Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Είναι μεγάλος πολύ ο κόσμος μας. Από την μια άκρη που κοιτάς, ως την άλλη είναι, και από τα πίσω σου, ως εκεί μακριά μπροστά σου είναι, ως εκεί που φτάνει η ματιά σου. Ως εκεί είναι. Μπορεί όμως και πιο μακριά να είναι.
Έτσι τού ‘λεγε η γιαγιά του, η Φωτεινή, που είχε πάει και στην Αθήνα. Εκδρομή.
Κι αυτός, κοιτούσε δεξιά – αριστερά και πίσω – μπρος όλος απορία, και συγχρόνως φούσκωνε από περηφάνια για την γιαγιά που είχε.
Πολυταξιδεμένη και πολύξερη.
Γεμάτη απορίες όμως γύρισε από το μεγάλο αυτό ταξίδι η γιαγιά του, και δυο ήταν οι πιο τρανταχτές, που τις έλεγε και τις ξανάλεγε στους επισκέπτες που έρχονταν, για να τους πει τις εντυπώσεις της.
«Κι πως ρε πιδάκιμ’ τσ’ ήξιρι ολ’ τσι δρομ’ κι δεν χάνουνταν ου ουδηγός τού πούλμαν;»
Η άλλη δε μεγάλη απορία της αφορούσε την αρχιτεκτονική των προγόνων μας. Αναρωτιόταν συνεχώς γιατί αυτό που το έλεγαν Ακρόπολη, το θαύμαζαν όλοι. Και μεις κι οι ξένοι.
«Αυτό ρε πιδάκιμ’ ρημαδιό ήταν, ούλου γκρέμια κι χαλάσματα ήταν, χειρότιρου κι απ’ του Καυκαλή του σπιτ’ ήταν.»
Κι είδε και τους τσολιάδες η κυρά Φωτεινή, και την πλατεία που Ομόνοια την έλεγαν με το συντριβάνι είδε, και είδε και την Στεργιανή, την αδελφή τού «τσιγγούναρου του άντρατς», είδε. Μια σταλιά γυναίκα είχε απομείνει η Στεργιανή, όλο βάσανα ήταν η ζωή της και κείνος ο τσιγγούναρος, δεν ήρθε στην εκδρομή μαζί της για να δει και την αδελφή του.
Στον γυρισμό πέρασαν κι από κείνη την πόλη, που πολλά μοναστήρια πάνω σε κάτι θεόρατα βράχια είχε. Να δεις πως τα έλεγαν. Α ναι, Μετέωρα τα έλεγαν. Και προσευχήθηκε στα μοναστήρια για κείνη την κόρη που έχασε, αλλά και για τους άλλους, τους ζωντανούς, ακόμα και για κείνον, που μοναχή την άφησε στο ταξίδι αυτό να πάει, μη και ξοδέψει κανένα παρά παραπάνω.
«Να τα βραΐσ’ τα λιφτάσ’ κι να πιεις του ζουμίτσ.»
Έτσι του έλεγε για πολύ καιρό αφ’ ότου γύρισε από το μεγάλο ταξίδι της και φυσικά εννοούσε, ότι καμία αξία δεν έχουν τα λεφτά αν δεν βρίσκουν τον τόπο τους.
Για καιρό πολύ κάθονταν μαζί με τον παππού του δίπλα στην γιαγιά του κι άκουγε κι αυτός τις ιστορίες της. Τον λόγο όμως τον απηύθυνε μόνο στον εγγονό της, και το έκανε επίτηδες. «Έτσ’ για να μαθ’»
Σαν εκδίκηση για την τσιγγουνιά του.
«Κι ετσ’ που λες πιδακιμ’, απού δώ, ίσα μι τουν Μπλίκια είν’ η Αθήνα, κι απού τουν Ντράφτσιου ως πέρα απ’ του Κάστρου είνι.»
Ήξερε πολύ καλά τι έλεγε η Φωτεινή, κι ήξερε πολύ καλά γιατί τον μίκραινε τον κόσμο. Δεν τα μπορούσε τα μεγάλα μεγέθη, την τρόμαζαν.
Κι αυτό, αυτός το κατάλαβε, όταν από μικρός έγινε μεγάλος.
Κι αυτό που κατάλαβε είναι, ότι για να τον γνωρίσεις τον κόσμο βαθιά, πρέπει να τον μικρύνεις, να τον φέρεις στα μέτρα σου, και εν ανάγκη τοσοδούλι να τον κάνεις. Στα χέρια σου να τον πάρεις και μέσα του να δεις. Κι ύστερα και συ μικρός να γίνεις και μέσα του να μπεις.
Τότε θα δεις τον κόσμο όλο και θα πεις:
«Σε ξέρω κόσμε,
σε γνώρισα καλά,
σε κρατώ στα χέρια μου.
Δες, εγώ, ο τιποτένιος είμαι.»