Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Τον πρώτο που συνάντησα καθώς πάτησα το πόδι μου μετά από πολλά πολλά χρόνια στην πόλη μου, ήταν ο Άκης. Τον γνώρισα από μια φωτογραφία που μου είχε στείλει τελευταία ο Σόλωνας. Ο Άκης δεν με γνώρισε.
Δεν του μίλησα.
Ήταν όμορφος πολύ ο Άκης, μελαχρινός με μάτια κατράμι και σπαστό ίδιου χρώματος μαλλί. Τύπος αθλητικός, σφιχτοδεμένος. Ίδιος με τον παππού του από τη μεριά της μάνας του. Το κεφάλι του όμως ήταν άδειο και στα μέσα του κυκλοφορούσε μονάχα ο εαυτός του. Περιστασιακά βέβαια κυκλοφορούσε μέσα του και κάποιο κορίτσι παρασυρμένο από την εξωτερική του ομορφιά. Πολύ σύντομα όμως τον παρατούσε καθώς ανακάλυπτε τον εγωιστικό του κακό χαρακτήρα.
Ήταν σιωπηλός πάντα ο Άκης. Σπάνια μιλούσε, κι όταν άνοιγε το στόμα του ήταν μόνο για να ζητήσει χρήματα από τη μάνα του και από τον παππού του. Αχαΐρευτος, ρέμπελος, χαραμοφάης. Τον χειμώνα σέρνονταν από καφέ σε καφέ και τα καλοκαίρια γυρνοβολούσε στα beach bar, αραγμένος σε μια ξαπλώστρα με ένα φραπέ στο χέρι. Κόντευε τα σαράντα πέντε και στη ζωή του δεν είχε κάνει απολύτως τίποτα. Υπεύθυνοι για για την κατάντια του ήταν η μάνα του και ο παππούς του ο Στέφανος. Ο Άκης και ο Άκης η μάνα του όσο ήταν μικρός, το παιδί και το παιδί παρόλο που έγινε κοτζάμ άντρας, ο παππούς του. Τον παραχάιδεψαν, και να τώρα. Το Άκης ήταν το χαϊδευτικό του και του το κόλλησε ο πατέρας του ο Παντελής. Για να μην ακούει το όνομα του πεθερού του ολόκληρο που δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά. Ένεκα το ρετιρέ. Πάτησε πόδι η Νικολέτα στα βαφτίσια του κι έβγαλε το όνομα του πατέρα της όταν έμαθε τα τσιλιμπουρδίσματα του προκομένου της όσο αυτή ήταν στο κρεβάτι έγκυος λόγω επισφαλούς εγκυμοσύνης. Όχι βέβαια πως αυτή ήταν “αμέπτου ηθικής” που λένε, αλλά να, είπε να βάλει ένα τέλος στις διατάσεις των ποδιών της, πράγμα για το οποίο εγώ κι ο Σόλωνας είχαμε ιδίαν γνώση. Εκ του σύνεγγυς, και εξ “ανόμου επαφής”, όπως έλεγε στο κατηχητικό σαν ήμασταν μικροί ο παπά Βασίλης .
Υψηλού κινδύνου είχε χαρακτηρίσει ο γιατρός της την εγκυμοσύνη της εξαιτίας κάποιων επικίνδυνων επιπλοκών κι έμεινε κρεβατωμένη τους τέσσερις τελευταίους μήνες κατά τους οποίους ο Παντελής τα έδωσε όλα. Γιατρός της ήταν ο πατέρας τού Σόλωνα. Κλινικάρχης μεγάλος.
Με τον Σόλωνα ήμασταν στην ίδια ηλικία, συντοπίτες, και στην ίδια γειτονιά τα σπίτια μας. Μαζί στο δημοτικό και στο γυμνάσιο κι ύστερα συμφοιτητές στη Ιατρική Θεσσαλονίκης και ερωτικοί αντίζηλοι. Ο σπόρος του διαβόλου ήταν η Νικολέτα. Λιώναμε κι οι δυο για τα μεγάλα πράσινα μάτια της, τα ζουμερά κατακόκκινα χείλη της, τα ολοστρόγγυλα στητά στήθη της, λουλούδια που ήταν ανθισμένα ακόμα και στο καταχείμωνο. Το δέρμα της στιλπνό, ρόδινη φρέσκια η σάρκα της. Πόθος. Ερωτική φαντασίωση.
Τρία χρόνια μικρότερή μας ήταν, γειτονοπούλα μας κι αυτή. Ένα μυξιάρικο ήταν ως την πέμπτη γυμνασίου, κι όταν γυρίσαμε το καλοκαίρι του δεύτερου έτους των σπουδών μας είδαμε στη θέση τού μυξιάρικου, μια γυναίκα. Σε τρεις μήνες έγινε γυναίκα. Από το Πάσχα ως το καλοκαίρι. Γυναίκα όμως!
Γυναίκα και διάβολος μαζί πες καλύτερα. Την μοιραστήκαμε και την γευτήκαμε και οι δυο. Έπαιζε μαζί μας εκείνη. Και χώρια και ταυτόχρονα. Κι ύστερα μια μέρα, μας παράτησε έναν πίσω από τον άλλον – κι εγώ έπεσα να πεθάνω – καθότι αποφάσισε να παντρευτεί τον Παντελή. Τον Παντελή, το ομορφόπαιδο, τον Άδωνι. Πυροσβέστης ο Παντελής, έσβηνε την ερωτική της κάψα, όσο εμείς βρισκόμασταν στον τόπο των σπουδών μας.
Τεσσάρων μηνών ήταν η Νικολέτα στον Άκη και τρεις μήνες δεν είχαν περάσει από τα ερωτικά της παιχνίδια με μας και ούτε από τον γάμο της με τον Παντελή. Όπως ήταν φυσικό λοιπόν, τρεις διεκδικούσαν τον τίτλο του πατέρα τού αγέννητου, καθότι ασυγκράτητοι στις ερωτικές μας συνευρέσεις. Ευτυχώς όμως το παιδί έμοιασε στον παππού του τον Στέφανο. Δύο τρία χρόνια μετά η Νικολέτα έστειλε και τον Παντελή. “Φτάνει”, του είπε, “τράβα στις γκόμενές σου”. Μόνη τώρα η Νικολέτα μεγάλωνε τον Άκη, και σαν ξεπετάχτηκε λίγο αυτός, τον ανέλαβε ο παππούς του. Μια εγώ και μια ο Σόλωνας κοιτούσαμε τον μικρό να μεγαλώνει, και εγώ έβλεπα στα μάτια του, τα μάτια μου, κι ο Σόλωνας το στρογγυλό του πρόσωπο και τα σγουρά μαλλιά του. Το μόνο σίγουρο πάντως ήταν πως δεν έμοιαζε διόλου του Παντελή. Εγώ, της έκανα νύξη, “έλα” της είπα, μα με απέρριψε. Να πέσω να πεθάνω και πάλι, εγώ. Ο ερωτιάρης.
Ο Άκης μεγάλωνε, μεγάλωνε, μεγάλωσε κι έγινε παιδάκι, εμείς τελειώσαμε τις σπουδές μας, ο Σόλωνας άρχισε ειδικότητα στο Νοσοκομείο – μαιευτική όπως ήταν φυσικό -, εγώ στο Ερλάνγκεν της τότε Δυτικής Γερμανίας ψυχιατρική, και η Νικολέτα, γυναίκα ζουμερή και όμορφη περισσότερο από ποτέ, ζούσε και χαιρόταν τη ζωή της όπως γούσταρε και αγαπούσε. Δεν παντρεύτηκε ξανά. Μου έλειπε αυτή η γυναίκα.
Τα χρόνια περνούσαν, τελειώσαμε με τις ειδικότητές μας, ο Σόλωνας ανέλαβε την κλινική του πατέρα του, κι εγώ έφυγα στην Αμερική, όπου συνέχισα τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα στο Μπέρμιγχαμ. Ερευνητής και αργότερα ακαδημαϊκός. Πέρασαν χρόνια, παντρεύτηκα κι απέκτησα δύο κόρες. Έζησα καλή ζωή. Δεν έχω παράπονο. Λίγο όμως πριν αποσυρθώ από τη δουλειά μου χώρισα και έτσι αποφάσισα να επιστρέψω στην πατρίδα. Πεθύμησα τον τόπο μου, την πόλη μου. Να γυροβολήσω στα σοκάκια της ήθελα, να μυρίσω την αλμύρα τής θάλασσας και….και να δω τη Νικολέτα.
Και την είδα. Γυναίκα! Γυναίκα όμορφη. Πιο όμορφη κι από όταν ήταν νέα. Λες και δεν πέρασε ο χρόνος γι αυτήν. Την ερωτεύτηκα ξανά. Ψέματα λέω, απλά ξύπνησε ο παλιός έρωτας μέσα μου που τώρα κατάλαβα ότι ποτέ δεν είχε σβήσει.
Της το είπα.
“Δεν ξέρεις”, μου είπε. “Τίποτα δεν ξέρεις.”
“Τί δεν ξέρω;” τη ρώτησα.
Δεν μου απάντησε.
Λίγες μέρες μετά εγώ κι ο Σόλωνας τα πίναμε στον “Βράχο”. Η αγαπημένη μας ταβέρνα ήταν. Εκεί λέγαμε τα μυστικά μας, μιλούσαμε για τους έρωτές μας, για τα όνειρά μας. Εκεί μιλούσαμε για την Νικολέτα και προσπαθούσαμε να βρούμε λύση. Δεν μας πείραζε που την μοιραζόμασταν. Θέλαμε, ο ένας για χάρη τού άλλου να κάνει πίσω, μα έλα που την θέλαμε και οι δυο το ίδιο παθιασμένα.Ύστερα εκείνη, παντρεύτηκε τον πυροσβέστη, κι άλλαξαν όλα.
Εκείνη τη μέρα το πρωί με πήρε στο τηλέφωνο ο Σόλωνας.
“Στις εννιά στον Βράχο”, μου είπε, “έχω να σου πω”. Και πήγα. Και νά’μαστε τώρα. Ήπιαμε ήπιαμε, μιλήσαμε μιλήσαμε, πέρασε ώρα πολλή, κάναμε κεφάλι, τα μάτια μας κοκκίνισαν και κάποια στιγμή με κοιτά ο Σόλωνας στα μάτια βαθιά. Ένιωσα το βλέμμα του να διαπερνά τη κόρη των ματιών μου, να εξωστρακίζεται στο εσωτερικό του κρανίου μου κάνοντας αλλεπάλληλες καραμπόλες.
“Τί;”, μπόρεσα να αρθρώσω την μονοσύλλαβη αυτή ερωτηματική λεξούλα.
Εκείνος αργά σαν να αριθμούσε ένα ένα τα γράμματα:
“Ο Α-κ-η-ς ε-ί-ν-α-ι α-δ-ε-ρ-φ-ό-ς. μ-ο-υ” είπε, και χαμογέλασε.
Δεν ξέρω μετά από πόση ώρα συνειδητοποίησα και κατάλαβα αυτό που μου είπε.
“Ο πατέρας σου και η Νικολέ……τα;”
Με κοίταξε ξανά με το ίδιο βλέμμα και ξαναχαμογέλασε.
Του το είχε πει ο πατέρας του, λίγο πριν πεθάνει. Το τεστάρησε ιατρικώς.
Την είδα ξανά την Νικολέτα ένα καλοκαιρινό ζεστό βράδυ. Δίχως φεγγάρι. Καθίσαμε στην αμμουδιά της Ρέμβης. Της μίλησα….την κοίταξα στα μάτια….
Με κάλεσε για φαγητό στο ρετιρέ που κληρονόμησε από τον πατέρα της.
Τώρα που σας μιλώ κοιμάται γυμνή στην αγκαλιά μου…
… ζωή σε ξαναζώ….
Δεκέμβριος 2020
*****
“Άνομα Πάθη”