Το ζήτημα του ένοπλου αγώνα το ’77 μετατράπηκε σε συζήτηση «κανονική», όχι μόνο στους αγωνιστές, αλλά γενικότερα μέσα στο Κίνημα.
Πρέπει να εκτιμηθεί ότι στις πανεπιστημιακές και εργοστασιακές συνελεύσεις δεν ήταν καθόλου παράξενο που οι αγωνιστές των ερυθρών Ταξιαρχιών- Brigate Rosse και των διάφορων παράνομων ομάδων έπαιρναν τον λόγο, πλήρως συνειδητοποιημένοι πως αναγνωρίζονταν για τις ομάδες που ανήκουν.
204 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
Όπως αρέσει να λέει ένας παλιός «brigadista», ο Πρόσπερο Γκαλινάρι-Prospero Gallinari: «Ήμασταν παράνομοι για το Κράτος αλλά όχι για τις μάζες». Ωστόσο, για τις αυτόνομες κολεκτίβες και τις ένοπλες ομάδες όπως η Prima Linea, σε αντίθεση με τις BR, ο ένοπλος αγώνας δεν είναι στρατηγικός από μόνος του, αλλά μέσα στο Κίνημα, εντός του οποίου ήταν απαραίτητο να αγωνίζονται για την επιβολή μιας αυξανόμενης νομιμοποίησης των αντάρτικων πρακτικών: δεν ήταν θέμα δημιουργίας μιας ακόμη μικρής ομάδας με τη φιλοδοξία να γίνει «το νέο και αληθινό Κομμουνιστικό Κόμμα», αλλά μάλλον να δρομολογηθεί μια διαδικασία πόλωσης γύρω από τακτικές επιλογές που παρουσιάζονταν ως αναπόφευκτες: «η Πρώτη Γραμμή-Prima Linea δεν είναι η προέλευση άλλων ένοπλων οργανώσεων όπως οι BR και οι
NAP [Nuclei Armati Proletari-Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες].
Η μόνη διεύθυνση που αναγνωρίζουμε είναι οι πορείες μέσα στα εργοστάσια, οι απεργίες αγριόγατας, να θέτουμε εκτός μάχης τους πράκτορες του εχθρού, η αυθόρμητη πληθωρικότητα, η εκτός νόμου σύγκρουση».15 Ένας στοχασμός του Lucio Castellano που έγινε το ’77 καταφέρνει να εκφράσει πειστικά τα «κίνητρα» και τους «τρόπους» μέσω των οποίων και στους οποίους μια ολόκληρη γενιά έζησε τον ανταρτοπόλεμο:
Η διαδικασία απελευθέρωσης δεν είναι πρώτα «πολιτική» και μετά «στρατιωτική». μαθαίνει τη χρήση των όπλων καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής της· διαλύει τον στρατό στις χιλιάδες λειτουργίες του πολιτικού αγώνα. ανακατεύει τη ζωή του καθενός, την άμαχη και την μαχόμενη, επιβάλλει στον καθένα την εκμάθηση της τέχνης του πολέμου, και την «τέχνη της ειρήνης».
Δεν μπορεί κάποιος να προσποιείται ότι ζει τη διαδικασία της κομμουνιστικής απελευθέρωσης και να έχει την ίδια σχέση με τη βία, την ίδια ιδέα του τι είναι όμορφο, καλό, δίκαιο και επιθυμητό, την ίδια ιδέα της κανονικότητας, τα ίδια έθιμα, ενός μεσήλικα υπαλλήλου μιας τράπεζας στο Τορίνο: το να ζεις στον σεισμό είναι πάντα —και— να ζεις με την τρομοκρατία, και για να μην έχουμε μια «ηρωική» ιδέα για τον πόλεμο, πρέπει να μην έχουμε μια άθλια ιδέα της ειρήνης. Οι ειρηνιστές όπως ο Λάμα στρατολογούν στην αστυνομία, οι «περισσότεροι στα αριστερά» ζητούν τη νομιμοποίηση της «βίας των μαζών, του «ένοπλου προλεταριάτου».
To πραγματικό κίνημα είναι πιο ρεαλιστικό και λιγότερο πολεμικό, πιο ανθρώπινο και λιγότερο ηρωικό: επειδή άσκησε κριτική στον πόλεμο, έθεσε υπό συζήτηση την ειρήνη και επειδή απέρριπτε τον στρατό έσπασε το κριτήριο της ανάθεσης και της νομιμοποίησης· με λάθη και προσεγγίσεις, και με αποκλίσεις τρομερές, καλλιεργώντας παράλογους μύθους, μέσα σε μια αντιφατική ιστορία, αλλά μαθαίνοντας και να βελτιώνεται σε μια διαδικασία που τροποποίησε την πραγματικότητα περισσότερο από μια εξέγερση […].
15 Cita del primer comunicado de Prima Linea, en Sergio Segio, Una vita in Prima Linea, Απόσπασμα από την πρώτη ανακοίνωση της Πρώτης Γραμμής, στο βιβλίο Sergio Segio, Μια ζωή στην Πρώτη Γραμμή, Milán, Rizzoli, 2006.
Pianoforte sobre las barricadas 205
Η κριτική της πολιτικής είναι εν τω μεταξύ μια κριτική του διαχωρισμού πολέμου/ειρήνης. Η ειρήνη για την οποία μιλάμε, είναι η ειρήνη της δημοκρατίας, και η βία που χρησιμοποιεί είναι η «νόμιμη βία», την οποία η πλειοψηφία ανέθεσε στους θεσμούς του Κράτους: ασκώντας κριτική σε αυτή τη βία σημαίνει να ασκείς κριτική στην πιο ανεπτυγμένη αρχή της πολιτικής νομιμοποίησης, τη δημοκρατία […] γι’ αυτό το κομμουνιστικό απελευθερωτικό κίνημα είναι, στέκεται εκτός νόμου, επειδή τίθεται έξω από τον δημοκρατικό κώδικα, και αυτός ο κώδικας ορίζει με αποκλειστικό τρόπο το σύμπαν της πολιτικής.
Η ριζοσπαστική μαρξιακή κριτική της δημοκρατίας καθορίζει κατηγορίες που θεμελιώνουν τον αγώνα μέχρι θανάτου μεταξύ δημοκρατίας και κομμουνισμού, μεταξύ δημοκρατικής εξουσίας και κομμουνιστικής απελευθέρωσης.16
Εν τω μεταξύ, στη Ρώμη, στις 26 Φεβρουαρίου, συνήλθε μια εθνοσυνέλευση πανεπιστημιακή πολύ τεταμένη και πολύ χαοτική. Η πρώτη μέρα χάνεται σε μια συνεχή σύγκρουση μεταξύ «πολιτικών γραμμών»: ιδιαίτερα οι αυτόνομοι των Volsci διακρίνονται για την τραχιά διαχείριση της ηγεσίας της συνέλευσης, με σκοπό όχι μόνο την αντιμετώπιση των αγωνιστών των ομάδων και του PCI-ΚΚΙ, αλλά και όλων όσων δεν ήταν «enmarcados, τοποθετημένοι, μαρκαρισμένοι» (σύμφωνα με αυτούς), όπως οι φεμινίστριες και οι ινδιάνοι μητροπολιτάνοι οι οποίοι, μάλιστα, τη δεύτερη μέρα διαχωρίστηκαν με πολεμικό τρόπο από τη γενική συνέλευση να συνεδρίασαν αλλού.
Έτσι κι αλλιώς, στο τέλος των δύο ημερών αποφασίζεται μια εθνική διαδήλωση στη Ρώμη για τις 12 Μαρτίου, κατά του καθεστώτος της μισθωτής εργασίας και υπέρ της αυτόνομης οργάνωσης των φοιτητών, των εργατών και των ανέργων.
Κατά τις πρώτες μέρες του μαρτίου συνεχίζονται οι κινητοποιήσεις και οι καταλήψεις των πανεπιστημίων σε όλη την Ιταλία, και σε διάφορα σημεία παράγουν αντιπαραθέσεις μεταξύ του Κινήματος και του PCI, με επεισόδια πολύ βίαια στο Τορίνο. Το PCI φτάνει κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου στην προετοιμασία πολύ λεπτομερών αναφορών για τους αυτόνομους και προσωπικά αρχεία για τους αγωνιστές που κατέληξαν κατευθείαν στα χέρια της αστυνομίας τα οποία χρησιμοποιεί άφθονα σε κατασταλτικές επιχειρήσεις.
Επίσης στις φυλακές εκείνης της περιόδου υπήρχε ένταση, αποδράσεις και ταραχές. Οι Κομουνιστικές Ταξιαρχίες ανατινάζουν μια νέα φυλακή «μοντέλο» που κατασκευαζόταν στο Μπέργκαμο. Την 8η Μαρτίου,
16 L. Castellano, «Vivere con la guerriglia-Ζώντας με τον ανταρτοπόλεμο», pre/print, núm. 1/4, 1978.
206 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
Σε όλη την Ιταλία, οι φεμινίστριες οργανώνουν άγριες διαδηλώσεις: κατά τη διάρκεια της πορείας στο Μιλάνο επιτίθενται στο γραφείο υπηρεσιών υγείας, καθώς και σε μια ιδιωτική κλινική όπου γίνονταν αμβλώσεις και όπου, μετά τη νομιμοποίηση, απορρίφθηκαν. στο κατάστημα της Luisa Spagnoli, μιας αλυσίδας μόδας που εκμεταλλεύονταν την εργασία των γυναικών στη φυλακή· και τέλος στα περιφερειακά γραφεία, τα οποία θεωρήθηκαν υπεύθυνα για τη μόλυνση με διοξίνη στο Seveso (σε αυτή την πόλη της Λομβαρδίας είχε εκραγεί λίγους μήνες νωρίτερα ένα χημικό εργοστάσιο που είχε δηλητηριάσει τους κατοίκους του). Ένα ένοπλο φεμινιστικό κομάντο τιμωρεί έναν από τους γιατρούς-αστυνομικούς που αντιμετώπισαν τη δηλητηρίαση από διοξίνη εγκύων γυναικών, στις οποίες αρνήθηκε τη θεραπευτική άμβλωση.
Στη Ρώμη μετά από μια τεράστια διαδήλωση 50.000 γυναικών, οι αγωνίστριες των κολεκτίβων συναντιούνται σε μια πλατεία όπου φτάνουν τις 20.000, σε μια άλλη πλατεία συγκεντρώνονται όσες βρίσκονται κοντά στην UDI, μια γυναικεία οργάνωση του PCI, ήταν μόνο 8.000.
Η φεμινίστρια συντονίστρια της Via dell’Orso στο Μιλάνο διανέμει ένα φυλλάδιο στο οποίο γράφει: Δεν παλεύουμε για την ανάπτυξη του καπιταλισμού, ούτε για κάποια ψευδομεταρρύθμιση που περνάει πάνω από τα κεφάλια μας, δεν είναι γι’ αυτά που βγαίνουμε στους δρόμους, αλλά για να καταστρέψουμε τη λειτουργία μας ως γυναίκες, όπως μας επιβάλλεται σε καθημερινή βάση, στο «ιδιωτικό», στο «κοινωνικό» […]
Αρνούμαστε να μας πετάξουν πίσω στα σπίτια μας […] Απορρίπτουμε την απελευθέρωση μέσω της εργασίας […] Απορρίπτουμε την απόπειρα σχεδιασμού της σεξουαλικότητας μας […] Απορρίπτουμε την ανδρική βία επάνω μας […] Να οργανωθούμε αυτόνομα για να μεταμορφώσουμε την οργή μας σε ένα πρόγραμμα απελευθέρωσης.
Στις 5 Μαρτίου, στη Ρώμη, απαγορεύτηκε μια διαδήλωση που βγήκε έτσι κι αλλιώς στους δρόμους. Η πορεία δέχτηκε αμέσως επίθεση από την αστυνομία αλλά με έναν ελιγμό κατέστη δυνατό να την αποφύγει, περνώντας πάνω από δύο θωρακισμένα οχήματα και καταφέρνοντας να φτάσει στο κέντρο της πόλης όπου εκτυλίχθηκαν πολύ βίαιες μάχες, με πυροβολισμούς και από τις δύο πλευρές.
Ο πρύτανης της Ρώμης διέταξε και πάλι το κλείσιμο του Πανεπιστημίου μέχρι τα μέσα Μαρτίου. Είναι σημαντικό ότι οι μητροπολιτικοί ινδιάνοι έβγαλαν μια ανακοίνωση την επόμενη μέρα, πολύ χιουμοριστική, όπου μεταξύ άλλων διεκδίκησαν το «μαζικό χαρακτήρα» που είχε η διαδήλωση. Και αυτό για να διαψεύσουν τον μύθο που δημιουργήθηκε τα επόμενα χρόνια των «καλών» ινδιάνων, και γιατί όχι; ακόμη και μη βίαιων, και των «κακών» αυτόνομων: τα πράγματα δεν μετριούνται με τόσο γελοίους όρους και οι διαφορές στην αυτόνομη περιοχή, που προφανώς υπήρχαν, ακολούθησαν γραμμές ξένες προς το μανιχαϊστικό όραμα που κάποιοι θα ήθελαν να κάνουν να περάσει.
Pianoforte sobre las barricadas 207
Μια από τις πιο σημαντικές διαφορές τοποθετήθηκε μάλλον ανάμεσα σε αυτούς που υποστήριζαν τη λενινιστικού τύπου οργάνωση και σε αυτούς που απέρριπταν την oπισθοδρόμηση στην «πολιτική», όπως έγραψε το A/traverso τον Φεβρουάριο του 1977: Υπήρχαν διαφορές μεταξύ αυτών που έτειναν να μετρούν τις επαναστατικές φάσεις μέσα από μια κριτική της πολιτικής οικονομίας και, από την άλλη, όσων το έκαναν μέσω της ανθρωπολογικής μετάλλαξης που μπορούσε να συναντηθεί στις χειρονομίες, στη γλώσσα και στις συμπεριφορές μη αναγώγιμες στον «καθημερινό και αδιάκοπο αγώνα ενάντια στην κοινωνία της παροχής υπηρεσίας και της εκμετάλλευσης».
Υπήρχαν όμως και άλλες διαφορές, όπως εκείνες μεταξύ αυτών που υποστήριζαν έναν μετασχηματισμό των διαδηλώσεων σε στιγμές εξεγερτικές και εκείνων που ήθελαν να διατηρήσουν το επίπεδο της σύγκρουσης με λιγότερο επιθετικό, αλλά πιο διαδεδομένο τρόπο στην κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά τα ζητήματα προέκυψαν ως σημαντικά γεγονότα ρήξης μόνο μετά τις εκδηλώσεις, κατά τη διάρκεια δεν φάνηκαν σε κανέναν ως απόλυτες διακρίσεις.
Τα ΜΜΕ ήταν που έχτισαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μια αφήγηση που μείωνε τους ινδιάνους σε ένα συμπαθητικό και αβλαβές φολκλόρ και τους αυτόνομους σε ένα φρικτό φάντασμα αστικής βίας. και αυτό οφείλονταν στο ότι τα ΜΜΕ, οι δημοσιογράφοι, είναι αδαείς, δεν ξέρουν να διαβάζουν, αλλιώς θα είχαν καταλάβει ότι το μότο που ήταν ζωγραφισμένο στην πρόσοψη της la Sapienza είπε ότι η φαντασία, αυτή τη φορά, δεν πρέπει να πάει στην εξουσία, αλλά να την καταστρέψει, και ότι το γέλιο θα θάψει κάποιον, δηλαδή ότι είναι ένα όπλο που εξουδετερώνει κάθε καθεστηκυία τάξη, εξουσία.
Οι ινδιάνοι, οι κλόουν, δεν ήταν εκεί μόνο για να αποδραματοποιήσουν τον πόλεμο ενάντια στο κεφάλαιο, αντίθετα, ακριβώς ήταν εκεί επειδή ήθελαν το τέλος αυτού του πολιτισμού, έθεσαν στη σκηνή την κηδεία του. Η χαρά που μόλυνε σχεδόν όλο τον κόσμο μέσα στο Κίνημα οφείλονταν επίσης και πάνω από όλα στην αίσθηση, μπορεί να ήταν επιπόλαιη, αλλά αυτό δεν είναι σημαντικό, ότι θα μπορούσαν να βάλουν ένα τέλος σε αυτό το σύστημα, πως ο καπιταλισμός θα μπορούσε πραγματικά να πεθάνει.
συνεχίζεται
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος αέναη κίνηση