Dark Mode Light Mode

ΕΥΣΕΒΙΑ Η ΕΥΣΕΒΗΣ στην αγρυπνία του Δεκαπενταύγουστου

της Τασούλας Γεωργιάδου*

Και βίρα κούναγε νευρικά τη βεντάλια να δροσίσει ματαίως το πρόσωπό της. Κόμποι κόμποι ο ίδρωτας στο μουστάκι και το κούτελο, ρυάκι στην ράχη κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης. Ήταν και αυτό το μαύρο, μακρύ σχετικά, φόρεμα των παρακλήσεων με τα τρουακάρ μανίκια για να καλύπτει τα χαλαρά, μες την κυτταρίτιδα, κρεμασμένα πετσιά των μπράτσων. Είχε σπεύσει από νωρίς να πιάσει το στασίδι κοντά στην πλαϊνή, νότια πόρτα, του ναού. Παρέβλεψε ότι ακριβώς δίπλα ήταν τα στηρίγματα των ψηλών, ίσα με το μπόι της, λαμπάδων για τα τάματα των πιστών. Λίγο να φύσαγε έμπαινε η κάψα κατά ριπάς. Το λιβάνι από την άλλη την ζαβλάκωνε. Τα μαλλιά της είχαν πατικωθεί στους κροτάφους και μόλις τα ακουμπούσε κόλλαγαν από το σύννεφο της λακ που είχε αδειάσει πάνω τους για να κρατήσει το κτένισμα.  Όλα την ενοχλούσαν γύρω. Όσο και να δονούσε ρυθμικά τη βεντάλια δεν ανακουφιζόταν. Πώς θα έβγαζε την αγρυπνία[1];

«Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τη Θεοτόκω το χαίρε»

Ο κόσμος συνωστιζόταν να προσκυνήσει, σπρωξίδι  και τσαλαπάτημα. Και αυτές με τις βαθιές μετάνοιες και τους μεγάλους σταυρούς, όλο και σουρομαδούσαν την λουλουδένια γιρλάντα της εικόνας της Χάρης της. “Τι κάνεις κυρά μου, αν καθεμιά πάρει από ένα λουλούδι, τα κοτσάνια θα φρουρούν την Κοίμηση;” αν μπορούσε θα σκαμπίλιζε δυο τρεις. Ουφ, ουφ, ουφλάντιζε περιοδικά.

«Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς.

Χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και Αγγέλων οφθαλμοίς»,  την επανέφερε η φωνή του ιερέα.

Άσε και αυτήν στην μπροστινή καρέκλα, που σηκωνόταν κάθε τόσο με την έξοδο του παπά στην Ωραία Πύλη. Την έπαιρνε μια μπόχα από βαρύ δρωτάρι ανακατεμένο με το μύρο, αυτό που άδειαζαν στα χέρια και τις κόμες των προσκυνητών κατά την είσοδο καθώς κολλούσαν το αυτοκόλλητο της  ιερής πανήγυρης οι κυρίες και δεσποινίδες του φιλόπτωχου συλλόγου της ενορίας. Την εκνεύριζε και το συνθετικό εμπριμέ φουστάνι της με το κακογαζωμένο φερμουάρ που σχημάτιζε ένα τελικό σίγμα,“Πού ράβεσαι καλέ, δες το ρούχο σε κάνα καθρέφτη”.

«Χαίρε, δι’ ης νεουργείται η κτίσις. Χαίρε, δι’ ης βρεφουργείται ο Κτίστης», πρέπει να συγκεντρωθεί στην ακολουθία.

Α! να και δασκάλα των αγγλικών της κόρης της όταν ήταν στο Δημοτικό. Συνοδεύει την πεθερά της που τώρα κινείται δύσκολα στηριγμένη  στο μπαστουνάκι της  με την ασημένια λαβή. Αλλά το μαλλί, μαλλί από κομμωτήριο με ελαφρά λουλακί να σπάει την ασπρίλα. Κοίτα με τι προσοχή την διευκολύνει,με τι σεβασμό! Ξέχασε πως της έψησε το ψάρι στα χείλη όταν αγαπιόντουσαν με τον άντρα της σαν ήσαν φοιτητές. Δεν την ήθελε την ξεβράκωτη για τον κανακάρη της που σπούδαζε νομικά για να πάρει το γραφείο του πατέρα του. Δώδεκα χρόνια δεσμός μέχρι να τα καταφέρουν και στο γάμο είχε κάτι μούτρα ίσαμε το πάτωμα.

«Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε δι’ ης κατέβη ο Θεός.

Χαίρε, γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν» ψάλλει ο παπάς.

«Χαίρε νύμφη ανύμφεφθε!» Προσθέτει και τη δική της φωνή

Βρε, βρε να και τα ωραία. Καλά το ’λεγαν και δεν το πίστευε. Η Ερασμία, δυο χρονών χήρα διευθυντού της Εφορίας,  με τον παλιό της αγαπητικό, τον φούρναρη. Ήρθαν να προσκυνήσουν αντάμα τα τρυγονάκια. Και αυτός ποιος είναι πάλι με το κοντοβράκι και το αμάνικο. Βρε αδελφέ σε εκκλησία μπαίνεις. Τι κι αν βράζει ο τόπος, βάλε ένα μακρύ παντελόνι, ένα ελαφρύ πουκάμισο. Μπα, ξένος είναι, παραθεριστής. Οι ντόπιοι προσέχουν  το ντύσιμο, φοβούνται μην τους επιπλήξει και ο ιερέας.

Αίφνης μια απότομη διαστολή έφερε μεγάλη ποσότητα αίματος στα τριχοειδή της  αγγεία. Μια έντονη έξαψη, απ’ αυτές που την βασανίζουν τα τελευταία χρόνια με την εμμηνόπαυση, της φούντωσε τη θέρμη στο πρόσωπο και τα λαιμά της. Τι που δονεί το ριπίδιο. Πετάχτηκε ενστικτώδικα  να βγει στην αυλή να πάρει ανάσα που πνιγόταν πριν τελειώσει το απόδειπνο. Ας χάσει και το στασίδι, ας κάτσει και κάνας άλλος.

Βγαίνοντας φουριόζα έπεσε πάνω σε τρία τέσσερα αγορόπουλα που κυνηγιόντουσαν. “Κουντούρντισαν τα παλιόπαιδα, τι τα φέρνουν οι μανάδες τους. Εδώ έρχεται ο κόσμος με κατάνυξη να προσκυνήσει. Χώρος για παιγνίδι είναι; Μπαίνουν, βγαίνουν, σκουντιούνται μιλάνε, σέβας μηδέν. Στο σχολείο δεν τους λένε τίποτε πια. Πώς να σταθούν, πότε να σταυροκοπηθούν, πότε να σηκωθούν, τίποτε…”.

Γύρω στα πεζούλια καθισμένες πολλές γυναίκες άκουγαν τη λειτουργία από τα εξωτερικά μεγάφωνα. Στην είσοδο ακόμη ήταν ανθρώπινες ουρές  που πάσχιζαν να προχωρήσουν στα παγκάρια και τις στολισμένες εικόνες της Κοίμησης. Πήγε να βρει κάποια θέση στο πεζούλι της περίφραξης πίσω από το Ιερό. Από την ανατολική πλευρά ερχόταν λίγη αύρα από τη θάλασσα, έτσι που  ήταν κτισμένος ο ναός στην άκρη της χερσόνησος της παλιάς πόλης. Βρήκε μια γωνιά σ’ ένα μιντέρι. Η έξαψη συνέχιζε. Ψαχούλεψε στην τσάντα της για τη βεντάλια. Έβγαλε μια άλλη με δαντέλα στην άκρη. Συνειδητοποίησε πως την άλλη την ξέχασε στην πλάτη του στασιδιού. Σ’ όλες τις τσάντες της είχε βεντάλιες. Κοίταξε μηχανικά τα σχέδια χωρίς να τα βλέπει. Ήταν μια που έφερε η θυγατέρα της από ταξίδι της στην Ισπανία. Απαραίτητο γυναικείο αξεσουάρ για το θερμά Ιβηρικά καλοκαίρια.

Έκατσε έξω σε όλη τη Λειτουργία. Πλησίαζε η ώρα της θείας Μετάληψης καιρός να μπει ξανά μέσα. Στριμώχνονταν οι ευσεβείς μπροστά στο Iερό ατάκτως.

«Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» κάλεσε τους πιστούς ο ιερέας. Άρχισε το σύνηθες στρίμωγμα.

«Πρώτα οι άντροι!» αναφώνησε η καντηλανάφτισσα προσπαθώντας να βάλει τάξη μια και πίστευε πως είχε μια τέτοια εξουσία σε παραγγέλματα και επιπλήξεις. Όλοι βιαζόντουσαν. Θέλεις η ζέστη, θέλεις η πολυήμερη νηστεία, θέλεις η νύστα τους έκανε όλους ανυπόμονους.

«Με τάξη χριστιανοί, με τάξη και κατάνυξη να προσέρχεστε!» προέτρεπε ο ιερέας προκειμένου να τους συνετίσει. Φθάνοντας η Σέβη μπροστά στο Ιερέα έκανε το σταυρό της. Πήρε από τον προηγούμενο πιστό το μάκτρο[2], ψιθύρισε «Ευσεβία» ευκρινώς για να το ακούσει ο ιερέας έτσι, ώστε να το μνημονεύσει όταν την κοινωνεί. Πήρε αντίδωρο και βγήκε σκορπίζοντας γενναιόδωρα γύρω της το «βοήθειά σας».

Βγαίνοντας από την εκκλησιά ένα απαλό ευεργετικό αεράκι που ερχόταν από την θάλασσα της χάιδεψε το πρόσωπο.Το λυκαυγές υποσχόταν τη γέννηση μιας όμορφης ημέρας. Πήρε το δρόμο της επιστροφής μόνη, δεν επιτάχυνε το βηματισμό της να σμίξει με τις τρεις γειτόνισσες που προπορεύονταν να γυρίσουν παρέα. Δεν είχε όρεξη για κουβέντα και η παρέα αυτή ήταν γνωστή για τη φλυαρία της. Ένοιωθε ικανοποιημένη. Είχε κάνει το καθήκον της. Είχε πάει σ’ όλες τις παρεκκλίσεις, τήρησε τη δεκαπενθήμερη νηστεία, φόρεσε παράλληλα τα μαύρα ρούχα,καθαρή και φροντισμένη προσήλθε να μεταλάβει.

Στον παραλιακό δρόμο κοντά στο καρνάγιο διέκρινε  τον Στέφο με τον σκύλο του. Έτσι σχεδόν αξημέρωτα  ξεκινούσε καθημερινά όλο το καλοκαίρι να πάει για ψάρεμα. Με το τζιν σορτσάκι του, το καλάμι, το καλάθι του και το κολλημένο στο κεφάλι του καπελάκι τζόκεϋ εδώ και κάμποσα χρόνια,απ’ όταν έχασε τα μαλλιά του.

«Χρόνια Πολλά γείτονα! Δεν ήρθες ν’ ανάψεις ένα κερί. Της Παναγίας είναι σήμερα!» τον πήρε από τα μούτρα, κουνώντας το δάκτυλο η Ελισάβετ από την παρέα των μαυροφορεμένων.

«Εσύ κρατάς το απουσιολόγιο φέτος;» αντιμίλησε ο Στέφος και τις προσπέρασε κατσούφης και βαρύθυμος. «Α, να μου χαθείτε παλιοκαλιακούδες, νυχτερίδες του κερατά.» μουρμούρισε μες τα δόντια του, έτσι που μόνο η Σέβη τον άκουσε.

Τον Στέφο τον γνώριζε από παιδί. Εργατικός και λεβέντης, δούλευε στο μηχανουργείο στο καρνάγιο. Ερχόταν μες τις μουτζούρες στη θάλασσα για μπάνιο και μετά δυο μακροβούτια έβγαινε… ένας έφηβος των Αντικυθήρων που αναστάτωνε τα κοριτσόπουλα. Ξεχώρισε κι αγάπησε την Ανθούλα. Ζηλευτό ειδύλλιο. Τους θυμόταν σαράντα χρόνια πριν, τέτοια μέρα, που ερχόντουσαν στην αγρυπνία πιασμένοι από το χέρι. Τους στραβοκοίταζαν οι γηραιότεροι και πρόθυμοι καλοθελητές τους κάρφωναν με τα λόγια τους στους γονιούς της· πως τραβιόταν με τον μουτζούρη. Και άναβε ο καυγάς στο σπίτι της κοπελιάς, έπεφταν και χαστούκια. Αλλά η αγάπη τελικά άντεξε και γίνανε ζευγάρι με τις ευλογίες τους. Ήρθε, όμως, η βαριά αρρώστια. Σκλήρυνση κατά πλάκας. Υπέφερε πολύ η Ανθούλα. Έκανε προσευχές ο Στέφος, άναψε πολλά κεριά, έταξε λαμπάδες. Δεν τα κατάφερε η μαύρη, έφυγε τόσο νέα. Από τότε αγρίεψε ο Στέφος. Κλείστηκε στον εαυτό του, ξέκοψε απ’ όλους. Έδινε, όμως, πάντα να του ανάψει ένα κερί η Σέβη στην Κοίμηση. Εκείνος δεν είχε τα κουράγια να πάρει προς τα κει τα πόδια του.

«Αυτή τη δουλειά κάνουν οι αθεόφοβες, κουτσομπολιό και κατηγόριες. Κοινώνησαν κιόλας…» είπε στη Σέβη που τον καλημέρισε. «Αυτοί που έχουν καθαρούς λογισμούς και σκέψεις, καθαρή καρδιά και αμόλυντη ζωή, μπορούν να κοινωνήσουν μόνο.» συμπλήρωσε.Κι αυτός που δεν κατόρθωνε να το επιτύχει, το σεβόταν και το τηρούσε.

Τις ήξερε και η Σέβη τις προϋποθέσεις που όριζε ο ιερός Χρυσόστομος. Τις ήξερε και … μάλλον τις παραβίασε σήμερα.“Θεέ μου, συγχώρα με. Ίδια, όμοια με τις άλλες είμαι κι εγώ”έκανε την αυτοκριτική της αναλογιζόμενη τις σκέψεις της στην εκκλησιά. Κι άφησε να της φύγει ένας αναστεναγμός απογοήτευσης.

 *Η  Τασούλα Γεωργιάδου [Καβάλα 1956] είναι επίτιμη Σχολική Σύμβουλος Φυσικών Επιστημών. Αφού παίδεψε επί τριανταπέντε χρόνια μαθητές, φοιτητές και καθηγητές με τη Χημεία και τη Διδακτική της, με τις ΤΠΕ και την Προστασία Μνημείων, καταπιάνεται με τον πεζό λόγο.Έχει δημοσιεύσει διηγήματα/αφηγήσεις/ χρονογραφήματα σε λογοτεχνικά έντυπα και ιστοτόπους ποικίλης ύλης.

[1]Την παραμονή της εορτής από το απόγευμα στους ναούς γίνονται: εσπερινός, παράκληση, απόδειπνο με χαιρετισμούς, όρθρος και θεία λειτουργία

[2]Το κόκκινο πανί το οποίο τοποθετούμε στο πηγούνι μας

Προηγούμενο άρθρο

«Πάμε βόλτα» στην πλατεία της Λεκάνης για να ξυπνήσουμε αμέτρητες γλυκιές αναμνήσεις (video)

Επόμενο άρθρο

Η εποχή είχε τελειώσει προ πολλού… Η δική μου