Φοβάμαι
Δεν – ξέρω – πώς – τώρα – μου – ήρθε – πάλι αυτό. Πώς γεννήθηκε στα μέσα μου. Ίσως απ’όλα αυτά που ακούω από τη τηλεόραση. Παντογνώστες πολλοί, με λόγια λόγια λόγια. Παχιά και ψεύτικα. Είναι και που ο γιος μου εφτά χρόνια τώρα βρίσκεται στη ξενιτιά και ανατρέχει ο νους μου στο τότε.
Στο σχολειό του, στο πανεπιστήμιο, στο διδακτορικό του, στα μεταδιδακτορικά του.
Στον παιδεμό του να δει τη ζωή του και να τη ζήσει.
Να ζήσει, με όλη της λέξης τη σημασία.
*
“Μπορείς να κοροϊδεύεις έναν άνθρωπο πολλές φορές, μπορείς να κοροϊδεύεις πολλούς ανθρώπους λίγες φορές, δεν μπορείς όμως να κοροϊδεύεις πολλούς ανθρώπους πολλές φορές”.
Κάπως έτσι το είπε ο Λίνκολν, μα εγώ όμως νομίζω πως στην Ελλάδα τουλάχιστον, μπορεί κάποιος να κοροϊδεύει πολλούς ανθρώπους πολλές πολλές φορές συνέχεια.
Το πόσες φορές όμως, δεν ξέρω. Δεν το γνωρίζω αυτό. Κι αυτό είναι με τρομάζει πολύ. Και ο λόγος που με τρομάζει και με κάνει να φοβάμαι πολύ, είναι πως νομίζω ότι πλησιάζει η ώρα που άλλα ψέματα δεν χωρούν. Και είναι η ώρα αυτή, αυτή της μεγάλης καταστροφής. Φοβάμαι. Φοβάμαι πως τα παιδιά μας, αυτά που έλαμψαν, που σπούδασαν, έγιναν δάσκαλοι και γιατροί, μηχανικοί και δικηγόροι και επιστήμονες μεγάλοι, δεν θα αντέξουν άλλο. Μα και όλα τα άλλα τα παιδιά μας, οι νέοι μας. Πλησιάζει η ώρα που όσα από τα παιδιά μας αυτά δεν ξενιτεύτηκαν, θα καταστρέψουν την ίδια τη πατρίδα τους.
Για να εκδικηθούν.
Αυτούς που τους κορόιδεψαν, τους πατεράδες τους και τους δασκάλους τους κι όλους εμάς. Κι αυτούς, αυτούς που είχαν τη δύναμη του λόγου και του χρήματος. Αυτούς που τους γέμισαν ψέματα και φρούδες ελπίδες. Που τους έκαναν ντελιβεράδες. Για να κουβαλούν στα σπίτια των νέων, των καινούργιων σπουδαστών και φοιτητών, πίτσες και μπέργκερ πλαστικά. Για να έρθει και αυτών η ώρα να γίνουν κι αυτοί ντελιβεράδες. Κι όσα από τα παιδιά μας που ξενιτεύτηκαν δεν αντέξουν άλλο και γυρίσουν πίσω στη πατρίδα τους, αντίς να φέρουν πίσω μαζί τους όποιο καλό έζησαν στης ξενιτιάς τα μέρη, καπεταναίοι θα γίνουν σε αυτό το σαπιοκάραβο και θα το καταβυθίσουν.
Μια μονάχα ελπίδα μένει.
Να κλείσουν στα αμπάρια αλυσοδεμένους όλους αυτούς που μας γεμίζουν ψέματα, μας κοροϊδεύουν, πλουτίζουν και ζουν σε βάρος των πολλών.
Και εμείς….όλοι εμείς που τους ανεχτήκαμε, σε όλη μας τη ζωή, να αυτομαστιγωθούμε.
Να γονατίσουμε μπροστά τους, μπροστά στα παιδιά μας….
Συγνώμη να ζητήσουμε κι ας μην ελπίσουμε σ’αυτήν.
Συγγνώμη……
Είναι δύσκολες αυτές οι μέρες που ζούμε, μα είναι ευκαιρία να αναλογιστούμε, να σκεφτούμε, να αλλάξουμε, να δούμε τις αλήθειες που κρατάμε από φόβο μέσα μας….
Φοβάμαι πολύ, μα καθόλου όμως δεν φοβάμαι την αρρώστια αυτή που τη λένε πανδημία, παρά φοβάμαι όλα αυτά που γύρω μου συμβαίνουν και τα κοιτώ αμέτοχος. Συμμέτοχος.
Θέλω να σηκωθώ και να πονέσω. Να ζήσω. Θέλω να γίνει η άνοιξη αυτή, μια καινούργια νέα άνοιξη, να αναστηθούμε στ’ αλήθεια μαζί με τον Χριστό κι ας μη γιορτάσουμε την Ανάστασή Του. Να αναγεννηθούμε μαζί με την φύση και να γιορτάσουμε ένα νέο καινούργιο Μάη.
Να ζήσω θέλω, μα το περισσότερο να ζήσω θέλω γι αυτούς που πίσω μου έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή θα αφήσω.
Να ζήσουμε.
“Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω”, είπε ο Ελύτης. Ας προσπαθήσουμε και εμείς να ζήσουμε για τότε που δεν θα υπάρχουμε.
Για τους νέους μας, για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.
Για να μη μας ξεχάσουν….
Για να μας θυμούνται και να μας μνημονεύουν.
Και να μας τιμούν….
Καβάλα 23 Μαρτίου 2020