Η Φιλαρέτη Κομνηνού ξεχωρίζει για την αρχοντική της ομορφιά και την υποκριτική της δεινότητα. Γεννήθηκε στην Ξάνθη, μεγάλωσε στην Καβάλα, σπούδασε στην Θεσσαλονίκη, ζει στην Αθήνα.
Έχει έναν γιο, τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Γιώργο Παπαγεωργίου.
«Δεν ήθελα ποτέ να περάσω την ζωή μου μέσα στα καμαρίνια στα κοστούμια και τα μακιγιάζ. Μέσα από αυτή την υπέροχη μεν αλλά πλαστή πραγματικότητα. Θυμάμαι την Λιβ Ουλμαν που, μετά τα πενήντα της, είχε πει ότι “αν με ρωτήσουν πως πέρασα την ζωή μου δεν θα ήθελε να πω ότι έπαιζα ρόλους, αλλά ότι έζησα”.
Κι εγώ πιστεύω ότι έχω ικανοποιήσει το απωθημένο του να ζήσω και να κάνω πράγματα που μου δίνουν μεγάλη χαρά και με κάνουν πιο πλήρη.
Κι αυτό έγινε ειδικά τις δύο τελευταίες δεκαετίες με τα ταξίδια. Ανακάλυψα πόση χαρά μου δίνει ένα ταξίδι και δίνω πια χρόνο σ΄ αυτά. Θα ήθελα να παίζω κάποιους μήνες στο θέατρο και κάποιους άλλους να τους ξοδεύω στα ταξίδια…
Και μάλιστα σε προορισμούς που δεν είναι τόσο τουριστικοί.
Πιάνω τον εαυτό μου να διηγείται για το θέατρο και την υποκριτική αλλά και για τις εμπειρίες των ταξιδιών που έχουν καταγραφεί μέσα μου».
Στα παιδικά μου χρόνια κάθε λίγο και λιγάκι συστηνόμουν, ειδικά στα σχολεία
«Το πρώτο ιδιαίτερο ταξίδι που έκανα ήταν όταν πήρα την απόφαση να πάω με έναν φίλο σκίπερ και το καταμαράν του στο Capo Verde. Για δεκαπέντε μέρες γυρίζαμε από το ένα νησάκι στο άλλο. Περνούσαν μέρες χωρίς να βλέπουμε κανένα άλλο πλεούμενο στην θάλασσα. Ήμασταν στο πουθενά.
Έμενες άφωνος από την απόλυτη ομορφιά. Θυμάμαι τις πρώτες δύο μέρες ήθελα να φύγω, γιατί κουβαλούσα την πόλη μέσα μου.
Ένα άλλο απωθημένο που ικανοποίησα ήταν να πάω στο Εκουαδόρ και στον Αμαζόνιο… Ήμουν πολύ τυχερή που τα έκανα και με την πρώτη ευκαιρία θα τα ξανακάνω. Με τα ταξίδια γνωρίζεις ανθρώπους, νοοτροπίες και συμπεριφορές.
Και με βοήθησαν στην προσαρμοστικότητα.
Με έμαθαν να σέβομαι οτιδήποτε έχει σχέση με την φύση και τα φυσικά φαινόμενα.
Ταξίδια είναι και οι ρόλοι, ταξίδια και οι συνεργασίες.
Μεγάλο ταξίδι του μυαλού και της φαντασίας και της ψυχής σου είναι να παίξεις στην Επίδαυρο, να αρθρώσεις αυτόν τον λόγο στο αρχαίο δράμα. Είναι πολύ ισχυρά και πολύ δυνατά, με έντονο κίνητρο.
Αλλά αν κάποιος μου ζητούσε να διαλέξω, αδυνατώ να ανταποκριθώ. Θέλω και τα δύο».
«Γεννήθηκα στη Δράμα, μεγάλωσα στην Καβάλα. Ο πατέρας μου αστυνομικός, και γι΄ αυτό πολλά χρόνια ήμασταν από μετάθεση σε μετάθεση. Θυμάμαι μόνιμα τον εαυτό μου να αποχαιρετά τους φίλους, τα σχολεία, βαρύ αυτό. Κι έχω την εικόνα του φορτηγού με πάνω όλα τα πράγματα του σπιτιού, μια μετακόμιση κάθε τρία-τέσσερα χρόνια. Και με κάποιον τρόπο έρχεται το θέατρο μετά και συνεχίζει αυτή την μετακόμιση:
Αλλάζεις θέατρα, καμαρίνια, συνεργάτες, ανθρώπους. Είσαι σε μόνιμη αναχώρηση, τίποτα δεν νοιώθεις πως είναι σταθερό και συγκεκριμένο. Έχει κάτι της περιπέτειας και της εξερεύνησης.
Στα παιδικά μου χρόνια κάθε λίγο και λιγάκι συστηνόμουν, ειδικά στα σχολεία. Αναγκαστικά με άνοιξε σαν άνθρωπο, ήταν θέμα επιβίωσης.
Με την αδελφή μου τη Στέλλα, επτά χρόνια μικρότερη, ήταν δύσκολο τότε να μοιραστούμε όλα αυτά.
Την αγαπάω πάρα πολύ. Τώρα εκείνη και τα παιδιά της είναι η οικογένειά μου. Νομίζω ότι έχω μια από τις ωραιότερες αδελφικές σχέσεις».
«Πήρα το όνομα της γιαγιάς μου και δεν ήθελα ποτέ κανένα υποκοριστικό, κι ας το προσπάθησαν. Το αγαπώ πολύ. Θυμάμαι μια φορά που ήρθε στο καμαρίνι μια κυρία με το κοριτσάκι της που το έλεγαν Φιλαρέτη –της το είχαν δώσει γιατί, όπως μου είπαν, με αγαπούσαν πολύ και ήθελαν να την βαφτίσουν έτσι.
Στην εφηβεία μου όλη η οικογένεια μετακόμισε στην Θεσσαλονίκη και εκεί αράξαμε πια. Ως το 1996 που κατέβηκα στην Αθήνα.
Μετά το σχολείο πέρασα στην Φιλοσοφική. Ήταν μια παρέα μέσα στο Πανεπιστήμιο που ενδιαφερόταν για κινηματογραφικές προβολές, θεατρικά έργα κι εγώ πολύ δειλά και από περιέργεια μπήκα σ΄ αυτή την ομάδα.
Κι ένα βράδυ σε μια από τις περίφημες ταβέρνες της Θεσσαλονίκης, την “Δόμνα” άκουσα ένα κορίτσι να λέει “εγώ σε τρεις μέρες θα δώσω εξετάσεις στην σχολή του Κρατικού”.
Ρώτησα κι έμαθα τι ακριβώς ζητούσαν –έναν μονόλογο κι ένα ποίημα. Τα έμαθα σε δύο μέρες και πήγα. Τόσο συμπτωματικά έγιναν όλα. Πόσο κανείς μπορεί να πιστεύει στο τυχαίο και το συμπτωματικό»;
Στις εξετάσεις, στην επιτροπή ήταν ο Μίνως Βολανάκης, άλλη μια ευλογημένη σύμπτωση γιατί η εγώ η εικόνα που παρουσίασα ήταν απίστευτη: Ξέχασα τα λόγια, δεν θυμόμουν το ποίημα καλά, έκλεισα τα μάτια από το τρακ, ζήτησα μια καρέκλα γιατί δεν μπορούσα να το αντιμετωπίσω όλο αυτό και όταν έφυγα ήξερα ότι επρόκειτο για βατερλό. Δεν περίμενα να περάσω.
Εκ των υστέρων έμαθα, ότι έβαλε βέτο ο Βολανάκης και είπε ότι αυτή την κοπέλα την θέλω…
Του το χρωστάω, του το οφείλω. Αν τότε δεν περνούσα, επειδή δεν είχα στόχο να γίνω επαγγελματίας ηθοποιός, περαστική ήμουν, μπορεί να μην ξανάδινα εξετάσεις. Δεν είχα φανταστεί ότι η ζωή μου θα συνδεόταν με το θέατρο. Όμως πήγα και στην σχολή του ΚΘΒΕ και το Πανεπιστήμιο τέλειωσα».
Ναι είχα μεγάλους έρωτες. Και με ερωτεύθηκαν και ερωτεύθηκα.
«Ο Βολανάκης έπαιξε ρόλο και στην συνέχεια. Μου έδωσε και υποτροφία. Ενοιωθα πάντα το βλέμμα και την παρουσία του πολύ προστατευτική. Με παρακολουθούσε. Μια μέρα που ήμουν πολύ κουρασμένη από διπλή παράσταση μου είπε “εσύ μικρή μου όταν κουράζεσαι παίζεις πολύ καλύτερα”.
Τον θεωρώ μεγάλο θεατράνθρωπο, δεν πήγαινε με τους κανόνες… “Πότε θα ανοίξεις τον άσσο που έχεις στο μανίκι σου και τον κρατάς κλειστό;” μου έλεγε στις αρχές την πορείας μου που διαισθανόταν ότι ήμουν κρατημένη…
Ήταν εκεί σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής μου, μου έδωσε και την ώθηση και την αγκαλιά».
«Οι γονείς μου πληγώθηκαν πολύ με την απόφασή μου να ασχοληθώ με το θέατρο. Έβλεπα την απογοήτευσή τους –περίμεναν από μένα ακαδημαϊκή καριέρα, οικογένεια, παιδιά και όχι να γίνω θεατρίνα. Δεν το θεωρούσαν αξιοπρεπές σαν επάγγελμα.
Χρειάστηκε να φύγω από το σπίτι κάποιο διάστημα, ήταν μεγάλη η πίεση. Ίσως είχα βάλει ένα πείσμα να καταφέρω να κάνω θέατρο και συγχρόνως εκείνοι να μην ντρέπονται για μένα.
Άλλες εποχές βέβαια γι΄ αυτό και βλέπω με επιείκεια την στάση τους. Και ομολογώ ότι όταν ήρθε ο δικός μου γιος και μου είπε ότι θέλει να γίνει ηθοποιός, ένοιωσα ένα περίεργο σφίξιμο –κυρίως λόγω της ανασφάλειας και των δυσκολιών. Γιατί το θέατρο, το έχει πει ο Λόρενς Ολίβιε αυτό, χρειάζεται ταλέντο, τύχη και αντοχή. Υπάρχει τόσο έντονο το εγώ και ο ανταγωνισμός που είναι πολύ ψυχοφθόρα και πρέπει να βρίσκεις τρόπους να ανταπεξέρχεσαι.
Εχω ζηλέψει πολλές φορές τις μοναχικές πορείες κάποιων καλλιτεχνών, όπως του συνθέτη. Το δικό μας το ομαδικό, όσο κι αν είναι μαγικό γιατί η ομάδα σε εμπνέει –όπως στο μπάσκετ που πρέπει να δώσεις καλή πάσα στον άλλον για να μπει καλάθι, έχει τις δυσκολίες του».
«Δεν πίστευα ιδιαίτερα στην εμφάνισή μου. Με απασχολούσε μόνο όταν έπαιζα έναν ρόλο που ήταν άμεσα εξαρτημένος από αυτό, από την εικόνα που περιγράφει ο συγγραφέας. Όπως ήταν η Ελενα στον “Θείο Βάνια” που το επισημαίνει ο συγγραφέας.
Όταν όμως ο ρόλος είναι ουδέτερος, αδιάφορος, εκεί δεν με απασχολεί καθόλου. Η εμπειρία μου έχει δείξει ότι η οποιαδήποτε ομορφιά κουβαλάει μια ηθοποιός δεν είναι απαραίτητο να βγαίνει πάνω στην σκηνή.
Ασφαλής σαν γυναίκα;
Έχω θαυμάσει πολύ όμορφα κορίτσια, δεν είχα για τον εαυτό μου αυτή ακριβώς την αίσθηση. Ό,τι γινόταν, γινόταν ερήμην μου, χωρίς να το πλασάρω, αυθόρμητα. Δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν μου άρεσε κιόλας. Κι αυτό έχει να κάνει περισσότερο με τις προσωπικές σχέσεις και μια αίσθηση χορτασμένου στις ερωτικές μου σχέσεις».
«Ναι είχα μεγάλους έρωτες. Και με ερωτεύθηκαν και ερωτεύθηκα.
Το έζησα πολύ έντονα, αλλά έκανε κι αυτό τον κύκλο του. Η αγωνία της επιβεβαίωσης μετά τα πενήντα φέρνει μια υστερία. Και δεν αφορά μόνο στην ομορφιά, αλλά κυρίως στην αισθητική γενικότερα –να μην έχει τίποτα το φτηνιάρικο.
Ναι, είμαι μια αυτόνομη γυναίκα. Κάποιες στιγμές βρέθηκαν κάποιοι άντρες που θα μπορούσαν να μου εξασφαλίσουν μια ζωή άλλου τύπου με ασφάλεια και οικονομικό στάτους. Αλλά αν εγώ έπιανα τον εαυτό μου να βαριέται, το έβαζα στα πόδια χωρίς δεύτερη σκέψη».
«Παντρεύτηκα μικρή, στα 21 και σχεδόν έναν χρόνο μετά έκανα τον Γιώργο. Ο Αργύρης, ο (πρώην) άντρας μου υπήρξε ένας καλλονός της εποχής του. Είχε βιβλιοπωλείο. Στα χρόνια εκείνα ο καλλονός της οικογένειας ήταν ο Αργύρη.
Και ο Γιώργος μοιάζει πολύ στον πατέρα του.
Το παιδί ήρθε αναπάντεχα στην ζωή μου. Μόλις είχα βγει στο θέατρο ως επαγγελματίας. Ήταν είσαι τόσο μικρός, δεν λειτουργείς τόσο έντονα με το μητρικό ένστικτο, έρχεται αργότερα. Ευτυχώς είχα την μητέρα μου που έτρεχε -βράχος.
Μετά με τον Γιώργο μεγαλώναμε σαν αδέλφια. Αργότερα ήρθε το μάνα-γιος. Χώρισα μετά από δώδεκα χρόνια.
Ερωτεύθηκα μετά αλλά δεν ξαναπαντρεύτηκα γιατί δεν νομίζω ότι βρήκα έναν άντρα με τον οποίο θα ήθελα να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί του, να γεράσουμε μαζί».
«Μ΄αρέσει η μοναξιά, ή καλύτερα η μοναχικότητα και την διεκδικώ. Επειδή κάνω μια δουλειά με πολύ κόσμο, διαφορετικούς ανθρώπους, σαν μόνιμο πανηγύρι, είναι φορές που χρειάζομαι να είμαι μόνη, για να ισορροπήσω.
Θυμάμαι σε ένα ταξίδι μου στην Σικελία, μια μέρα νοίκιασα μόνη μου αυτοκίνητο, έκανα μια εκδρομή και έφτασα ως την Ταορμίνα, όπου και έμεινα το βράδυ, ειδοποιώντας τους φίλους που με φιλοξενούσαν ότι θα επιστρέψω την επομένη. Αυτή η αίσθηση της ελευθερίας και της αυτονομίας, ότι δεν έχω κάπου να λογοδοτήσω, είναι κάτι που δεν μπορώ να το ανταλλάξω με κάτι άλλο –την ασφάλεια, δηλαδή που οδηγεί στην ρουτίνα και την βαρεμάρα».
Ως γυναίκα όμως ομολογώ ότι με πονάει, με πληγώνει η φθορά του χρόνου
«Ο Βολανάκης ήταν ο καλός μου άγγελος –βγαίνοντας από την σχολή με πήρε ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, που μόλις είχε επιστρέψει από οντισιόν κι έπαιξα την Μπιάνκα στο “Ημέρωμα της Στρίγγλας”.
Στον Λυκαβηττό όταν παίξαμε είχε έρθει ακόμα και ο Κουν…
Μετά από δεκατρία χρόνια στο Κρατικό, είχα αρχίσει να αισθάνομαι το φαινόμενο του θερμοκηπίου και αποφάσισα να κατέβω στην Αθήνα.
Η Μάγια Λυμπεροπούλου σκηνοθετούσε τον “Θείο Βάνια” με τον Παπαμιχαήλ και τον Αλεξανδράκη. Δεν μπορούσα να αντισταθώ στην πρόταση της Μάγιας να βρεθώ πάνω στην σκηνή με αυτούς τους δύο ηθοποιούς. Το αποφάσισα και κατέβηκα.
Είχε όμως ήδη κλείσει μέσα μου ο κύκλος της Θεσσαλονίκης.
Φόρτωσα ένα Citroen που είχα τότε στο τραίνο με όλα τα πράγματα και κατέβηκα στην Αθήνα –στην Πλάκα».
«Η σχέση μου με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο που τώρα πια διδάσκω υποκριτική (σ.σ. από το 2008 πρώτα ως επίκουρη καθηγήτρια και τώρα ως αναπληρώτρια) ξεκίνησε από εξάμηνα σεμινάρια. Μου αρέσει πολύ η διδασκαλία.
Και, ναι, πράγματι έχω μια διαισθητικότητα με τους φοιτητές μου. Ίσως γιατί κι εγώ οφείλω στον Βολανάκη.
Λένε για το ταλέντο, αν χρειάζεται ή όχι, για να γίνεις ηθοποιός.
Πιστεύω ότι επιβάλλεται να έχεις αυτό το πρώτο υλικό, κάτι ακατέργαστο. Το χρειάζεσαι για να μπορέσεις μετά να το βοηθήσεις να εξελιχθεί, να καθαρίσει και να ξεμπλοκάρει τις πιθανές αναστολές. Γιατί και ο ψυχολογικός παράγοντας επηρεάζει την δουλειά μας».
Η επιστροφή στην τηλεόραση
«Είχα αποφασίσει να ζήσω πια με τις ωραίες τηλεοπτικές αναμνήσεις που είχα. Ήμουν τυχερή γιατί τα σίριαλ που έκανα ήταν συνήθως μεταφορές μυθιστορημάτων με σχεδόν μόνιμο συνεργάτη τον Κώστα Κουτσομύτη.
Μόνο κάτι καλό έχω να θυμάμαι από τις εποχές της τηλεόρασης, που με κάλυπτε και καλλιτεχνικά. Ποτέ δεν αντιμετώπισα τους τηλεοπτικούς ρόλους ανώδυνα. Το ίδιο με απασχολούσαν και με βασάνιζαν.
Η πρόταση για την “Αγγελική” ήρθε μέσα στο καλοκαίρι, με τον χειμώνα να φαίνεται δυσοίωνος για το θέατρο. Μου πήρε λίγο χρόνο να το σκεφτώ. Το συζητήσαμε με την Μαίρη Μηνά και με τον Γιώργο Χρυσοστόμου, που είναι γνωστοί, φίλοι και συνεργάτες από το θέατρο».
«Διαβάζοντας τα πρώτα σενάρια, έπιασα τον εαυτό μου να ιντριγκάρεται από τον ρόλο της Αθηνάς Αργυρού. Συνήθως αυτοί οι ρόλοι παίζονται από άντρες ηθοποιούς. Και τους ζήλευα λίγο γιατί και η υποκριτική τους συμπεριφορά δεν είναι προφανής.
Εδώ έχουμε μια γυναίκα που για να υπερασπισθεί την οικογένειά της γίνεται από σκληρή ως αδίστακτη. Η Αθηνά δεν είναι προβλέψιμος ρόλος. Μπαίνει η αρρώστια, ο φόβος του θανάτου κι έτσι ο κυνισμός της έχει και τις ευαισθησίες του.
Έμμεσα μου θυμίζει συμπεριφορές που παραπέμπουν στην μαφία –όπου η οικογένεια παίζει καθοριστικό ρόλο».
«Η τηλεόραση έχει μια ιδιαιτερότητα: Σου δίνει την ευκαιρία να γίνεις κριτής του εαυτού σου, να τον δεις και να διορθώσεις, κάτι που το θέατρο δεν επιτρέπει. Το θέμα της επιτυχίας και της τηλεθέασης με απασχολεί ως ενός σημείου.
Φυσικά και θέλω να έχει επιτυχία και τηλεθέαση, αλλά δεν είναι το πρωτεύον. Εμένα με ενδιαφέρει να συγκεντρωθώ σ΄ αυτό που πρέπει να κάνω: Είναι μια γυναίκα που έχει παιδιά και εγγόνια, που είναι γιαγιά –ενδόμυχα μπορεί να επιθυμώ και να γίνω γιαγιά, και είναι και άρρωστη.
Είναι κάπως αντιφατικό αυτό που νιώθω.
Ως ηθοποιό δεν μ’ απασχολεί καθόλου η φθορά του χρόνου, εξάλλου οι ρόλοι φθοράς υποκριτικά έχουν περισσότερο ενδιαφέρον. Στην τηλεοπτική σειρά, στις σκηνές που η ηρωίδα μου βρίσκεται στο νοσοκομείο, χάνει τα μαλλιά της από ακτινοβολίες, ερμηνευτικά επειδή με ενδιαφέραν πολύ βγήκα και αχτένιστη, και άβαφη και ταλαιπωρημένη.
Το θεωρώ αυτονόητο για την αληθοφάνεια της σκηνής. Ειδικά δε, όταν αγγίζεις τέτοιες καταστάσεις η οποιαδήποτε ωραιοπάθεια καλά θα κάνει να πάει καμιά βόλτα…».
«Ως γυναίκα όμως ομολογώ ότι με πονάει, με πληγώνει η φθορά του χρόνου.
Θέλει γερό κουράγιο να την αποδεχτείς και να συμφιλιωθείς μαζί της, βλέπεις δεν βοηθάει και η εποχή μας που αποθεώνει με κάθε τρόπο την ατσαλάκωτη ομορφιά.
Τα μπότοξ και τα πρησμένα χείλη παρελαύνουν πανηγυρικά και επιβάλλουν μια θλιβερά όμοια μάσκα. Προσωπικά πάντως σ΄ αυτό το bras de fer με τον χρόνο προσπαθώ να διατηρήσω την ψυχραιμία μου αν και κάποιες φορές που είδα φωτογραφίες ωραίων γυναικών που θαύμαζα τσακισμένων από το αμείλικτο άγγιγμα του, μου βγήκε αυθόρμητα εκείνο το “Α ρε Χρόνε Αλήτη”.
Πιστεύω άλλωστε ότι στην εικόνα καταγράφεται με ό,τι εκπέμπεις και πόσο έχεις ισορροπήσει με το μέσα σου και τον τρόπο ζωής σου. Όλα φαίνονται -και το ανεκπλήρωτο και το απωθημένο. Το πόσο χορτασμένος είσαι και το πόσο έχεις κλείσει τους κύκλους της ζωής σου με τον τρόπο που εσύ θέλεις, είναι κάτι που αποτυπώνεται πάνω σου».
Η τηλεοπτική σειρά «Αγγελική» προβάλλεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 από τον Αlpha.