Στη μνήμη και τιμώντας τον Corrado Alunni (σε επιμέλεια του Sergio Bianchi)
Ο Corrado Alunni γεννήθηκε στη Ρώμη, στην γειτονιά της περιφέρειας Centocelle, όταν ήταν μόλις είκοσι ετών μετακόμισε στο Μιλάνο όπου άρχισε να εργάζεται ως εργάτης στη Sit-siemens. Εκεί γνώρισε την Paola Besuschio, τον Pierluigi Zuffada και τον Mario Moretti.
Εντάχθηκε στις Ερυθρές Ταξιαρχίες την άνοιξη του 1972. Προηγουμένως είχε περάσει από την εμπειρία της μητροπολιτικής πολιτικής Συλλογικότητας-Collettivo politico metropolitano από την οποία είχε απομακρυνθεί μαζί με τον Μάριο Μορέττι για να επιστρέψει στην πολιτική δουλειά στο εργοστάσιο.
Το 1974 άφησε τις BR για να προσεγγίσει τον αυτόνομο χώρο του «Rosso», όπου συνέβαλε στην ανάπτυξη του παράνομου οργανωτικού του τομέα. Μετά την εφήμερη εμπειρία των κομμουνιστικών Ταξιαρχιών, το καλοκαίρι του 1977, με άλλους αγωνιστές που αποχώρησαν από το «Ρόσσο», δημιούργησε τους μαχόμενους κομμουνιστικούς Σχηματισμούς.
Συνελήφθη το Σεπτέμβριο του 1978 στη via Negroli στο Μιλάνο. Συμπεριλαμβανόμενος στην έρευνα για τον Μόρο, η φωτογραφία του εμφανίζεται στη λίστα των υπόπτων δραστών της απαγωγής που εκδόθηκε τις ημέρες μετά την 16 Μαρτίου.
Το 1980 συμμετείχε σε μια συγκλονιστική απόπειρα απόδρασης από τη φυλακή San Vittore στο Μιλάνο μαζί με άλλους 15 κρατούμενους, μεταξύ των οποίων ο αγωνιστής των Nap Emanuele Attimonelli και ο εκφραστής της μιλανέζικης mala, του υποκόσμου δηλαδή, Renato Vallazasca. Τραυματισμένο στην κοιλιά, όταν ήταν ήδη στο δρόμο, έτρεξε να τον σώσει ο Vallanzasca που επέστρεψε για να τον βοηθήσει και χτυπήθηκε με τη σειρά του.
Το 1987, κατά τη διάρκεια της δίκης Moro ter στη αίθουσα bunker της φυλακής Rebibbia, ανακοίνωσε την απομάκρυνσή του από τον ένοπλο αγώνα. Το 1989 του παραχωρείται ελευθερία υπό περιορισμούς. Εγκαθίσταται σε ένα χωριό της επαρχίας της Βαρέζε, όπου μένει μέχρι το θάνατό του.
Η τεκμηρίωση που δημοσιεύεται εδώ σχετικά με αυτόν σταματά το έτος 2000. Θα φροντίσουμε για την ανάκτηση, εάν είναι δυνατόν, άλλων εγγράφων που σχετίζονται με τα τελευταία είκοσι χρόνια της ύπαρξής του.
Αυτό το αφιέρωμα περιλαμβάνει κείμενα από: Paolo Pozzi, αποσπάσματα από το βιβλίο Insurrezione-Εξέγερση, DeriveApprodi, 2007, Teresa Zoni Zanetti, αποσπάσματα από το βιβλίο της Rosso di Mària. L’educazione sentimentale di una bambina guerrigliera, Η συναισθηματική εκπαίδευση ενός κοριτσιού αντάρτισσας, DeriveApprodi, 1997 και Clandestina, Παράνομη, DeriveApprodi 2000; Lanfranco Caminiti, αποσπάσματα από Fuga dal carcere, Δραπέτευση από τη φυλακή.
Le evasioni diventate Storia, Οι αποδράσεις που κατέστησαν Ιστορία, DeriveApprodi, 2011; Corrado Alunni, στο Clandestina, cit. και στο La rapina in banca. Storia. Teoria. Pratica, Η ληστεία στην τράπεζα. Ιστορία. Θεωρία. Πρακτική, DeriveApprodi 2003.
Το κείμενο του Corrado Alunni La mia formazione, Ο σχηματισμός μου είναι μια μαρτυρία που έδωσε στους Marco Clementi και Paolo Persichetti συγγραφείς του βιβλίου Brigate rosse. Dalle fabbriche alla «campagna di primavera», ερυθρές Ταξιαρχίες. Από τα εργοστάσια στην »εκστρατεία της άνοιξης», DeriveApprodi 2017.
Paolo Pozzi, Carlo
Τι μπελάς, κάθε φορά που κλείνεις ραντεβού με αυτόν, για όνομα του θεού! Δεν μπορείς να ξέρεις πού είναι, οπότε αν σου συμβεί κάτι απρόοπτο δεν μπορείς να τον ειδοποιήσεις και πρέπει να πας στο ραντεβού ούτως ή άλλως για να του πεις ότι δεν μπορεί πλέον να γίνει, ότι αναβάλλεται κ.λπ. «Αχ αυτοί οι παράνομοι».
– Είναι φυσικό, μου λέει ο Αντρέα. Ένας παράνομος πρέπει να σέβεται τους κανόνες της στεγανοποίησης, οπότε αν του συμβεί κάτι δεν μας μπλέκει και το αντίστροφο. Επιπλέον, αν είναι ακόμα ελεύθερος μετά από τέσσερα χρόνια παρανομίας, το οφείλει σε αυτή τη συμπεριφορά.
– Αλλά πες μου, αφού αποφασίσαμε να τον πάρουμε μαζί μας για να περάσουμε αυτό το σαββατοκύριακο στα βουνά, μήπως είναι ένας σπασαρχίδης που πιστεύει ότι είναι θεός επειδή ήταν στις Ερυθρές Ταξιαρχίες και κάνει τον ένοπλο αγώνα;
– Μην ανησυχείς, είναι πολύ σεμνός και αν δεν το ξέρεις δεν σου περνάει από το μυαλό ποιος είναι.
– Ίσως, αλλά εμένα μου φαίνονται αρειανοί αυτοί οι άνθρωποι που ζουν στη παρανομία όταν δεν τους ψάχνει κανείς. Και μετά, βλέπω πως δεν έρχεται, φεύγω.
– Περίμενε, κάνε υπομονή, θα είναι εδώ γύρω ρίχνοντας μια ματιά στην κατάσταση. Σου είπα πως είναι σχολαστικός. Και μετά πρέπει να σε δει έτσι κι αλλιώς μόλις κατέβει από το λεωφορείο στο χωριό, πώς να σε αναγνωρίσει;
Τελικά στην άλλη πλευρά του δρόμου βλέπω ένα ψηλό αγόρι, σταματημένο στο φανάρι να κοιτάζει προς το μέρος μας. Μας φτάνει και μου δίνει το χέρι του με ένα απλό: – Κάρλο.
Πηγαίνουμε σε ένα κοντινό μπαρ για ένα ποτό. Στο τραπέζι τον κοιτάζω λοξά. Να τος λοιπόν, ο περίφημος Κάρλο, σκέφτομαι. Αυτός που κάνει τις ληστείες σαν να τρώμε φιστίκια. Δεν είναι καν πολύ όμορφος.
Μη γνωρίζοντας καλά τι να κάνω, δεδομένης της εκ γενετής ντροπαλότητάς μου, αρχίζω να μιλάω για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να βλεπόμαστε στο ορεινό χωριό.
Έτσι γνώρισα τον Carlo, όνομα μάχης ενός νεαρού εργάτη της Sit Siemens, ενός από τους ιδρυτές των ερυθρών Ταξιαρχιών, που το ’73 είχε περάσει στην παρανομία αφήνοντας δουλειά, φίλους, διάφορες γυναίκες. Είχε κρατήσει μόνο μια κοπέλα που για να μπορεί να τον βλέπει είχε περάσει κι αυτή στην ημί-παρανομία. Κατέληξε να ζει σε ένα άντρο σε ένα άθλιο προάστιο του Μιλάνου. Στη συνέχεια άφησε τις BR το ’75.
Για ένα χρόνο όλοι οι άλλοι παράνομοι τον απέφευγαν σαν σκυλί και είχε καταλήξει σε μια κόβα βυθισμένη στην ομίχλη στην Πιατσέντσα. Μια μέρα οι καραμπινιέροι έφτασαν εκεί λόγω ενός νεροχύτη που είχε διαρροή. Ο θυρωρός είχε φωνάξει τον υδραυλικό και όταν άνοιξαν την πόρτα κόντεψαν να μείνουν στον τόπο. Όπλα παντού. Ο Κάρλο ήταν στη θάλασσα με την κοπέλα του και πριν επιστρέψει σπίτι είχε διαβάσει στην εφημερίδα ότι οι καραμπινιέροι, μη έχοντας βρει κανέναν, επειδή ήταν Χριστούγεννα, στήθηκαν να περιμένουν στο διαμέρισμα.
Μετά από λίγο, ένας που έμενε μαζί του γύρισε και τον άρπαξαν. Αλλά δες, πρέπει να ξεφυλλίσει κάποιος τις εφημερίδες για να μάθει αν μπορεί να επιστρέψει σπίτι του.
Βρίσκομαι λοιπόν να περιμένω τον πρώτο και μοναδικό παράνομο που γνώρισα στη ζωή μου στο σταθμό των λεωφορείων σε ένα υπέροχο χωριό στο Πιεμόντε.
ο Carlo έρχεται την παρασκευή που είχε συμφωνηθεί, παρέα με μια κοπέλα όχι πολύ όμορφη κι αυτή. Και εκεί γκρεμίζεται το δεύτερο στερεότυπο μου για τον παράνομο. Πράγματι, στο κεφάλι μου, ο εκτός νόμου έπρεπε να έχει όμορφες γυναίκες, τουλάχιστον ως αποζημίωση στη σκατένια ζωή που κάνει. Ο Κάρλο είναι πολύ γλυκός και τρυφερός μαζί της. Αυτή με τίποτα. Μια από εκείνες τις γυναίκες της συνεχούς επιθετικότητας που τα αρσενικά θα ήθελαν όλους νεκρούς.
ο Carlo είχε ενημερωθεί από τον Andrea για το είδος ανθρώπων που θα συναντούσε και εκείνες τις λίγες μέρες δείχνει μια εξαίσια ευγένεια. Αυτός ο αγορίστικος αέρας του, μεταξύ έκπληκτου και μουδιασμένου, κατακτά λίγο πολύ όλους. Ειδικά όσους δεν ήξεραν ότι ήταν η πρώτη φορά εδώ και τέσσερα χρόνια που περνούσε ένα σαββατοκύριακο με περισσότερα από ένα άτομα. Καταπλήσσει τους πάντες με τη χειρωνακτική του ικανότητα. Επισκευάζει μια σόμπα κηροζίνης και δύο πόρτες που δεν κλείνουν σωστά. Μετά το δείπνο παίζει χαρτιά μπροστά στο τζάκι με μεγάλη δεξιοτεχνία και τρελαίνει κυριολεκτικά τις παρευρισκόμενες γυναίκες απευθυνόμενος σε αυτές με μια ατελείωτη γλύκα και ενδιαφέρον, ακόμα και για την παραμικρή βλακεία. Ακούει τους πάντες πέρα από κάθε λογικό μέτρο.
Για τρεις μέρες περπατάμε μέσα από λιβάδια, επισκεπτόμαστε καταφύγια και χωριουδάκια σαν παχνιά. Τη δεύτερη μέρα σταματά να κυκλοφορεί με το όπλο στο σακάκι του και τότε καταλαβαίνω ότι θεωρεί την κατάσταση ελεγχόμενη. Σιγά-σιγά, η ικανότητά του να ακούει και να καταλαβαίνει εντυπωσιάζει κι εμένα.
Κάθε φορά που συναντιόμαστε αυτά τα σαββατοκύριακα, ο Carlo φτάνει με ένα πλήθος αισθημάτων, ειδήσεων, ιδεών που είχε αποθηκεύσει κατά τη διάρκεια της εβδομάδας βλέποντας διάφορους συντρόφους, όχι πολλούς στην πραγματικότητα, αλλά πάντα έναν δυσανάλογο αριθμό σε σύγκριση με τη ζωή που είχε κάνει για χρόνια. Είναι περίεργο να βλέπεις έναν εργάτη σαν αυτόν, κλεισμένο για χρόνια σε ένα άντρο, που ανοίγεται σε μια ολόκληρη σειρά από τεράστια κοινωνικά και πολιτιστικά προβλήματα. Μαθαίνει τα πάντα παρακολουθώντας και μιλώντας. Ενώ συνεχίζει να ζει ως παράνομος και να κυκλοφορεί οπλισμένος, δεν έχει καμία από τις μανίες για τα όπλα που είναι χαρακτηριστικές των μιλιταριστών. Για αυτόν, το όπλο είναι απλώς ένα εργαλείο επιβίωσης. Με τα όπλα κερδίζει εδώ και χρόνια τα προς το ζην του. Πηγαίνει να κάνει ληστείες όπως πάει κάποιος στο τέλος του μήνα για να εισπράξει τον μισθό του. Και χρειάζεται την ίδια ηρεμία και λογική. Ο τρόπος πολιτικής του επιχειρηματολογίας, οι σπάνιες φορές που μιλάει για πολλή ώρα, είναι στοιχειώδης, κομμένος με σμίλη, μιας αφοπλιστικής αλλά ταυτόχρονα εκθαμβωτικής απλότητας, τόσο που απαιτείται μια μεγάλη ομιλία για να αντιμετωπιστεί. Για το λόγο αυτό εύκολα τυχαίνει να γοητεύει αμέσως. Ωστόσο, το να ακούς τις μεγάλες ομιλίες του από πάνω μέχρι κάτω είναι πολύ δύσκολο. Η σκέψη του μπορεί έμμεσα να ανακατασκευαστεί από την περιγραφή των γεγονότων στα οποία ήταν παρών και από τον τρόπο συμπεριφοράς του γενικότερα.
Φυσικά, στο Μιλάνο πρέπει να στήσει ξανά σπιτικό. Χρειάζονται χρήματα και η μέθοδος είναι πάντα η ίδια: να πάει να πάρει τα χρήματα εκεί που βρίσκονται. Εφόσον είναι μόνος του, για μερικούς μήνες ληστεύει ένα ταχυδρομείο πίσω από το άλλο, μεταξύ των οποίων δύο φορές ένα ακριβώς κάτω από το σπίτι μου.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος machina deriveapprodi