Πλακόστρωτο δρομάκι οδηγεί στη La Solana. Τα πρώτα σπίτια της γειτονιάς σχηματίζουν στοά. Αγγίζω τους πέτρινους τοίχους. Τσιμπήματα στα δάχτυλα, εικόνες ξεπηδούν απ΄ την πέτρα, εικόνες σε επιτάχυνση – αστραπές σε τρανζίστορ πυριτίου, φωτίζουν την αλάνα, ματωμένα γόνατα, φωνές και παιδιά να τρέχουν πίσω από μια μπάλα, η πλαγιά που κατέβαινα κουτρουβαλώντας δεν φαντάζει τεράστια όπως τότε.
Αστράφτει συνεχώς, έφηβος ανηφορίζω για το σπίτι, στο δρόμο μου το μπαρ «Los Camachos» vino y jamon, πειράγματα – «Anastasio, έλα για ένα», οι αστραπές γίνονται καταιγίδα που λάμπει, χείμαρρος από εικόνες, φωνές, μυρωδιές ξεχύνεται -από μέσα μου ή απ΄ έξω; – στροβιλίζομαι γύρω από πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια, αρπάζομαι από παιδικές φιγούρες, δεν προλαβαίνω να θυμηθώ, γεύομαι, ακούω, λαχανιάζω, δυσκολεύομαι να κρατηθώ στην επιφάνεια, γαντζώνομαι στη βαριά ξύλινη πόρτα – ανοίγει διάπλατα.
Ο χείμαρρος δραπετεύει απ΄ τα παράθυρα, ορμάει στην calle Cantabra. μπαίνει στο στέκι της εφηβείας μου – στο juke box το Enola Gay. Το νερό τα σαρώνει όλα, κυλάει μαζί τους στο δρόμο για Rases, σκάει στον πύργο Torre del Infantado, η ορμή του με ανεβάζει ψηλά στις πολεμίστρες, προσπαθώ να δω τη γειτονιά μου, δεν προλαβαίνω, αλλάζει κατεύθυνση, με γυρίζει πίσω.
Βρεγμένος ως το κόκκαλο ξεβράζομαι στην «ηλιόλουστη» πλατεία. Σηκώνω το βλέμμα. Στα παράθυρα πολύχρωμα γεράνια, σπάνε το γκρι της πέτρας, το σκούρο του ξύλου. Μισοκλείνω τα μάτια, απέναντί μου οι γυμνές κορυφές των Picos de Europa, τις κατακτώ μία μία…
«Bienvenido Anastasio» ο Jesus και η Mariloli περιμένουν υπομονετικά στο κεφαλόσκαλο να στεγνώσω… Άκουσαν, είδαν, κατάλαβαν.
Τους χαιρετάω. Η Mariloli μου βάζει στο χέρι φωτογραφία – τα πρώτα μου γενέθλια. Ο Jesus με θρησκευτική ευλάβεια ξεδιπλώνει ένα μαντήλι. Ένας επεξεργαστής μνήμης με τα αρχικά μου πάνω του, μια πέτρα που χωράει στη τσέπη μου…