Όπως σαν τώρα ο άνεμος αναστενάζει,
του έγινες πια κι εσύ ακόμα μια φωνή,
μα και στον φόβο πως ο χρόνος δε σε αγιάζει,
ψάχνει κάπου η μνήμη σου μέρος να ξεχαστεί.
Σάρκα θαλάσσης τού έρωτα τα ενδύματα,
βρέφη σκαλίζουν πλέον τον ασημένιο βυθό,
γύρω μου, να, κοιτάζουν χιλιάδες μηνύματα,
πάνω στη κίνηση τού ήλιου ένωση να βρω.
Χρυσάφι το χέρι σου και πάλι δε σού φτάνει,
ολημερίς σα μάγισσα στα χείλη με μεθάς,
μάτι βλέπει στα δυό μέτρα και το μέλλον χάνει,
έπαψες πια κι εσύ να ξέρεις γιατί πονάς,
μα κι όταν κάποτε στο αύριο ξυπνήσεις,
μη σε ρωτήσεις ποιο άξιζε από όλα τα χθες,
είχες αμέτρητα βήματα για να νικήσεις,
μα εκεί, στον πόθο να κλείσεις, άνοιγες πληγές.
Όλο το μπέρδεμα η απόφαση το λύνει
και ο αναστεναγμός στην ανάσα θα σβηστεί,
καθώς η αλήθεια το κρασί της λήθης χύνει
στο σώμα με φωτιά που πλέον θέλει να πνιγεί,
μα όσες φορές κι αν θες το ίδιο να κάνεις,
δε θα καταφέρεις ποτέ να φέρεις αλλαγή,
πάντα στο να βολευτείς κάπου άβολα φτάνεις
αν δε μάθεις στον εαυτό σου να ανήκεις εσύ.
Η νύχτα βούρκωσε, με τον σκοπό της μιλάει,
η συνάντησή μας μοιάζει ακόμα μακρινή,
αν και το δωμάτιο τα λόγια σου κρατάει,
σού στέλνω την αλήθειας τη τελευταία κραυγή.