Η χρονιά που σε μερικές μέρες τελειώνει… απεδείχθη… “μπρος κορονοϊός και πίσω Τουρκοιός”. Ένας μολυσματικός ιός έφερε τα πάνω κάτω στην Ευρώπη και τον κόσμο, φυλάκισε, βασάνισε και αφάνισε πολίτες, τόσο οικονομικά, όσο και βιολογικά, με εκατομμύρια να έχουν νοσήσει, και να έχουνε χάσει τη ζωή τους.
… Εκτός όμως από αυτόν στην Ελλάδα στη διάρκεια του 2020, είχαμε και την κορύφωση της επέλασης ενός άλλου ιού, τοξικού, κακόβουλου, κακότροπου, που απειλεί όλη την περιοχή από τον Καύκασο μέχρι τη Λιβύη, την Κύπρο και την Ελλάδα…
Ενός αναπαλαιωμένου «Χαλιφάτου», που με επικεφαλής τον δικτάτορα Ερντογάν,οργανώνει παράνομες στρατιωτικές επιχειρήσεις, χρηματοδοτεί τρομοκρατικές οργανώσεις και ενέργειες, στρατολογεί τζιχαντιστές μ’ αποτέλεσμα λουτρά αίματος σε χώρες της Δύσης, διεξάγει γενοκτονίες, εκβιασμούς, παρανομίες, μεταφέρει και χρησιμοποιεί ανθρώπους σαν λαθροεισβολείς, εκβιάζοντας και απειλώντας όμορα κράτη.
Μια εικόνα ενός μορφώματος μεταξύ κράτους-παρακράτους και χαλιφάτου, που καμμιά σχέση δεν έχει με αυτό που εννοούμε και γνωρίζουμε σαν κράτος της Δύσης και πολιτισμένο τρόπο ζωής.
Και ενώ στη περίπτωση του κορονοϊού ολόκληρος ο πλανήτης συνεργάστηκε για να τερματιστεί η πανδημία μέσω του εμβολίου, και απ’ ό,τι φαίνεται τα καταφέραμε, στη περίπτωση της Τουρκίας, η Ελλάδα πρέπει να βρει μόνη της το εμβόλιο εξουδετέρωσης των απειλών του γειτονικού “Τουρκοϊού”.
Δυστυχώς όμως η από την 19/1/1996 μέχρι την πρόσφατη διπλωματική μας ήττα στις Βρυξέλλες, Ελληνική εξωτερική πολιτική, που συνήθως γίνεται με κριτήριο το εκάστοτε κομματικό συμφέρον, και αποδέχεται για το λόγο αυτό, κάθε είδους εκβιασμών, απειλών, παραβιάσεων, αμφισβητήσεων, «γκριζαρίσματος», καταπατήσεων κλπ, μας υπενθυμίζει συνεχώς ότι παρά τους λόγους για τους οποίους ενταχθήκαμε στην τότε ΕΟΚ , το πρόβλημα παραμένει «ελληνοτουρκικό» και όχι «ευρωτουρκικό».
Έτσι λοιπόν ας μην αγκιστρωνόμαστε ηλιθιωδώς, και μόνο για εσωτερική κατανάλωση, σε ψεύτικες ελπίδες για κατανόηση από τις Βρυξέλλες, ή το Βερολίνο, μένοντας εμμονικοί σε μια λαθεμένη και επικίνδυνη συνταγή σύμφωνα με την οποία πρέπει να είμαστε πάντοτε δεδομένοι, υπάκουοι, και προβλέψιμοι και τότε κάποιος θα μας λυπηθεί και θα μας συνδράμει. Αυτή η ίδια από το 1996 και μετά στάση μας, έδωσε τη δυνατότητα και άφησε διπλωματικό χώρο στη Τουρκία για να απαιτεί αυτά που της συμφέρουνε.
Αν συνεχισθεί και την αρχόμενη δεκαετία αυτή η πολιτική πηγαίνουμε με μαθηματική ακρίβεια σε πλήρη ρήξη με τη Τουρκία, επειδή όσο εμείς είμαστε «υπάκουοι», και δεν θέλουμε να κακοκαρδίσουμε τους «εταίρους» και «συμμάχους», αυτή θα μεγαλώνει τις αξιώσεις της σε βάρος της Ελλάδας, μέχρι εκεί που δεν θα υπάρχει περιθώριο περαιτέρω υποχώρησης μας, και έτσι μοιραία θα έρθει η αντίδραση μας , αλλά από χειρότερες τότε θέσεις.
Δεν πρέπει ποτέ όπως έχω αναφέρει και στο παρελθόν να παραβλέπουμε ότι η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί προς όφελος της το «κενό» που αφήνει η σταδιακή απόσυρση του ενδιαφέροντος των μεγάλων δυνάμεων από τη περιοχή μας, και η στροφή τους προς τον Ειρηνικό, και η ανάδειξη της σε «τοποτηρητή» αυτών, γεγονός όμως που της έχει δημιουργήσει αντιπαλότητες, με άλλες χώρες της περιοχής, Γαλλία, Αίγυπτος, Ισραήλ, ΗΑΕ, Σαουδική Αραβία, μέχρι και Ινδία, λόγω συμμαχίας ΤουρκοΠακιστανικής.
Τις αντιπαλότητες αυτές και την περιθωριοποίηση της Τουρκίας πρέπει ν’ αξιοποιήσουμε, με συμφωνίες αμοιβαίου οφέλους και κινδύνων, μειώνοντας ταυτόχρονα την εξάρτηση μας από μια ανύπαρκτη γεωστρατηγικά «Ένωση», και τη μόνιμη σύμμαχο της Τουρκίας, Γερμανία.
Ας μην μας διαφεύγει ότι η Τουρκία, όσο και αν απειλεί την Ελλάδα, στην ουσία φοβάται μια γενικευμένη σύρραξη με την Ελλάδα, π.χ. 1987, 1996, 2006,…2020, παραμένουσα στις γνωστές απειλές και εκφοβισμούς, γνωρίζοντας και περιμένοντας κέρδη από τη συνηθισμένη Ελληνική διστακτικότητα και υποχωρητικότητα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα αναλάβει ρίσκα αν χρειαστεί, και τίποτε δεν αποκλείει μια στρατιωτική σύρραξη άγνωστης έκτασης ούτε βέβαια αποκλείεται η εκτόνωση της κατάστασης, μέσω ενός νομικά ισχυρού διαλόγου.
Όσοι όμως στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ζητάνε επίμονα από τις Ελληνικές κυβερνήσεις ένα διάλογο «εν λευκώ» με τη Τουρκία, και έτσι η Ελλάδα να έχει σαν μοναδική στρατηγική της , τον διάλογο, προτείνουνε τη μισή λύση, επειδή ο απέναντι συνομιλητής μας είναι ο επιθετικός και κακότροπος γείτονας μας, που μόνο απαιτεί και ποτέ δεν μοιράζεται.Όσες φορές Ελληνικές κυβερνήσεις εγκλωβίστηκαν στην στρατηγική του διαλόγου, χωρίς την εναλλακτική της στρατιωτικής αποτροπής, οδηγήθηκαν σε αδιέξοδα.
Η συμφωνία της Μαδρίτης το 1997, μετά τη κρίση των Ιμίων, 31/1/1996, και τα όσα ακολούθησαν, αυτό αποδεικνύουνε.
ΘΩΜΑΣ ΚΑΡΑΚΑΣΗΣ