Dark Mode Light Mode
Φορέας υλοποίησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων
«Επειδή και δια ταύτα». Ένα ψυχολογικό «μενού» αλλιώτικο από τα άλλα
Μάτια του Πανσερραϊκού για Λυμπεράκη

«Επειδή και δια ταύτα». Ένα ψυχολογικό «μενού» αλλιώτικο από τα άλλα

 

Γράφει η ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

 

Καιρό είχα να παρακολουθήσω θέατρο κι ομολογουμένως το είχα αποθυμήσει. Καιρό είχα να παρακολουθήσω δουλειά του Παύλου Λεμοντζή και ειλικρινά περίμενα εναγωνίως. Εξάλλου, όλο το χειμώνα συζητούσαμε για την παράσταση που θα ανέβαζε με τη θεατρική ομάδα «Χ – οδός». Ήξερα λοιπόν από πρώτο χέρι ότι η δουλειά πέρασε από σαράντα κύματα, ότι το έργο «Επειδή και δια ταύτα» ήταν μια επιλογή που έγινε κατόπιν μπόλικης σκέψης. Ήξερα ότι προηγούμενα είχε δοκιμάσει άλλες προτάσεις πριν καταλήξει να ετοιμάσει ένα σπονδυλωτό έργο, βασισμένο στη διασκευή νεοελληνικών κειμένων. Ήξερα ότι έψαχνε προσεκτικά τους συντελεστές προκειμένου να ταιριάξουν απόλυτα στην ιδέα που εκείνος είχε δημιουργήσει το μυαλό του.

Το αποτέλεσμα το παρακολούθησα το βράδυ της Πέμπτης στο θεατράκι της Στέγης του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών. Εκεί όπου η παράσταση «Επειδή και δια ταύτα» άρχισε να παίζεται την Τετάρτη και θα συνεχίσει να παίζεται έως την Τρίτη 16 Μαΐου, κάθε βράδυ στις 9:00.

Χρησιμοποιώντας τις διευκρινίσεις του ίδιου του σκηνοθέτη, εξηγώ ότι η παράσταση είναι ένα μεικτό είδος μαύρης κωμωδίας, αφηγηματικού θεάτρου και σάτιρας. Η υπερβολή, το παράδοξο, η λεκτική ειρωνεία, ο σαρκασμός, η καρικατούρα, το μαύρο χιούμορ, ο ρομαντισμός, η τρίτη ηλικία συνδυάζονται με την αισθητική του μέσου Έλληνα, για να αποδώσουν μια πιστή εικόνα της καθημερινότητάς μας. Δέκα διαφορετικοί χαρακτήρες στο ίδιο τραπέζι. Μια μικρή κοινωνία όπου το διαφορετικό συναντά το συνηθισμένο, ενώ η μουσική και το κρασί ενώνουν και χτίζουν μια παρέα. Οι χαρακτήρες αιφνιδιάζουν, ερεθίζουν το θυμικό μας, στιγματίζουν συμπεριφορές και δεν καθοδηγούν. Οι θεατές επιλέγουν αποδοχή ή απόρριψη.

 

ΜΙΑ ΠΑΡΕΑ ΕΙΜΑΣΤΕ…

Φανταστείτε λοιπόν ένα τραπέζι ροτόντα στρωμένο για γλέντι. Φανταστείτε μια παρέα καθισμένη γύρω από το τραπέζι, αποτελούμενη από ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών, νοοτροπιών, κοινωνών μιας διαφορετικής καθημερινότητας και πρωταγωνιστών μιας διαφορετικής ζωής. Καθένας απ’ αυτούς, με τη σειρά που ο Παύλος επέλεξε, σηκώνεται από το τραπέζι όπου η παρέα πίνει – τραγουδάει – γλεντάει, προσέρχεται στο κέντρο της σκηνής και ξεδιπλώνει τη δική του προσωπική ιστορία, βοηθώντας το κοινό να κατανοήσει τις πτυχές του χαρακτήρα του.

Η πόρνη, για παράδειγμα, που ξέμεινε μόνη στη ζωής της, μια ζωή όμως την οποία γλέντησε και ρούφηξε μέχρι το μεδούλι. Ο νεαρός που ξεπουλά το κορμί του σε ηλικιωμένους κυρίους για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Η καταπιεσμένη κόρη που πελαγοδρόμησε πριν καταλήξει στο δρόμο τον οποίον ήθελε να πάρει. Η στριφνή υπάλληλος της υπηρεσίας που ανταγωνίζεται την όμορφή συνάδελφό της και βγάζει όλη τη χολή της στη διάρκεια ενός τηλεφωνήματος. Η μεσοαστή κυρία που ασχολείται με τις γλάστρες της και αντιλαμβάνεται το νόημα της ζωής και του θανάτου μέσα από τα φυλλαράκια που ξεπετά ένας «πεθαμένος» κορμός.

Ο μεσήλικας σύζυγος που ναι μεν αγαπά τη συμβία του αλλά απαιτεί και τον προσωπικό του «χώρο» προκειμένου να «αναπνέει» ελεύθερα μέσα στη σχέση. Η απατημένη σύζυγος που αρχικά «υιοθέτησε» την μετέπειτα ερωμένη του συζύγου, η οποία ναι μεν επέτρεψε να φτάσει ο γάμος της στο χείλος του γκρεμού και της οικονομικής καταστροφής, ωστόσο επανήρθε δριμύτερη και με τη βοήθεια των δύο γιων «τακτοποίησε» τον άτακτο σύζυγό αναλαμβάνοντας τα ηνία του σπιτιού και της δουλειάς. Τα δύο νεαρά παιδιά, οργισμένα νιάτα του σήμερα, που κάνουν τη δική τους επανάσταση, έστω και μέσα από πράξεις καταστροφής. Ο αλλοτριωμένος από το σύστημα τύπος που γίνεται γρανάζι του δουλεύοντας σκυλίσια προκειμένου να αποκτήσει όλα όσα οι συστημικοί ονειρεύονται, μια προσοδοφόρα δουλειά, μια «ιδανική» οικογένεια, ένα καλό σπίτι, ένα καλό οικογενειακό αυτοκίνητο κι ένα σπορ αμάξι (έστω και «συνεταιρικό») για την προσωπική του ευχαρίστηση. Ο φύλακας που όσο κι αν προσπαθεί να αντισταθεί, όσο κι αν το σιχαίνεται καταλήγει να ενσωματωθεί σε ότι μισεί περισσότερο.

 

ΕΞΗΝΤΑ ΛΕΠΤΑ ΠΟΥ ΚΥΛΟΥΝ ΓΟΡΓΑ

Αυτό είναι το μωσαϊκό των χαρακτήρων που συνέδεσε ο Παύλος Λεμοντζής και τους παρουσιάζει στο κοινό, λες και κρατά μπροστά στον καθένα μας κι ένα καθρέφτη, προτρέποντας μας να κοιτάξουμε μέσα του και ν’ ανακαλύψουμε σε ποια φιγούρα ταιριάζει η δική μας εικόνα. Αυτό είναι το ξεχωριστό ψυχολογικό «μενού» που μας ετοίμασε ο σκηνοθέτης και μας το «σερβίρει» προτείνοντας να το γευτούμε και να προβληματισθούμε. Η παράσταση των σχεδόν εξήντα λεπτών, μια προσεγμένη διάρκεια προκειμένου να μην κουράζει το θεατή, κυλάει γοργά κι εναλλάσσεται σοφά. Πριν καλά καλά το καταλάβεις έχει ολοκληρωθεί κι εσύ μένεις με την αίσθηση ότι αφουγκράστηκες πίσω από το παραβάν τις προσωπικές εξομολογήσεις που προσεκτικά φυλάει μέσα του καθένας από τους συντελεστές.

Τα κείμενα που ο Παύλος επέλεξε να διασκευάσει και να σκηνοθετήσει φέρουν τις υπογραφές του Θωμά Κοροβίνη, του Γιώργου Μανιώτη, της Ελένης Γερασιμίδου, του Μισέλ Φάις και φυσικά του Παύλου Λεμοντζή. Ο ίδιος επιμελήθηκε τη μουσική της παράστασης, ενώ για τα φώτα φροντίζει ο Ευθύμης Κυριακίδης, για τον ήχο ο Βασίλης Αναστασιάδης, τα σκηνικά και κοστούμια ετοιμάσθηκαν από την ομάδα «Χ-οδός». Βοηθός σκηνοθέτη είναι η Εύα Πασχάλη, υπεύθυνος για το φροντιστήριο ο Νάσος Σανσαρίδης, την αφίσα φιλοτέχνησε ο Δημήτρης Ντέμος και οι φωτογραφίες είναι του Φωτογραφικού Ομίλου Καβάλας.

Στην παράσταση «Επειδή και δια ταύτα» συμμετέχουν με αλφαβητική σειρά: Αγοραστού Λιάνα, Αϊβαζίδης Παύλος, Βλαχάκη Ελένη, Γκουλούση-Δρόσου Κορίνα, Καράμπελας Στέλιος, Κοτόπουλος Γιώργος, Κωνσταντινίδου Μαρία-Μαριέλλα, Πασχάλη Εύα, Πασχαλίδου Ελένη, Σανσαρίδης Νάσος, Τσολακίδου Στέλλα.

Τη διεύθυνση παραγωγής κρατά η Ζωή Βυζοβίτη και η γενική είσοδος κοστίζει μόλις 5 ευρώ.

 

 

Προηγούμενο άρθρο

Φορέας υλοποίησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων

Επόμενο άρθρο

Μάτια του Πανσερραϊκού για Λυμπεράκη