Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Δεν μιλούσε δυνατά, μονάχα ψιθυριστά μιλούσε, λες και ντρέπονταν….ναι, ντρέπονταν μη και ακούσουν οι άλλοι τη φωνή της.
“Είναι περίεργη και άσχημη η φωνή μου.” Έτσι έλεγε, γι’ αυτό και ποτέ δεν την άκουσα ούτε να τραγουδά, έστω ένα στιχάκι, ένα ρεφρέν.
Ψιθυριστά μιλούσε, και μονάχα αυτή, άκουγε, αυτά που η ίδια έλεγε. Και εγώ. Μα εγώ, όχι πως την άκουγα καθαρά κι απόλυτα, αλλ’ όμως καταλάβαινα τι έλεγε. Καταλάβαινα το λόγο της, δίχως να ακούω όλες τις λέξεις καθαρά. Μασημένες, δαγκωμένες τις έβγαζε τις λέξεις. Με βοηθούσαν όμως και τα θαλερά τα μάτια της, γι αυτό, όταν άκουγα τον ψίθυρό της έψαχνα και τα μάτια της.
Κώδικας!
“Φασολάκια ρε μάνα.”
Σα γύριζα στον τόπο μου, στον τόπο που με γέννησε και με μεγάλωσε, στον τόπο που με σημάδεψε για όλη την ύστερη ζωή μου, στη μάνα γη, στη μάνα μου, σα γύριζα λοιπόν στον τόπο αυτό από τον τόπο της φοιτητικής μου ζωής, από τον τόπο που άλλαξε την σκέψη μου και που νιώθω άφατη χαρά κι ευχαριστώ γι αυτό όλες τις “συμπτώσεις” της ζωής μου που άλλοι τις λένε “τύχη”,
με ρωτούσε η μάνα μου ύστερα από τις αγκαλιές και τα φιλιά:
“Τί να σου μαγειρέψω αγόρι μου;”
“Άκου ερώτηση! Φασολάκια ρε μάνα, φασολάκια φρέσκα από τον μπαξέ, ρε μάνα.”
Αυτό….το, αυτό το:
“Τί να σου μαγειρέψω αγόρι μου;”
το έλεγε σαν να ξυπνούσε από λήθαργο
με δυνατή και καθαρή φωνή….
γεμάτη από στοργή και ευτυχία. Ήξερε βέβαια την επιθυμία μου και την απάντησή μου, μα έτσι ρωτούσε.
Ήθελε να το ακούσει.
Τώρα γιατί σας τα λέω αυτά, πως και τα θυμήθηκα;
Ηθικός αυτουργός, ο φίλος, ο συναγωνιστής, η μια από τις πιο όμορφες συμπτώσεις τής ζωής μου….. πέεερα, μακριά από τα δυτικά παράλια της όμορφης πατρίδας μας.
Τα δικά του λόγια έγραψε κι αυτός, τις μνήμες, τις εικόνες και τις γεύσεις του, και εγώ σας τις παραθέτω.
Για την θαραπαή του….
Να είσαι καλά Γιώργο.
**********
Ο κήπος
Του Γιώργου Κωσταρά
“Άιντε παιδί μου”, έλεγε η μάνα μου, “πήγαινε στον κήπο να μαζέψεις φασολάκια”. Και έτρεχα. Ήταν το αγαπημένο μου φαγητό. Ήταν δε ο κήπος, στο κοντιάτι. Τριακόσια μέτρα από το σπίτι.
Μα τί κήπος!
Τα περίφημα κηπάρια των Κωσταραίων. Από τη Σ(щ)κόζα (Με το “Σ” βαθύ όπως στα Σλαβικά το “щ” παρακαλώ), μέχρι τους Λιογγκανιούς οι καλύτεροι μπαξιέδες.
Καμιά δεκαριά πεζούλια μακριά σε μήκος και αρκετά πλατιά, στα οχτώ με δέκα μέτρα. Κοντά στα δέκα στρέμματα όλα μαζί.
Τίποτα δεν έλειπε, όλα τα καλά τα είχε ο κήπος αυτός. Πρώτ’ απ’ όλα ήταν κήπος όλων των εποχών. Κάθε εποχή είχε τα δικά της φρούτα και τα δικά της λαχανικά.
Όλα τα καρποφόρα δένδρα στις ακριές και ανάμεσα στις πεζούλες, στους όχτους. Πορτοκαλιές, λεμονιές, κορομηλιές, κουμπουλιές δαμασκηνιές, ροδακινιές, ροδιές, μηλιές, απιδιές. Και από συκιές; Όλα τα είδη. Διφόρια, μπούχαβα, λιβανιά, (απ’ αυτά γίνονταν οι περίφημες συκομαΐδες για το χειμώνα) και ακόμα, τα τσ(щ)ιαπελόσυκα, (αυτά τα αρμαθιάζαμε περνώντας από μέσα βούρλα) και το χειμώνα, φεύγοντας για το σχολειό, βάζαμε πέντε – έξι στο ταγάρι που είχαμε για σχολική τσάντα. Για το προσφάι μας.
Όλα τα δένδρα ήταν, να το πω έτσι, “Ιερά Δέντρα”. Η φροντίδα τους γίνονταν με τέτοια φυσικότητα όπως σα να πούμε αναπνέει κανείς. Ποτέ δεν σκέφτεσαι από τα πριν, “τώρα πρέπει να αναπνεύσω”.
Εδώ και όλα τα λαχανικά. Πατάτες κρεμμύδια, σκόρδα, πράσα, σπανάκι, ραπανάκια, κουκιά και το αποκορύφωμα, τα καλοκαιρινά, με κορυφαία, τις ντομάτες, τις μελιτζάνες, τις πιπεριές, τα φασολάκια ….. τα φασολάκια!
Κήπος της Εδέμ!
Και στη κορυφή του κήπου αυτού, οι δύο πηγές κοντά κοντά. Εκατό βήματα ήταν δεν ήταν η μια από την άλλη. Με πολύ νερό πάντα. Με αυτό το νερό …. μα τι λέω νερό …. με αυτόν των πηγών τον Αγιασμό ποτίζαμε τον κήπο.
Με Αγιασμό ποτίζαμε τα δέντρα και τα λαχανικά!
Η μικρότερη πηγή, η μπουρίμα, ανάβλυζε κοντά στη βάση ενός μεγάλου βράχου. Το λιθάρι της Τοβολίνας. Ήταν η πιο πλούσια σε νερό, σωστός άμπουλας. Πίσω της, προς το βουνό, ήταν το αλώνι. Γύρω γύρω, θάμνοι με κέδρους, σκίντα, κουμαριές και πουρνάρια. Και πολλή, μα πολλή πέτρα. Μετά φυτεύτηκαν οι καρυδιές. Από την άλλη βελανιδιές, φτελιάδια και σ’αυτά σκαρφαλωμένες αγριοσταφυλιές. Όποιος ανέβηκε σε φτελιά κι έφαγε σταφύλια τέτοια, αυτός ξέρει τι λέω. Και δίπλα στην βρύση ο πλάτανος. Ο μοναδικός στη γύρω περιοχή, πλάτανος.
Τα μεσημέρια, στον πλάτανο αυτό της μεγάλης βρύσης μαζευόμασταν τα αδερφοξάδερφα, ο Δημοσθένης (Δήμος), ο Σωτήρης, ο Θωμάς, η αφεντιά μου, ο Ηρακλής, ο Τέλης (Αριστοτέλης), ο Φώτης και ο μικρότερος όλων, ο Αριστείδης.
Στρώναμε τη φρεσκοκομμένη μυρωδάτη φτέρη καταγής και ξαπλώναμε. Τα τζιτζίκια, ο Θωμάς και ο Τέλης με την πολυλογία τους, δεν άφηναν να κοιμηθεί κανείς.
Δίπλα μας, στα κελαρυστά νερά, δροσίζανε τα φτερά τους λιβελούλες, μέλισσες, πεταλούδες, κοτσύφια και τσαλαπετεινοί. Οι κούκοι και η πέρδικες ήταν νωρίς το πρωί και τα τρυγόνια αργά το απόγευμα.
Κάτω απ αυτόν τον πλάτανο υπαγόρευα λατινικά και αρχαίο κείμενο στον αδερφό μου Δημοσθένη, για να δώσει εξετάσεις τον Σεπτέμβρη, στο μαθηματικό! Και έγινε πολύ καλός μαθηματικός. Να είναι καλά ο πλάτανος.
Τι έμεινε;
Αυτά. Αυτά κι άλλα όμως πολλά των παιδικών μου χρόνων που με καθόρισαν. Όπως όλων μας.
Και αυτή είναι, η θαραπαή μου!
**********
Τα φασολάκια
Σήμερα μαζεύοντας φασολάκια, εγώ, ο Γιώργος Κωσταράς, παιδί κι απόγονος των Κωσταραίων τα θυμήθηκα όλα αυτά. Κι άλλα πολλά θυμήθηκα.
Πού…να τα γράφω τώρα!
Μάζευα το λοιπόν φασολάκια και σκάλιζα τον νου μου και αναθυμιόμουν. Πάντα μου άρεσαν τα φασολάκια. Το καλύτερο από όλα τα καλοκαιρινά φαγητά είναι τα φασολάκια.
Και…τί θέλουν; Τίποτα.
Μονάχα λάδι, κρεμμύδια, μαϊντανό και ντομάτα. Ποτέ δεν το βαριέμαι το φαγητό αυτό. Και γι αυτούς που δεν μπορούν χωρίς κρέας, γίνονται υπέροχα με ζυγούρι.
Καλή μας όρεξη.
Καβάλα – Πάτρα
Ιούνιος του 2019