Κοιτάξτε σύντροφοι: η επανάσταση είναι πιθανή. La Rivoluzione, Η Επανάσταση, Φεβρουάριος 1977.
Με την εκδίωξη του Λάμα, την έκρηξη της μητρόπολης και την εμφάνιση εκατοντάδων αυτόνομων κολεκτίβων για τις οποίες κανείς δεν γνώριζε καλά την καταγωγή, η Αυτονομία συνειδητοποίησε ξαφνικά πόσο μεγάλη ήταν η αταξία κάτω από τον ουρανό, και ότι τελικά θα μπορούσε να φέρει εις πέρας 12 Όρος με τον οποίο ονομάστηκαν οι πρώτοι οπαδοί του ιταλικού φασιστικού κινήματος, που ξεκινά στο Μιλάνο το 1919 μια επίθεση σε όλο το εύρος αυτού που υπάρχει -και της ύπαρξης- ότι η κρίση των ομάδων και της αριστεράς είχε περατωθεί ταυτόχρονα με τη μεγάλη πορεία της αυτονομίας, που είχε ξεκινήσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα και που την είχε φέρει από το εργοστάσιο μέχρι την κοινωνία: αν στο εργοστάσιο λειτουργούσε η σοσιαλδημοκρατία με μεγάλη προσπάθεια ώστε να βάλει τέλος στον διαχωρισμό των εργατών και στη σύγκρουση, και το έκανε όλο και πιο δύσκολα, στη μητρόπολη οι ρόλοι αντιστράφηκαν, και ο αγώνας ήταν ολοκληρωτικός, πληθωρικός, έντονος.
200 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
Οι αγώνες, οι συμπεριφορές, η ικανότητα αντίστασης του εργάτη μάζα είχαν διασχίσει όλο το φάσμα της κοινωνίας και τώρα ξεχύθηκαν στην επικράτεια, διαλυμένα σε χιλιάδες μικρά ρέματα ανατροπής που συνόψιζαν τη δημόσια ήττα του Gran Cacique, της ηγεμονίας δηλαδή του συνδικάτου σε μια δεκαετία ιστορίας της εργατικής αυτονομίας.
Την ίδια στιγμή, το κλασικό Εργατικό Κίνημα ολοκλήρωνε την ιστορία του δείχνοντας ρητά αυτό που υπονοείται στις προϋποθέσεις της προέλευσής του, δηλαδή την προοδευτική, αναπόφευκτη υπαγωγή στην καπιταλιστική διακυβέρνηση.
Το Κίνημα-του-77 έβαλε μια για πάντα τέλος στην παρεξήγηση που για δεκαετίες είχε μπλοκάρει το επαναστατικό μέλλον, ακόμη και των ίδιων των εργατών. Τότε αρκούσε να μοιράζονται φυλλάδια μπροστά από τις εισόδους των εργοστασίων, αναζητώντας ποιος ξέρει ποια νομιμοποίηση, αντιθέτως χρειάζονταν μαζική επίθεση στην κοινωνική διοίκηση όπου πραγματικά αυτή αναπτύσσονταν, δηλαδή στα αρχηγεία όπου αυτή σχεδιαζόταν, στα αρχηγεία αυτοματισμού και απόφασης διάσπαρτα στη μητρόπολη, χρειάζονταν να χτυπηθεί η αναδιάρθρωση ξεκινώντας από την πραγματική παραγωγική της βάση η οποία διακλαδώνονταν στο «διάχυτο εργοστάσιο«.
Έπρεπε να επιτεθούν και να κερδίσουν τουλάχιστον στο σημείο ζωτικής σημασίας των δαπανών του δημόσιου χρήματος, στο πανεπιστήμιο και στο σχολείο, ώστε να προσπαθήσουν να διαρρήξουν ολόκληρο το σύστημα συναίνεσης επάνω στο οποίο στηρίζονταν το «κοινωνικό σύμφωνο» που υποστηρίζονταν από το PCI και τη DC. Πάνω απ’ όλα ήταν απαραίτητο το Κίνημα να εκφράσει όλη του τη δύναμη διαχωρισμού/δράσης εναντίον του Κράτους. Με μια λέξη: ήταν απαραίτητη η εξέγερση.
Έτσι κάποια τμήματα της Αυτονομίας κατάλαβαν ότι η απόπειρα του εργατισμού είχε όντως τελειώσει, οι αυτόνομες εργατικές Συνελεύσεις που δεν ήθελαν να λυγίσουν μπροστά στον νέο άνεμο που σάρωνε την Ιταλία, δέχθηκαν δριμύτατη κριτική και γελοιοποίηση από εφημερίδες όπως το Rosso: «εργατική κεντρικότητα» σήμαινε εκείνη την εποχή εντατικοποίηση της σύγκρουσης και να διασχίσουν όλα τα προλεταριακά στρώματα με τον στόχο να ανασυντεθεί επάνω σε ένα ενιαίο επίπεδο επαναστατικής συνέπειας, εκεί όπου δεν υπήρχε πια διαφορά μεταξύ εργατών εργοστασίων, νεανικού προλεταριάτου, γυναικών σε αγώνα, καταπιεσμένων μειονοτήτων, αστικού υποπρολεταριάτου και όλων όσων ήθελαν να συμμετάσχουν. εργατική Κεντρικότητα = κεντρικότητα του αγώνα, τελεία.
Piano forte sobre las barricadas 201
Το πρόβλημα της οργάνωσης θα μπορούσε να λυθεί μόνο με την αποδοχή της πολυπλοκότητας του Κινήματος, κάνοντας να προχωρήσουν μπροστά οι πρωτοπορίες σε όλα τα κανάλια του αγώνα, αλλά κυρίως εξυψώνοντας τις διαφορές που επέβαλε το Κίνημα στην πραγματικότητα ως προσδιορισμούς, και έτσι, με τα λογικά και συναισθηματικά τους άλματα, οπλίζοντας τους και θέτοντας την ανασύνθεση με όρους μιας συλλογικής προόδου στη σύγκρουση, παρά μια ισοπέδωση σε ένα μόνο δοχείο ή στην προσκόλληση σε κάποιο θαυματουργικό Υποκείμενο.
Η Senza Tregua-Δίχως Ανακωχή στέκονταν αμήχανη, σαστισμένη με εκείνη που φαινόταν σαν μια σωστή ρήξη χονδρικά, αλλά αυτό κατά τη γνώμη της διέτρεχε τον κίνδυνο να σύρει μαζί του τον πλούτο που αντιπροσώπευαν χιλιάδες εργάτες που είχαν πολεμήσει εκείνα τα χρόνια.
Έγραψε ότι ήταν απαραίτητο να εγκαταλειφθεί η παρεξήγηση, που υπήρχε μέσα στην Αυτονομία, σαν κάποιοι να είναι υπέρ του συγκεντρωτισμού και άλλοι να επιβεβαιώνουν αντιθέτως τη γενίκευση των αυθόρμητων συμπεριφορών, εκείνων που ήθελαν την «εργατική κεντρικότητα» και αυτών που στόχευαν σε εκείνη των αναδυόμενων προλεταριακών στρωμάτων.
Για τη SenzaTregua, το ζήτημα ήταν να δοθεί αξία και να αξιοποιηθεί το δίκτυο των εργοστασιακών πρωτοποριών που υφίστατο επίθεση εκείνη τη στιγμή, αν και θεωρούσε σωστό να μην υποτάξει την επιθετική δύναμη του κινήματος στην αντίσταση από εργοστάσιο σε εργοστάσιο. Αυτό δεν σήμαινε ότι η επαναστατική οργάνωση έπρεπε να αποτελείται φυσικά από εργάτες:
Η ιδέα μας για την «εργατική κεντρικότητα» ξεκινά από το αντίθετο του να θεωρείς πως, ναι η κρίση και η αναδιάρθρωση έχουν πραγματοποιήσει γιγάντια βήματα ως προς τους διαχωρισμούς και τις ρήξεις που έχουν γίνει στην εργατική τάξη ως τέτοια όπως την έχουμε γνωρίσει τα προηγούμενα χρόνια, αυτό που είναι σημαντικό να σωθεί και να επαναπροσδιοριστεί είναι το υποκειμενικό επίπεδο, το κομμουνιστικό δίκτυο, η φιγούρα του εργάτη αγωνιστή, η πολιτική και οργανωτική κληρονομιά του κύκλου αγώνων της δεκαετίας του εξήντα. 13
Ως εκ τούτου, η πρότασή της ήταν να οργανωθούν οι σχέσεις δύναμης εδαφικά με βάση την ηγεσία κομμουνιστικών εργατικών πυρήνων ικανών να ανασυνθέτουν τα διάφορα προλεταριακά στρώματα. 13 «Qué organización necesita la autonomía obrera? Ποια οργάνωση χρειάζεται η εργατική αυτονομία;», Senza Tregua, Μάρτης του ’77 Ιταλία, marzo de 1977 Italie. Le Mouvemet. Les intellectuels, Τα Κινήματα. Οι διανοούμενοι, París, Seuil, 1977.
202 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
Το Rosso εν τω μεταξύ παρακολουθούσε πυρετωδώς τα ρωμαϊκά γεγονότα, την ανεξέλεγκτη εξάπλωση των πράξεων ανατροπής στη χώρα και συνεπώς την αλλαγή ρυθμού, βήματος που απαιτούσε η κατάσταση.
Φαινόταν να έχει τέλεια συνειδητοποίηση όταν δηλώνει πως, σε αυτό το επίπεδο, οργάνωση σημαίνει μόνο «την επιστήμη του διαφορετικού και την πρακτική της ασυνέχειας […] τη συνεχή (ασυνεχή) διάρθρωση μαζικών δράσεων και δράσεων πρωτοπορίας […] αδύνατο να διακρίνει κανείς ένα στοιχείο από το άλλο, όπως ακριβώς να υποτάσσεται το ένα στο άλλο […] Η πολιτική οργάνωση προχωρά […] με μαζικά άλματα».
Αλλά ταυτόχρονα φαινόταν ξεκάθαρο ότι αυτό το οργανωτικό βήμα έπρεπε επίσης να καλύπτεται από έναν παράγοντα υποκειμενικό και πρωτοπορίας, σε μια τέτοια περίπτωση αυτό σήμαινε όχι μόνο ικανότητα να εκφραστεί μια πολιτική γραμμή πάνω στην οποία θα μπορούσε να διαρθρωθεί η πολλαπλότητα των αυτονομιών, αλλά κυρίως αυτή του να μπορείς να συγκεντρώνεις, τούτο ναι, να μπορείς να αποφασίζεις «στιγμές αγώνα, μέχρι την απόφαση της εξέγερσης«.
Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, ήταν η μαχητική ικανότητα να σπάσει τα μπλόκα που επέβαλε ο αντίπαλος «ανοίγοντάς τα βίαια, χτυπώντας τον εχθρό μία, δύο, τρεις φορές, τρομοκρατώντας τον, αφοπλίζοντάς τον, κάνοντας τον να νιώσει τον καταιγιστικό θόρυβο, το βρυχηθμό ανυπομονησίας των προλεταριακών αναγκών». με άλλα λόγια, τη παροχή ένοπλων πρωτοποριακών δομών ικανών να φορτσάρουν αυτά τα «μπλόκα».
Αλλά για να μην υπάρχει καμία σύγχυση, καμία επιστροφή στην πρόταση των παλαιών θεωριών του κόμματος: «Δηλαδή δεν θέλουμε να φτιάξουμε πικαρέσκο κόμμα, ούτε ένα πυρήνα από χάλυβα: και τα δύο απάνθρωπα, αν και το πρώτο μπορεί να φαίνεται πιο ωραίο για όσους στην εποχή της ηλεκτρονικής, θέλουν να στείλουν στο διάολο το ατσάλι.
Έτσι, η μόνη εφικτή πρόταση ήταν πως το κόμμα, αυτό ναι, η εγκάρσια οργάνωση των αυτονομιών, να οικοδομηθεί μέσω ενός «προοδευτικού συντονισμού πρωτοβουλιών […]. Δεν έχουμε άλλη θεωρία από αυτή που έχουμε δηλώσει. Μόνο η πρακτική είναι το κριτήριο της αλήθειας».14 Αυτό έγραψε το Rosso τον φεβρουάριο του ’77: δεν υπάρχει έκκληση για διαμεσολάβηση με τους θεσμούς και πολύ λιγότερο σε μια «προσαρμογή του καπιταλισμού».
Η έφεση, αν υπήρχε μια, αφορούσε ρητά τη συγκρότηση εσωτερικών γραμμών προς το Κίνημα που θα ωθούσαν προς το άνοιγμα μιας πολλαπλότητας μετώπων αγώνα που θα κατάφερναν, με τη σειρά τους, να εξαπολύσουν μια εξεγερτική διαδικασία.
Την «υποκειμενική» σύγκρουση –τον διάχυτο ανταρτοπόλεμο– που αυτή την περίοδο έθεταν σε εφαρμογή αρκετές δεκάδες αυτόνομων συναθροίσεων που απαντούσαν σε δύο γραμμές επίθεσης: η πρώτη ενάντια στο διάχυτο εργοστάσιο, που εκείνη τη στιγμή συνδέεται με τον αγώνα κατά της αναδιάρθρωσης και της κοινωνικής διοίκησης. η άλλη, η οποία εκφράζεται, για παράδειγμα, μέσα από τις περιπολίες, παραπέμπει σε ένα ρίζωμα στην επικράτεια των κοινωνικών πρωτοποριών ως έμβρυα αντιεξουσίας και συνδέεται κατευθείαν με την άμεση έκφραση των προλεταριακών αναγκών κατά της μητρόπολης.
14 Rosso, núm. 15-16, febrero-Φεβρουάριος de 1977. Piano forte sobrelas barricadas 203
Από τη μια πλευρά, για παράδειγμα στο Μιλάνο, ομάδες όπως οι Κομουνιστικές Ταξιαρχίες- Brigate Comuniste αναλαμβάνουν την ευθύνη μιας καταστροφικής επίθεσης στα νέα κεντρικά γραφεία της Face Standard, που προσπαθούσε να διαμελίσει την παραγωγή για να μειώσει την συγκρουσιακή δύναμη των εργατών. από την άλλη, η Ronda Armata Giovani Proletari-Ένοπλη Περιπολία Νεαροί Προλετάριοι εισέβαλε στην Electrowaren μέρα μεσημέρι, ταυτοποιημένη ως κέντρο μαύρης εργασίας στη γειτονιά (πολλοί φοιτητές και επισφαλής νεολαία είχε πράγματι εργαστεί εκεί στην κατασκευή οικιακών συσκευών).
Οι εργαζόμενοι αναγκάστηκαν να φύγουν και τα κεντρικά γραφεία πυρπολήθηκαν. Είναι ένα είδος δράσης που διαδίδεται επίσης στη Ρώμη, στο Τορίνο, στην Πάντοβα, στη Μπολόνια, στην
επαρχία, σε οποιοδήποτε μέρος υπήρχαν αυτόνομες ομάδες γειτονιάς ή πόλης.
Ο αριθμός των απαλλοτριώσεων στα πολυκαταστήματα αυξήθηκε ιλιγγιωδώς, σε σχέση με την πυκνότητα της πολιτικής παρανομίας, που εξαπλώθηκε ραγδαία και όλο και πιο συχνά κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων. Γύρω στο ’77 έλαβαν χώρα δεκάδες επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα και στρατώνες καραμπινιέρων την ευθύνη των οποίων ανέλαβαν τα πιο ποικίλα και με φαντασία αυτόνομα ακρωνύμια.
Επιπλέον, γεννήθηκαν πολλές περίπολοι και κομάντα αποτελούμενα από γυναίκες. που επιτέθηκαν σε επιχειρήσεις και εταιρείες που ειδικεύονται στην εκμετάλλευση της γυναικείας εργασίας ή τις δομές υγείας που εμπλέκονται στη βιοπολιτική καταστολή των γυναικών.
Στην Πάντοβα η Αυτονομία σχετίζεται με τις πολιτικές συλλογικότητες του Βένετο και με τις κομμουνιστικές επαναστατικές επιτροπές οι οποίες πέτυχαν, ξεκινώντας από το ’77, μια εκθετική ανάπτυξη και πειραματίστηκαν με νέες μορφές μητροπολιτικής επίθεσης, όπως ένοπλους αποκλεισμούς των κεντρικών οδικών κόμβων της πόλης, απομονώνοντας ορισμένες περιοχές εντός των οποίων σημειώθηκαν ταυτόχρονα δράσεις απαλλοτρίωσης και επίθεσης• ή τις περίφημες «νύχτες της φωτιάς» κατά τις οποίες λάμβαναν χώρα δεκάδες ένοπλες επιθέσεις σε όλη την περιοχή. Χωρίς να υπολογίζονται οι πολυάριθμες ενέργειες απαλλοτρίωσης τραπεζών και ένοπλης πάλης κατά των αφεντικών και βαρόνων στα πανεπιστήμια.
συνεχίζεται
#free_Michailidis
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος αέναη κίνηση