Τρεκλίζοντας φτάνω στην εξώπορτα, ψάχνω στις τσέπες μου για τα κλειδιά. Μες στη θολούρα μου δυσκολεύομαι να τα βρω.
Χτυπάω το κουδούνι επίμονα, κάθομαι στα σκαλοπάτια, περιμένω. Δεν ξέρω πόση ώρα περνάει, τα σκαλιά παραμένουν σκοτεινά, δεν ακούω κλειδιά να γυρίζουν στην πόρτα. Το βλέμμα μου πέφτει στις κατάξερες γλάστρες, θυμάμαι πως ζω μονάχος, το κρασί δεν έκανε τη δουλειά του… Όμως σαν κάτι να ακούστηκε από μέσα, αναθαρρώ… Όχι, είναι η μοναξιά μου που κάνει θόρυβο, τακτοποιεί την περασμένη μου ζωή… Δεν αντέχω άλλο… Ξαναγυρίζω στην ταβέρνα πιο κάτω. Ας με πάρει ο ύπνος εδώ, στην καρέκλα, η φασαρία από τις φωνές των θαμώνων μου ακούγεται νανούρισμα…
Ξημέρωσε, αραίωσε η αλκοόλη… Ξεκινάω από ΄κει που σταμάτησα… Παραπατώντας τριγυρνάω στην πόλη -απαξιωτικά βλέμματα- θολώνω κι άλλο τις εικόνες για να αντέξω… Τι κουβαλάω μέσα μου κανείς δεν ξέρει. Κάθε μέρα πολεμάω την ελπίδα, προσπαθώ να τη βγάλω απ’ τη σκέψη μου, να ζήσω μακριά της. Είμαστε χρόνια μαζί, βαρέθηκα όμως τη συμπεριφορά της, βαρέθηκα να με γελάει, να αργεί, να μην έχει χρόνο για μένα, να μου λέει πάντα αύριο και εγώ να περιμένω, να περιμένω… Κουράστηκα. Κάθε που νυχτώνει με ξετρυπώνει, μου λέει πως άργησα στο ραντεβού, της φωνάζω πως δεν θέλω πάρε-δώσε μαζί της, να μ΄ αφήσει ήσυχο, είναι αργά για μένα… Χωρίς να το καταλάβω βρίσκομαι σε κεφαλόσκαλο, με βάζει να χτυπήσω το κουδούνι και να περιμένω κάποιος να μου ανοίξει. Μάταια.
Σαν φάντασμα περιπλανιέμαι στους άδειους δρόμους, δεν ξέρω πώς και πού θα τελειώσει το βράδυ…Το επόμενο πρωί με βρίσκει κουλουριασμένο στην άκρη του δρόμου. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα εδώ. Θέλω να σηκωθώ όμως δεν μπορώ, μόνο τα μάτια μου με υπακούνε… Η τελευταία μου σκέψη είναι πως ξέρω το δρόμο, βγάζει στου Φραν. Κάτι με σπρώχνει να πάω ως εκεί. Δεν είναι εύκολο, πονάει όλο μου το σώμα, τρέμω, οι δυνάμεις μου μ΄ εγκαταλείπουν…
Δεν καταλαβαίνω πώς, όμως βρίσκομαι στην καλύβα του, είμαι μπερδεμένος, αναστατωμένος. Το κεφάλι μου βαρύ, το κενό στη μνήμη μου μεγάλο, δεν μπορώ να κάνω περίπλοκες σκέψεις, είναι και η ναυτία που με τυραννάει… Ένα κουβάρι όλα μέσα μου, τα μάτια μου καρφωμένα στην καλύβα, τα νεύρα μου τεντωμένα, περιμένω… Να τος, ανοίγει το παράθυρο, ακουμπάει στο περβάζι το ραδιόφωνο, η μουσική στη διαπασών. Ξεπροβάλλει στην πόρτα, ο σκύλος του ακολουθεί. Σφυρίζοντας τη μελωδία που ακούγεται απ’ το ράδιο κάθεται σε κούτσουρο να πιει καφέ και τσιγάρο. Σηκώνομαι, ίσως να μην με είδε, ίσως να τα φαντάζομαι όλα αυτά.
Πλησιάζω, κάθομαι δίπλα του, περιμένω να μου μιλήσει. Αντί γι’ αυτό σηκώνεται, με κοιτάει βαθιά στα μάτια και εξαφανίζεται, σαν όραμα, σαν αερικό…
Ομιλίες με συνεφέρνουν σιγά σιγά απ’ το λήθαργο, καταλαβαίνω πως υπάρχουν άνθρωποι τριγύρω μου. Τους ακούω να μιλάνε για μένα. «Α, ο Φραν το ρεμάλι είναι», «Κάθε μέρα τα ίδια χάλια», «Δεν τον λυπάμαι, ένα χαμένο κορμί είναι», «Μας αναστατώνει κάθε βράδυ χτυπώντας τα κουδούνια και ύστερα έρχεται να κοιμηθεί εδώ στην άκρη του δρόμου σαν το σκυλί», «Κάποιος να τον μαζέψει επιτέλους», «Μα δεν έχει κανέναν;»
Τα ακούω όλα, δεν μπορώ να αντιδράσω, είμαι σοκαρισμένος…
Καταφέρνω να σηκωθώ μετά από ώρα, δεν κλαίω την κατάντια μου.
Με όση δύναμη μου μένει πηγαίνω στο σταθμό, δεν ρίχνω ματιά τριγύρω.
Ανεβαίνω στο πρώτο βαγόνι που σταματάει μπροστά μου.
Το τρένο ξεκίνησε, κοιτάω απ’ το παράθυρο, όλα μοιάζουν ασάλευτα καθώς τα προσπερνάει.
Το μόνο που θέλω, να ταξιδέψω…
Τώρα έχω παρέα, ο Φραν είναι μαζί μου…