Ο Έλληνας που έχει πρόεδρο τον Μαραντόνα στο gazzetta.gr!
Το FourFourTwo του gazzetta.gr συνάντησε στο Μπρεστ τον Γιάννης Κάργας, που έχει κάνει ένα ασυνήθιστο ποδοσφαιριικό ταξίδι, το οποίο ήδη του έφερε δύο τίτλους και τον Μαραντόνα πρόεδρο!
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΟΡΩΣΙΑ: Λευτέρης Ντανοβασίλης.
Τις ημέρες της παρουσίας μας στη Λευκορωσία, η έκθεση τέχνης που έκλεβε τις εντυπώσεις και ήταν παντού παρουσίαζε τη χώρα ως «αντι-ουτοπία». Ένας όμορφος, υπέροχος τόπος, αλλά πολύ ταλαιπωρημένος. Για κάθε άκρο, όμως, πάντα υπάρχει και η αντίθετη πλευρά. Ο Γιάννης Κάργας αποφάσισε τον περασμένο Φεβρουάριο να κάνει το ταξίδι στο… άγνωστο, μετακομίζοντας στη Λευκορωσία. Η αναζήτηση ήταν απλή: η δική του ποδοσφαιρική ουτοπία.
Το FourFourTwo του gazzetta.gr ταξίδεψε μέχρι το Μπρεστ για να τον συναντήσει και να μάθει πώς έφτασε μέχρι εκεί.
Το ραντεβού δόθηκε στον κεντρικό δρόμο της πόλης, που βρίσκεται στα σύνορα με την Πολωνία. Εκεί, μας διηγήθηκε τα πρώτα του βήματα στο ποδόσφαιρο, τις μέρες… πείνας, τους πρώτους τίτλους, το πρώτο του παιδί. Όλα μοιάζουν να έρχονται πάντα κάπως απότομα στη ζωή του, όπως συμβαίνει σε κάθε μεγάλη αναζήτηση. Όπως και η απόφαση που πήρε να αφήσει την Ελλάδα.
«Ήμουν στο σπίτι ενός φίλου και το βράδυ ήρθε το μήνυμα για το ενδιαφέρον της Ντινάμο. Το πρωί είχα ήδη φύγει». Πολλές αποφάσεις παίρνονται εν θερμώ. Ο Γιάννης, όμως, επιμένει ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. «Ένιωθα ότι δεν είχα άλλη επιλογή», ξεκαθαρίζει. «Είχα δεχθεί και άλλες προτάσεις, αλλά είχα αποφασίσει να περιμένω. Στο τέλος, όλα πήγαν καλά». Η πίεση είναι πάντα μεγάλη όταν καλείσαι να πάρεις τόσο σημαντική απόφαση, που σου αλλάζει τη ζωή. Θα μπορούσες, όμως, να πεις ότι το υποσυνείδητο αποφάσισε για τον ίδιο. Σε μία στιγμή. «Ρώτησα κάποια πράγματα για την ομάδα εκείνο το βράδυ. Είχα, βέβαια, πει ήδη το ναι», συνεχίζει χαμογελώντας.
«Το επόμενο πρωί πήρα το αεροπλάνο για την Τουρκία, όπου η Ντινάμο έκανε το πρώτο στάδιο προετοιμασίας. Για δύο μέρες πέρασα από δοκιμαστικά, καθώς είχα καιρό να παίξω και ήθελαν να βεβαιωθούν ότι όλα είναι εντάξει». Δύο προπονήσεις και ένα φιλικό παιχνίδι ήταν ικανά όχι μόνο να πείσουν τον σύλλογο να του προσφέρει συμβόλαιο, αλλά και το μεγαλύτερο site της Λευκορωσίας (σ.σ. το tribuna) να τον κατατάξει στις 5 καλύτερες μεταγραφές πριν το ξεκίνημα της σεζόν 2018 (το πρωτάθλημα εκεί ακόμα διεξάγεται μέσα σε ένα και όχι σε δύο ημερολογιακά έτη). «Αυτά που είδα στην προετοιμασία ήταν πραγματικά εντυπωσιακά. Το να σε ακολουθεί επιτελείο 14 ατόμων είναι κάτι που δεν είχα συνηθίσει, τουλάχιστον στις ομάδες που ανήκα στην Ελλάδα. Πάντα ήθελα να δοκιμάσω την τύχη μου στο εξωτερικό».
Έμοιαζε λογικό, λοιπόν, να ξεκινήσει βασικός στο πρώτο ματς της νέας σεζόν, στο οποίο η Ντινάμο κέρδισε τη ΜΠΑΤΕ Μπορίσοφ στον τελικό του Σούπερ Καπ. «Πρώτη φορά είδα τον κόσμο μας. Δεν ήξερα τι να περιμένω και σε καμία περίπτωση δεν πίστευα ότι θα έρθουν τόσοι πολλοί να μας δούνε στο Μινσκ. Για τους οπαδούς της ΜΠΑΤΕ ήταν 30’ μακριά, ενώ για τους δικούς μας τουλάχιστον 4 ώρες. Παρόλα αυτά, ήταν περισσότεροι στην εξέδρα», τονίζει με έκπληξη. Η Ντινάμο Μπρεστ, άλλωστε, είχε τον μεγαλύτερο μέσο όρο εισιτηρίων πέρυσι στη χώρα και τους πιο θερμούς οπαδούς. Αυτός ήταν μόλις ο πρώτος τίτλος στην καριέρα του, αλλά μέσα σε πολύ μικρό διάστημα θα ερχόταν και ο δεύτερος, που θα ήταν πιο σημαντικός.
Οι δύο ομάδες έδωσαν ραντεβού και στον τελικό του Κυπέλλου, όπου η ομάδα του Κάργα, με εκείνον να παίζει σε όλη τη διάρκεια, έκανε την ανατροπή, κέρδισε με 3-2 και κατέκτησε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το τρόπαιο! «Μετά το παιχνίδι μπήκα στα αποδυτήρια και έκανα σαν τρελός!», εξομολογείται και παράλληλα μιμείται τις κινήσεις με τα χέρια του. Γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει κόσμος γύρω μας, όμως, και μαζεύεται. «Τότε, ένας συμπαίκτης μου μου είπε να ηρεμήσω. Ένας άλλος αμέσως πετάχτηκε, όμως, και του λέει: αυτό είναι το ήρεμο του Γιάννη». Η προσαρμογή σε έναν παντελώς άγνωστο κόσμο, όπου όλα αυτά που εδώ θεωρούμε δεδομένα είναι διαφορετικά θα έπρεπε να είναι πιο δύσκολη.
«Από την πρώτη στιγμή τα παιδιά ήταν πολύ φιλικά. Κι ας είναι σαν κινέζικα όταν ακούω ρωσικά», συνεχίζει και γελάει. Μας λέει πως η επικοινωνία αποτελεί πρόβλημα, αλλά το κλίμα είναι τέτοιο, που ακόμη και όταν οι συμπαίκτες του ξεχνιούνται και του μιλάνε ρωσικά, στη συνέχεια του ζητάνε συγνώμη! «Ακόμη και λάθος να κάνω, αμέσως με παροτρύνουν να το ξεχάσω και να μην το σκέφτομαι». Βέβαια, το καλό κλίμα βοήθησαν οι δύο τίτλοι και ένας ακόμη Έλληνας, ο Στέργιος Φωτόπουλος, που εργαζόταν στο σύλλογο ως γυμναστής. Η κοινή τους παρουσία, όμως, κράτησε μόνο για λίγες εβδομάδες.
«Είχα την ατυχία αυτός ο άνθρωπος να φύγει. Όσο ήταν εδώ με βοήθησε σε ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Ακόμη και τώρα το κάνει, έστω κι αν στην αρχή, όταν έμαθε ότι θα έρθει ένας Έλληνας, στράβωσε λίγο». Κάνει παύση, χαμογελάει και συνεχίζει. «Όχι ότι τον πείραξε», μας καθησυχάζει, «Μου είπε απλά ότι φοβόταν την ελληνική γκρίνια», θυμάται και συνεχίζει να γελάει. «Η αλήθεια είναι ότι τη γκρίνια την έχουμε εμείς οι Έλληνας όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Μόλις με γνώρισε, όμως, μου φέρθηκε άψογα».
Μετά τη γνωριμία τους ακολούθησαν και οι τίτλοι. Οι πρώτοι στην καριέρα του Γιάννη. «Εκείνη τη στιγμή νιώθεις πάρα πολύ όμορφα. Δεν νιώθεις ούτε δικαίωση ούτε οποιοδήποτε αρνητικό συναίσθημα. Δεν μπορώ να το περιγράψω». Αυτά τα δύο Κύπελλα είναι πιθανότατα οι καλύτερες στιγμές στην καριέρα του, έστω και αν όπως λέει: «δεν μπορώ να ξεχάσω την πρώτη μου συμμετοχή, το πρώτο μου γκολ».
Σε εκείνον τον τελικό του Κυπέλλου τον περίμενε ακόμη μία μεγάλη έκπληξη. «Είχε έρθει ο γαμπρός μου, ο Χρήστος, από την Ελλάδα. Παραδόξως, μου έφερε και τύχη, γιατί η αλήθεια είναι πάντα τον λέω… μαυρόγατα. Κάναμε το γύρο του θριάμβου μετά τη νίκη επί της ΜΠΑΤΕ, πάμε να βγάλουμε μία φωτογραφία, κοιτάζω στην εξέδρα και τι να δω: μία ελληνική σημαία!». Τα μάτια του ανοίγουν, τα χέρια του απλώνουν και συνεχίζει σαν να το ζει δεύτερη φορά. «Τι είναι αυτό ρε συ;», ρώτησε αυθόρμητα. «Εσύ την έφερες;». Κι όμως. «Όχι, μου απαντάει. Πήγαμε μέχρι εκεί και διαπιστώσαμε ότι κάποιοι οπαδοί έχουν κάτι σαν δικό μου fan club», συνεχίζει και ακόμα δεν το πιστεύει. «Οι οπαδοί με έχουν αγκαλιάσει από την πρώτη στιγμή».
Τέτοια πράγματα στην Ελλάδα ούτε που θα μπορούσε να τα φανταστεί. Άλλωστε, οι περισσότερες αναμνήσεις του έχουν, πλέον, αρνητικό χαρακτήρα, με εξαίρεση τη σεζόν με τον Πλατανιά (εκεί κόλλησε με τον «αδερφό» του, όπως λέει, τον Γιώργο Γιακουμάκη). Οι τελευταίοι μήνες πριν υπογράψει στη Ντινάμο ήταν πολύ δύσκολοι. «Όταν είσαι σε μία ομάδα, δίνεις τα πάντα και για κάποιους λόγους δεν παίζεις, τότε αυτό επηρεάζει τη διάθεσή σου, την ίδια σου τη ζωή», εξομολογείται. Η ερώτηση για το ποιοι ήταν αυτοί οι λόγοι τον κάνει να νιώθει άβολα. «Δεν θα ήθελα να μπω σε λεπτομέρειες», αρκείται να πει. Είναι κάτι που θα μείνει ανάμεσα σε εκείνον και στους ανθρώπους του Πανιωνίου. «Δεν λέω ότι ήμουν καλύτερος από τα άλλα παιδιά. Προσπαθούσα όμως. Έδινα πάντα τον καλύτερό μου εαυτό και πιστεύω ότι δεν πήρα αυτά που δικαιούμουν», συνεχίζει.
«Ήρθα εδώ σε μία ομάδα που με στήριξε από την πρώτη στιγμή. Έπαιξα αμέσως βασικός και πιστεύω ότι έχω βοηθήσει και εγώ. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς σε όλες τις ομάδες να τα πας το ίδιο καλά. Όλα τα παιδιά στον Πανιώνιο ήταν εκπληκτικά και δέθηκα μαζί τους λίγο πριν φύγω». Η περίοδος που αποδέχθηκε ότι δεν πρόκειται να πάρει φανέλα βασικού κατά κάποιον τρόπο τον απελευθέρωσε. «Ήμουν για καιρό στενοχωρημένος που δεν έπαιζα και αυτό είχε επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό και τη συμπεριφορά μου. Στο τέλος, μου έκανε κακό», αναγνωρίζει. «Δεν μετανιώνω, όμως, για καμία επιλογή μου. Απλά δεν ήταν η μοίρα μου να μείνω στον Πανιώνιο».
Η καριέρα του στο ποδόσφαιρο δεν ήταν ακριβώς… τυπική. «Ξεκίνησα να παίζω σχετικά αργά», λέει. «Κατάγομαι από ένα πολύ μικρό χωριό και πάντα η παρέα μας ήταν 6 άτομα. Μία μέρα ένα από τα παιδιά έλειπε. Πρώτη μέρα, δεύτερη μέρα. Όταν τελικά τον είδα τον ρώτησα που ήταν όλο αυτό το διάστημα. Μου είπε ότι παίζει σε μία ακαδημία ποδοσφαίρου στο Κιλκίς. Πήρα αμέσως την απόφαση και μόλις γύρισα σπίτι, ζήτησα από τον πατέρα μου και με πάει και μένα εκεί». Η παιδική περιέργεια εξελίχθηκε σε αγάπη και το ακατέργαστο ταλέντο γρήγορα σμιλεύτηκε. «Κάπως έτσι ξεκίνησε το ποδόσφαιρο για μένα. Από το πουθενά».
Ο πατέρας του έκανε το δρομολόγιο των 20 χιλιομέτρων και πίσω μέχρι ο Γιάννης να κάνει το επόμενο βήμα στην καριέρα του. Τον είδαν από μία πιο οργανωμένη ακαδημία στην Καβάλα και έκανε το ταξίδι. Μέχρι τότε είχε περάσει από δοκιμαστικά από όλες τις μεγάλες ομάδες της Θεσσαλονίκης. Όλες τον ήθελαν, αλλά υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα. «Για τον πρώτο χρόνο καμία δεν κάλυπτε τα έξοδα διαμονής. Θα έπρεπε είτε ο πατέρας μου να πληρώσει είτε να με πηγαινοφέρνει», λέει.
Αυτό είναι και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες προηγμένες ποδοσφαιρικά χώρες στην Ευρώπη. Δεν υπάρχουν ελίτ σχολεία για αθλητές, δεν υπάρχει επιχορήγηση και λογικά οι σύλλογοι δεν είναι διατεθειμένοι να επωμιστούν το κόστος για κάθε νεαρό παίκτη, για τον οποίο δεν μπορούν να είναι σίγουροι 100% ότι θα καταφέρει. «Εγώ πάντα έλεγα ναι!», θυμάται ξανά με ενθουσιασμό. «Τώρα, καταλαβαίνω, όμως, τι θα σήμαινε αυτό. Ο πατέρας μου πήρε τη σωστή απόφαση».
Η εποχή στον ΑΟΚ
Στην Καβάλα του προσέφεραν σπίτι, ασχολήθηκαν με την εκπαίδευσή του και αυτό ήταν αρκετό. Σε ηλικία 16 ετών βρέθηκε στην ομάδα της πόλης. Η παρουσία του εκεί, όμως, συνέπεσε με την υπόθεση των στημένων αγώνων, που αρχικά έφερε την Καβάλα στη δεύτερη κατηγορία και τελικά απευθείας στην τέταρτη. «Τα προβλήματα ήταν πάρα πολλά τότε, όμως έμεινα στην ομάδα και έπαιξα από την τέταρτη μέχρι τη δεύτερη κατηγορία, όταν και έγινα επαγγελματίας». Αυτό που πέρασε ο Γιάννης τότε είναι κάτι που μπορεί να στοιχειώσει οποιονδήποτε άνθρωπο για χρόνια ή ακόμη και να του κόψει από πολύ νωρίς την καριέρα.
«Εκείνη τη χρονιά του υποβιβασμού κυριολεκτικά δεν είχαμε να φάμε», θυμάται και σηκώνει το βλέμμα του. Είναι σαν να κάνει προσπάθεια να κατανοήσει όλα αυτά που έζησε. «Κάποια άτομα λειτούργησαν μεμονωμένα και μας κράτησαν στο ποδόσφαιρο. Για παράδειγμα, μέναμε σε ένα σπίτι που μας είχε παραχωρήσει δωρεάν ένας από τους οπαδούς. Ένας από τους ανθρώπους της διοίκησης είχε καφετέρια στην οποία δεν πληρώναμε. Πηγαίναμε εκεί κάθε πρωί όχι για να πιούμε καφέ, αλλά να φάμε κάτι κρουασανάκια που είχε για συνοδευτικό. Έτσι επιβιώναμε. Και να θέλανε να τους δώσουμε χρήματα, δεν είχαμε».
Ξαφνικά, όλα του έρχονται ξανά. «Τώρα, τα σκέφτεσαι και μπορείς να γελάσεις», συνεχίζει με αμήχανο χαμόγελο. «Και εντάξει, εγώ τα πέρασα, βρήκα το δρόμο μου. Υπάρχουν, όμως, τόσα παιδιά εκεί έξω που περνούσαν και περνάνε τις ίδιες δυσκολίες». Έχει ενώσει τα χέρια του και έχει σκύψει στο τραπέζι. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. «Θυμάμαι ότι μία μέρα είχα πάνω μου 60 Cents. Λίγο πριν πάω στην προπόνηση, σταμάτησα στο φούρνο να πάρω ένα κουλούρι. Για καιρό, αυτό ήταν το μοναδικό που τρώγαμε μέχρι να ξεκινήσει προπόνηση. Μπροστά μου στην ουρά ήταν ένας κύριος. Ζήτησε ένα κουλούρι, αλλά είπε ότι δεν είχε χρήματα να το πληρώσει. Ο ιδιοκτήτης του φούρνου του το προσέφερε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ήρθε η σειρά μου, πήρα το κουλούρι μου και βγήκα να φάω. Εκεί τον είδα να κόβει το μισό και να το δίνει σε κάποιον άλλον», λέει, κάνοντας την ίδια κίνηση που τότε είχε δει. «Πάντα θα υπάρχει κάτι που να σου δείξει ότι υπάρχουν και χειρότερα. Αυτή την εικόνα δεν πρόκειται ποτέ να την ξεχάσω. Θα μείνει για πάντα μαζί μου. Αυτή είναι ανθρωπιά». Ανατριχιάζει, πίνει λίγο από το ποτό χωρίς αλκοόλ που παρήγγειλε με δυσκολία, δείχνοντας τον κατάλογο, και είναι έτοιμος να ακούσει την επόμενη ερώτηση.
Όταν είσαι νέος και προσπαθείς να ακολουθήσεις το όνειρό σου, νιώθεις ότι τίποτα δεν πρόκειται να σε σταματήσει. «Μία μέρα είχα πάει στην προπόνηση και ο Νίκος Παπαδόπουλος, ο τότε προπονητής, μου λέει: δεν σε βλέπω καλά. Τι έχεις; Τίποτα, του απάντησα. Επέμεινε, έδωσα την ίδια απάντηση και αναγκάστηκε να ρωτήσει το άλλο παιδί, που μέναμε στο ίδιο σπίτι. Ρε κόουτς, έχουμε να φάμε από προχθές, παραδέχθηκε εκείνος. Θα πάτε να φάτε σε ένα εστιατόριο και θα τα πληρώσω εγώ, μας είπε. Αυτή ήταν η κατάσταση τότε». Αυτή η κουβέντα ακόμα και σήμερα είναι τυπική των μικρότερων κατηγοριών στην Ελλάδα. «Οι γονείς μου δεν είχαν την οικονομική άνεση να με συντηρήσουν. Προφανώς και μου έδιναν χρήματα, καθώς ήμασταν απλήρωτοι, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τα πάντα», λέει ο Κάργας με αυτογνωσία και κατανόηση.
Όλα αυτά τα πράγματα σε σκληραγωγούν για το μέλλον. Μπορείς να τα παρατήσεις και να γυρίσεις στη σιγουριά του σπιτιού σου, δυνατότητα που δεν υπάρχει καν για κάποιους, ή να παλέψεις με όλες σου τις δυνάμεις, ελπίζοντας στο καλύτερο. Τι ήταν αυτό, λοιπόν, που τον κράτησε στο ποδόσφαιρο και σε τροχιά να εκπληρώσει τα όνειρά του; «Όταν αγαπάς κάτι μικρός, το αγαπάς αληθινά. Αν μου έλεγες τι θα ακολουθούσε από τότε, θα σε έλεγα τρελό. Η ζωή, όμως, έτσι τα φέρνει τα πράγματα. Δούλεψα, νιώθω ότι στάθηκα τυχερός, αλλά πιστεύω ότι η τύχη είναι με το μέρος εκείνων που την κυνηγούν».
Η ταπεινότητα με την οποία αντιμετωπίζει την καριέρα του και όλα όσα έχει πετύχει είναι εντυπωσιακή. «Ξέρω ότι δεν έχω τρελό ταλέντο. Θα δουλέψω σκληρά, δεν δημιουργώ ποτέ πρόβλημα, θα είμαι πάντα πρώτος στην προπόνηση και αυτό που με χαρακτηρίζει είναι η μαχητικότητα. Πιστεύω ότι αυτό είδανε και στο Μπρεστ σε μένα». Το παιχνίδι του πρωταθλήματος με τη ΜΠΑΤΕ είναι ενδεικτικό της παραπάνω διαπίστωσης. Η Ντινάμο ηττήθηκε με 2-0, αλλά ο Γιάννης και οι υπόλοιποι αμυντικοί, που δεν έφταιγαν για το αποτέλεσμα, απέσπασαν τα εύσημα του τεχνικού επιτελείου για το… ξύλο που έριξαν στους αντιπάλους τους.
Ανάμεσα στους δύο τίτλους η ομάδα, μάλιστα, άλλαξε προπονητή, με τον Λάταλ να πληρώνει το κακό σερί, αλλά η πορεία της συνεχίζει να παρουσιάζει μεγάλα σκαμπανεβάσματα. «Σίγουρα έκανε ο προπονητής τα λάθη του, αλλά κάναμε και εμείς. Δεν μπορείς, όμως, να αλλάξεις 30 παίκτες με τη μία, οπότε σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα ο προπονητής είναι εκείνος που την πληρώνει. Η αλλαγή στον πάγκο μας βοήθησε ψυχολογικά στο ξεκίνημα, πήραμε το Κύπελλο, αλλά και πάλι η συνέχεια ήταν παρόμοια», λέει με παράπονο και απορία για το τι φταίει. Μία μέρα πριν τη συνάντησή μας η Ντινάμο είχε μείνει στο 1-1 με τη Ντνιεπρ εντός έδρας, δεχόμενη την ισοφάριση στο 93’.
Σε αυτό το διάστημα της αβεβαιότητας, όμως, με τη Ντινάμο να συνεχίζει με υπηρεσιακό τεχνικό ήρθε μία κίνηση της διοίκησης που κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί. Ο Κάργας έχει, πλέον, πρόεδρο τον Ντιέγο Μαραντόνα! «Νιώθω ότι έχω πρόεδρο το ίδιο το ποδόσφαιρο», σχολιάζει με θαυμασμό. «Μας στέλνει video με το μήνυμά του πριν κάθε παιχνίδι. Είναι απερίγραπτο να τον ακούς να μιλάει για τη δική σου ομάδα». Ο Αργεντίνος θα βρεθεί στο Μπρεστ μετά το Mundial, καθώς βρίσκεται στη Ρωσία για το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό ραντεβού στον κόσμο. «Μας έχουν ενημερώσει ότι τον επόμενο μήνα θα έρθει εδώ και θα συζητήσει με κάθε παίκτη ξεχωριστά», αποκαλύπτει ο Γιάννης. «Παρακολουθεί όλα μας τα παιχνίδια και δείχνει να ενδιαφέρεται, να έχει πάρει στα σοβαρά το ρόλο του». Ποιος είναι αυτός; Ο Μαραντόνα έχει θέση στο Διοικητικό Συμβούλιο, ενώ είναι υπεύθυνος για όλες τις δομές του συλλόγου, από τις ακαδημίες μέχρι την πρώτη ομάδα.
Ίσως η αύρα του μεγάλου Αργεντίνου να φέρει τον Κάργα μέχρι την εθνική. «Κοιτάξτε, είναι όνειρο για κάθε παίκτη να εκπροσωπήσει την πατρίδα του. Η Ελλάδα, όμως, αυτή τη στιγμή διακρίνεται για την τρομερή ποιότητα που έχει στη θέση μου. Ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο να παίξω, έστω και για μία φορά». Για να γίνει, όμως, ακόμη και αυτό κάποιος θα πρέπει να έχει φροντίσει να γνωρίζει τι μπορεί να κάνει ο Έλληνας αμυντικός. «Δεν ξέρω αν με παρακολουθούν από την Ελλάδα, αλλά το ελπίζω. Πιστεύω ότι όλοι πρέπει να έχουμε τις ίδιες ευκαιρίες. Είτε ένα παιδί που αγωνίζεται στην Ελλάδα σε οποιαδήποτε ομάδα είτε εγώ που αγωνίζομαι στη Λευκορωσία», συνεχίζει με σιγουριά.
Για πόσο θα είναι ακόμα εκεί δεν το γνωρίζει ούτε ο ίδιος. Στο συμβόλαιό του υπάρχει ρήτρα αποδέσμευσης, όμως δεν είναι αυτοσκοπός του να φύγει από τώρα. Αυτό που κάνει πολύ δύσκολα τα πράγματα είναι ότι η οικογένειά του είναι πολύ μακριά. Όταν τον συναντήσαμε η γυναίκα του ήταν έτοιμη να γεννήσει το πρώτο τους παιδί από μέρα σε μέρα. «Νιώθω σαν να είμαι μισός εδώ», λέει με παράπονο.
«Είναι πολύ δύσκολο να είσαι μακριά τους και αρκετό δύσκολο να τους φέρω εδώ λόγω της γραφειοκρατίας. Μιλάς όλη μέρα στο τηλέφωνο και προσπαθείς να εξισορροπήσεις την επικοινωνία. Αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο». Η ώρα έχει περάσει και ο Κάργας πρέπει να φύγει για το προπονητικό κέντρο. Δεν υπήρχε λόγος να τον κουράσουμε άλλο σε μία υπερβολικά ζεστή μέρα στο Μπρεστ. Η ευχή μας ήταν να του δώσει άδεια ο σύλλογος για να βρεθεί στην Ελλάδα στη γέννηση του γιου του.
Το τελευταίο όντως έγινε. «Έχω να το λέω ότι εδώ είναι καλοί άνθρωποι και με έχουν εντυπωσιάσει», ήταν η τελευταία του πρόταση. Πέρασε ποιοτικό χρόνο με την οικογένειά του μόνο και μόνο, όμως, για να μπει η γυναίκα του στο μαιευτήριο τη στιγμή που εκείνος ήταν ήδη τρεις ώρες στον αέρα στο δρόμο της επιστροφής… Η γραμμή ανάμεσα στην ουτοπία και στην αντι-ουτοπία τελικά είναι υπερβολικά λεπτή…