Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
“Γιατί με κοιτάς έτσι;”
“Απλά, σε κοιτώ.”
Ο καθένας με το σωσίβιό του. Άλλος με το τραγούδι, άλλος με τη σιωπή. Άλλος με τις βόλτες του κι άλλος με τη κλεισούρα μέσα στο δωμάτιό του. Άλλος δεν ζει δίχως τον ήλιο και για άλλον το σκοτάδι είναι η ζωή του. Άλλος γύρω του θέλει ανθρώπους πολλούς για να κρατηθεί στη ζωή κι άλλος σωσίβιο την μοναξιά του έχει.
Εκείνη, η Ειρήνη, για χρόνια τώρα πολλά, με όλα αυτά τα άσχημα που της συνέβησαν και συνέχισαν να την ακολουθούν, να τη βασανίζουν και να τη πνίγουν, μάταια έψαχνε να βρει το δικό της σωσίβιο. Εξάλλου και να το εύρισκε ένα σωσίβιο δεν της έφτανε. Κουβαλούσε τόσα πολλά βάρη στη ράχη της και, ή θα τα ξεφορτώνονταν, θα κρατιόταν στην επιφάνεια και θα ζούσε, ή θα την βούλιαζαν και θα την πήγαιναν κατευθείαν στο βυθό. Να πετάξει τα βάρη από πάνω της έπρεπε. Δεν έφτανε μόνο το σωσίβιο. Εξάλλου δεν είναι λύση να κολυμπά κανείς μια ζωή με ένα σωσίβιο.
“Αυτό το κορίτσι…αχ αυτό το κορίτσι”, έλεγαν γύρω της οι άλλοι, “μια άσπρη μέρα δεν είδε στη ζωή της”. Έτσι έλεγαν, και σαν να την συμπαραστέκονταν και για καλό να της το έλεγαν, αλλά γι αυτήν, καλό, δεν ήταν. Δεν ήθελε να είναι μαύρες οι μέρες της, μα και να δει μονάχα μια άσπρη μέρα, δεν της έφτανε. Ήθελε στη ζωή της χρώμα, χρώματα πολλά να έχει και να βλέπει γύρω της. Δεν είναι χρώμα το άσπρο. Απλά, το άσπρο, την απουσία τού μαύρου δηλώνει. Και το μαύρο το έζησε, το συνήθισε και το χόρτασε. Γι αυτό και δεν της αρκούσε το άσπρο μοναχά. Ήθελε κόκκινο στη ζωή της. Σαν αίμα κόκκινο, σαν του τριαντάφυλλου, μα και σαν της φωτιάς το κόκκινο. Φωτιά να κάψει το κακό ήθελε. Πράσινο φωτεινό σαν των ανοιξιάτικων λιβαδιών το χρώμα ήθελε, να βάψει τα όνειρά της. Και γαλάζιο, γαλάζιο σαν εκείνο του πάγου το γαλάζιο και τ’ ουρανού και της θάλασσας, να της δροσίζει την ψυχή και να την στέλνει σε ταξίδια μακρινά. Κι ήθελε κι άλλα χρώματα. Χρώματα πολλά ήθελε κι είπε να αλλάξει την πορεία της. Να αλλάξει τη ζωή της ήθελε. Προορισμό να αλλάξει. Γι αυτό κι έκανε μια στροφή γι αλλού να φύγει, να πάει αλλού, να ξεφύγει από τη μίζερη ζωή της. Μα έκανε άθελά της στροφή ολόκληρη καθώς κάτι την τραβούσε να κλείσει ο κύκλος. Στροφή γύρω από τον άξονά της έκανε και πήρε ξανά τον ίδιο δρόμο. Τίποτα δεν άλλαξε, τίποτα δεν θα μπορούσε πια να αλλάξει. Έτσι σκέφτονταν αλλά κάτι σαν να συνέβηκε μετά από αυτή τη προσπάθειά της, κάτι σαν να άλλαξε και ο τόπος μπροστά της, ξάνοιξε. Ένα πλάτωμα με φως μπροστά της φάνηκε. Πλάτωμα ανοιχτό πολύ και σαν να μην είχε άκρες της φάνηκε. Με φως πολύ. Αυτό είδε μπροστά της κι έκοψε, χαλάρωσε τον βηματισμό της. Σαν να ήταν η άσπρη μέρα που έλεγαν οι άλλοι ήταν μπροστά της τώρα. Και τί να την κάνει τόση άπλα όμως και τόσο φως. Δεν της φτάνει.
Στάθηκε λιγάκι να συνηθίσουν τα μάτια της, κι ύστερα έστρεψε ένα γύρο το βλέμμα της. Διέκρινε ένα ψηλό γκρίζο πεζούλι στα αριστερά της και πλησίασε προς τα κει. Στην άκρη ενός γκρεμού ήταν χτισμένο το πεζούλι και οριοθετούσε το πλάτωμα από τον γκρεμό. Κάθισε πάνω του με πλάτη προς τον γκρεμό κοιτώντας προς τα μέσα, κι ύστερα έκανε μισή περιστροφή δίχως όρθια να σηκωθεί – σα σβούρα – και κρέμασε τα πόδια της προς τα έξω. Απύθμενος της φάνηκε εμπρός της ο γκρεμός. Αβυσσαλέο βάθος. Μαύρο πολύ φάνταζε το βάθος και ο λόγος ήταν, το πολύ φως που έλαμπε γύρω της. Άκουσε…. κάτι άκουσε, το ποτάμι ήταν. Σίγουρα το ποτάμι ήταν, το ποτάμι που κυλούσε στο βάθος ήταν. Το θυμόταν από τα προηγούμενα τα χρόνια το ποτάμι αυτό με το αρχαίο όνομα, μα τώρα δεν μπορούσε να το δει. Ανασηκώθηκε λίγο και έσκυψε κοιτώντας προς τα κάτω. Τίποτα. Έσμιξε τα βλέφαρά της για να λιγοστέψει το γύρω δυνατό φως, μα πάλι τίποτα. Μια στιγμιαία ζάλη την ανάγκασε να ξανακαθήσει στη θέση της. Έστρεψε το βλέμμα της πέρα προς τον ορίζοντα, και είδε τα πουλιά που πετούσαν ψηλά πάνω από τη χαράδρα. Αυτά θα έβλεπαν σίγουρα κάτω το ποτάμι. Πώς θά’θελε πουλί να ήταν! Ένα σπουργίτι μικρό θα ήθελε να ήταν. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό της μια σκέψη τρελή. Σκέφτηκε ότι αν έκανε μια προσπάθεια, θα μπορούσε ίσως να πετάξει και αυτή σαν τα πουλιά. Μια σκέψη έκανε. Θα μπορούσε άραγε; Να έκανε μήπως μια προσπάθεια;
Σηκώθηκε και έμεινε ακίνητη για μερικά δευτερόλεπτα.
Ξανακάθησε αποκαμωμένη…. Κουράστηκε…
Μια ανεπαίσθητη πνοή ανέμου πίσω στα μαλλιά της ένιωσε, ένα ελαφροπάτημα ακούστηκε στη σιγαλιά, και εκεί στην απόλυτη μοναξιά της μπροστά στη μαύρη άβυσσο, ήρθε εκείνος και κάθισε στο πεζούλι πλάι της. Εκείνος ο άντρας ήταν, που κάποια στη ζωή της στιγμή τον είχε κάπου ανταμώσει. Ούτε που θυμόταν πότε και πού.
Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Την κοίταξε και κείνος με ένα βλέμμα παράξενο διεισδυτικό που διαπέρασε την ύλη των ματιών της και καρφώθηκε στον εγκέφαλό της. Σαν να τρόμαξε, να φοβήθηκε. Αλλά όχι, δεν ήταν εκείνος ο φόβος ο γνωστός. Κάποιος άλλος φόβος ήταν που την προσκαλούσε στη ζωή. Ήταν, της ζωής ο φόβος.
“Γιατί με κοιτάς έτσι;” τον ρώτησε
“Απλά, σε κοιτώ”.
Έμειναν έτσι κοιτώντας ο ένας τον άλλον για μερικά δευτερόλεπτα, που έγιναν λεπτά, ώρες, και ύστερα χάθηκε ο χρόνος. Έτσι κι αλλιώς δεν πίστευε στη διάρκεια του χρόνου όσο κι αν τα ρολόγια τον μετρούν. Ανθρώπινα, υλικά, άχρηστα κατασκευάσματα.
“Απλά σε κοιτώ”, της είπε ξανά και αντιλάλησε η φωνή του πέρα ως πέρα.
Απλά σε κοιτώ…..απλά σε κοιτώ…..απλά σε κοιτώ, ακούγονταν καθώς έσβηνε η φωνή και ξαφνικά μαύρισε όλος ο τόπος γύρω, κι αμέσως δεκάδες αστραπές άρχισαν να χαρακώνουν τον ουρανό. Χοντρές αραιές σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν σκόρπιες εδώ και κει. Δυνατές.Ύστερα πύκνωσαν κι έπιασε καταιγίδα. Δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Μούσκεψαν. Πάγωναν μα έμειναν εκεί. Έβγαλαν τα ρούχα τους και έμειναν γυμνοί καθισμένοι εκεί όπως πριν, με τη βροχή να μαστιγώνει τα γυμνά κορμιά τους. Γυμνές και οι ψυχές τους. Τα μάτια της, στα μάτια του. Στα πρόσωπά τους ρυάκια σχημάτιζε η βροχή, κυλούσαν στα γυμνά τους σώματα και γίνονται χείμαρροι. Γέμισε νερό το πλάτωμα κι άρχισε η στάθμη να ανεβαίνει απότομα. Θα τους παράσερνε το νερό που άρχισε να γίνεται ποτάμι ανταριασμένο, μα εκείνοι δεν κουνήθηκαν καθόλου από τη θέση τους.
“Απλά σε κοιτώ”, της είπε πάλι, μα με σιγανή τώρα φωνή, κι αμέσως ένας δυνατός άνεμος έδιωξε όλα τα σύννεφα και ξεπρόβαλε ένας ήλιος, σαν φωτιά. Ένα πολύχρωμο ουράνιο τόξο έκανε την εμφάνισή του, ένωσε της γης το πράσινο με το γαλάζιο του ουρανού και έβαψε με του κόσμου όλα τα χρώματα τα πρόσωπα και τα γυμνά κορμιά τους.
Εκείνος σηκώθηκε, της έπιασε το χέρι, τη βοήθησε να σηκωθεί και έτσι πιασμένοι χέρι χέρι προχώρησαν σε ένα δρόμο διάπλατα ανοιχτό….
Ύστερα από λίγο, χάθηκαν, βυθίστηκαν στα χρώματα…χρώματα που ανέδυαν μια αίσθηση ανακουφιστικού στεναγμού.
Δεν ήθελε άσπρες μέρες στη ζωή της…
Πολύχρωμες τις ήθελε!
Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019