπυ και δραστηριότητες αφού εργάζεται κτλ. Μεγαλειώδες το πρόσχημα.
Και έτσι γεννιέται το αίσθημα της αδικίας. Και της απαξίωσης. Και του θυμού.
Σοφία Κατερινάκη, Ψυχολόγος
Ομονοίας 99, Καβάλα – Τηλ. 6946 336522