Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Βγήκε έξω
Δεν μπορούσε άλλο σ’ εκείνη τη φυλακή
Έξω βγήκε
Γυμνός καθάριος
Κι έψαχνε το δικό του μέρος
Να κρυφτεί ήθελε
Ήταν γυμνός κι όλοι τριγύρω του, πλήθος πολύ τον χλεύαζε
Δεν γίνονταν άλλο όμως να κάθεται μέσα εκεί
Σ’ εκείνον τον χώρο τον μικρό
Να πνίγεται απ’ τα δηλητηριώδη αέρια
Απ’ τα πικρά τους χνώτα
Εκρήξεις λέξεων και πράξεων φτηνών
Να τον βλέπουν όλοι και να τον αγγίζουν
Τρυπάνια από σκληρό διαμάντι τα μάτια τους να του διαπερνούν τη σάρκα
Να νέμονται τους ρόδινους χυμούς της
και η επαφή τους σώματος μαζί τους
άγριο γυαλόχαρτο το δέρμα του να ξαίνει
Να πρήζεται και να πονά
Δεν μπορούσε άλλο και έξω βγήκε
Άνθρωποι γύρω του πολλοί
Παντού
κι αυτός, γυμνός, σαν το Χριστό
να κουβαλά στους ώμους τον σταυρό
Ψηλά πολύ η λύτρωση, δρόμος μακρύς
ανηφοριά
Μα άλλο πια τούτη τη φυλακή δε τη μπορούσε
Κουράστηκε και πόνεσε πολύ σε μια ζωή ανούσια
Χρόνια πολλά δεν έβλεπε, δεν άκουγε
Κι ήταν η ώρα τώρα πια το δάσος να διασχίσει
Ψηλά να ανέβει
Δεν τον βαραίνει πια το ξύλο
Είν’ αλαφρύ
Πάνω του θα σταθεί
Τον κόσμο από ψηλά θα αγναντέψει με μάτια κλειστά στο πριν
Φόβο δεν νοιώθει πια και χάνεται στο άπειρο
Ντύνει την γύμνια του με σκόνη υγρή
Διάφανη
Δροσιά στο σώμα του
Καυτή διαδρομή η σκέψη του μέσ’ στα σοκάκια του μυαλού
Επίγευση χορταστική το δώρο της ύστερης ζωής του
Τα χέρια του στα σύννεφα απλώνει
και την αγγίζει
Οκτώβριος του 2017