Ως παλιοί σινεφίλ, με προσοχή στις ταινίες που είναι απαραίτητες για τη γενιά μας, ήμασταν πρωτίστως παθιασμένοι με την εξέγερση που εμβολιάστηκε από τα film του κατ’ εξοχήν ινδοαμερικανού σκηνοθέτη: Sam Peckimpah.
Ως εκ τούτου, δεν μπορέσαμε να αντισταθούμε στην πρόταση του Gianni Sartori. Η συμβολή του κινηματογράφου ήταν αποτελεσματική στην απελευθέρωση του φαντασιακού των θεατών, ειδικά των τότε νεαρών boomer, που άρχισαν να ασχολούνται με τη χειραφέτηση των καταπιεσμένων, βιασμένων και εξαφανισμένων κοινοτήτων από τον Λευκό Άνθρωπο, ακριβώς με τον Leonard Peltier στη φυλακή από τις 6 Φεβρουαρίου 1976, κατηγορούμενου με τρόπο κατάφωρα ψευδή για εγκλήματα που του αποδόθηκαν από το FBI εξ αιτίας της στράτευσης του στην απελευθέρωση του κόσμου των ιθαγενών Αμερικανών.
Κινηματογραφικό-αυτοβιογραφικό προοίμιο
Χρονολογούνται από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970, τεκμηριώνονται χυμώδεις κινηματογραφικές αναμνήσεις, καθρέφτης της ανεπανάληπτης απελευθέρωσης εκείνων των χρόνων.
Εκτός από μερικές προηγούμενες ταινίες, από τη δεκαετία του 1950, που είδα ως παιδί στον ενοριακό κινηματογράφο της Debba (μεταξύ των οποίων η σφαγή του οχυρού Απάτσι, Il massacro di Fort Apache – για τον Domenico Buffarini ίσως το πρώτο παράδειγμα μιας ταινίας που δεν είναι ανοιχτά ρατσιστική με τους «ερυθρόδερμους»).
Στη συνέχεια, πάλι σε ενοριακούς κινηματογράφους –αλλά στη Vicenza (ειδικά στη Santa Chiara)– υπήρξαν άλλα οράματα. Αυτή τη στιγμή θυμάμαι ένα συγκεκριμένα: Και ήρθε η μέρα της εκδίκησης, E venne il giorno della vendetta, που πολλά χρόνια αργότερα έμαθα εμπνευσμένη από την ιστορία του «Chico» Sabaté. Ακολούθησε η πληθώρα του στρατευμένου κινηματογράφου με εποχές γεμάτες ελπίδες που προορίζονται να παραμείνουν έτσι.
Εν ολίγοις, όλα αυτά τα πράγματα εκεί με τα οποία έχουν τυλιχθεί τουλάχιστον μερικές γενιές περιμένοντας απίθανα «τραγουδιστικά αύριο». Παρεμπιπτόντως, σχεδόν «de sforo», ‘εκτός ορίων’, οι ελάχιστα φιλολογικές μεξικανικές επαναστάσεις που επικαλέστηκαν στο Vamos a matar, compañeros!, οι κομπανέρος!.
Tepepa, πρόσωπο με πρόσωπο, Tepepa, Faccia a faccia και το επιτηδευμένο Giù la testa, Κάτω το κεφάλι (Αρχικά C’era una volta la rivoluzione, Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε η επανάσταση) που ενέπνευσε, ίσως – τους νεαρούς μιλανέζους προλετάριους της Μπάντας Μπελίνι, della Banda Bellini. Ακόμη, ομολογώ, έργα όπως το Easy Rider ή Woodstock. Εκ των υστέρων «όπλα μαζικού περισπασμού». Τέλος προοιμίου, [δεν συμφωνώ καθόλου].
ΠΡΩΤΟ ΗΜΙΧΡΟΝΟ: SAND CREEK (Soldato blu, ο μπλε στρατιώτης)
Αλλά αν υπάρχει κάποια ταινία της εποχής που αξίζει να θυμόμαστε και να διατηρούμε, νομίζω ότι υπάρχουν βασικά δύο: ο Μπλε Στρατιώτης και Το Μεγάλο Ανθρωπάκι (αν και τότε εκτίμησα την πρώτη, πολύ λιγότερο τη δεύτερη – εγώ το αντίθετο), και οι δύο από το 1970.
Για άλλες πτυχές (πολιτιστικές, εθνοτικές…) θα προσέθετα την Ένας άντρας που τον έλεγαν άλογο… ίσως. Η ιδέα να επιστρέψω σε αυτές μου ήρθε ανακαλύπτοντας ότι συχνά υποτιμώνται. Νομίζω αδίκως διότι την εποχή εκείνη αντιπροσώπευαν μια σημαντική ανατροπή των κυρίαρχων ιδεολογιών, θα έλεγα σχεδόν μια «αλλαγή πορείας».
Ή τουλάχιστον επηρεάστηκαν πολύ, υπέστησαν την μόλυνση, το πνεύμα της εξέγερσης που αναστάτωνε τις πλανητικές μάζες. Έστω και αν τα ιστορικά γεγονότα ανακατεύτηκαν (ίσως πάρα πολύ;) κινδυνεύοντας να θολωθούν, με τα προσωπικά, με τους έρωτες και τις αναμενόμενες αντιξοότητες -τραγικές ή κωμικές- των πρωταγωνιστών.
Όσο δεσμευμένη κι αν ήταν, παρέμενε πάντα μια «Κοινωνία της ψυχαγωγίας», του εμπορεύματος, της ψυχαγωγίας, της κατανάλωσης… Με ένα κακώς συγκαλυμμένο νήμα θαυμασμού-φθόνου για ένα σύστημα τόσο έμπειρο (και αδίστακτο) που μπορεί να ωφεληθεί ακόμη και καταδικάζοντας τις σφαγές του παρελθόντος, που σε κάθε περίπτωση αποδίδονται σε αυτό το σύστημα (για να το σκεφτούμε πραγματικά).
Από την άλλη – ειδικά αν τα συγκρίνουμε με την τρέχουσα τάση – παραμένουν πολύτιμη μαρτυρία για το πώς «ένα άλλο σινεμά ήταν δυνατό». Τούτου λεχθέντος, μπόρεσα να επαληθεύσω ότι μεταξύ εκείνων που γνώριζαν τον Soldier Blue, οι περισσότεροι ήταν πεπεισμένοι ότι η φρικτή αλλά αληθινή σφαγή που περιγράφεται στην ταινία αντιστοιχούσε σε αυτή που απολάμβανε τη μεγαλύτερη φήμη, δηλαδή αυτή του Wounded Knee.
Στην πραγματικότητα, ο Blue Soldier αφηγείται – με φρικιαστικές λεπτομέρειες, αλλά αντίστοιχες με αυτό που πραγματικά συνέβη (ακόμη και τη τρομερή σκηνή του πυροβολισμού γυναικών και παιδιών που είχαν καταφύγει σε μια σπηλιά) – της κρατικής σφαγής που υπέστησαν οι Σεγιέν, Cheyenne (και κάποιοι Arapaho που κατασκήνωσαν εκεί ) στις 29 Νοεμβρίου 1864 στο Sand Creek).
Εκεί που η Μαύρη Χύτρα, Pentola Nera είχε πράγματι υψώσει τη σημαία με τα αστέρια και τις ρίγες (στην ταινία την κρατά ψηλά πηγαίνοντας να συναντήσει τους στρατιώτες, και μετά την πετάει στο έδαφος όταν αυτοί πυροβολούν, και η οποία θα ποδοπατηθεί συμβολικά από τα άλογα που καλπάζουν) μαζί με τη λευκή επάνω στη σκηνή του.
Εδώ είχαν μαζευτεί γυναίκες και παιδιά σκεπτόμενοι να ξεφύγουν από τις σφαίρες των Μπλε Στολών. Στην πραγματικότητα, ένα είδος πολιτοφυλακής (εξακόσιοι άντρες από το σύνταγμα του Κολοράντο) με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Chivington, έναν αποτυχημένο ιεροκήρυκα που σκόπευε να ανακυκλωθεί στην πολιτική («Καταραμένος να είναι όποιος συμπάσχει με τους ινδιάνους!
Ήρθα να σκοτώσω τους ινδιάνους και πιστεύω ότι είναι σωστό και τιμητικό να χρησιμοποιήσουμε ό,τι μέσο μας έδωσε ο Θεός για να σκοτώσουμε τους ινδιάνους» – έτσι είχε εκφραστεί ο Chivington ενάντια στον λοχαγό Silas Soule, ο οποίος είχε απαγορεύσει στους άντρες του να ανοίξουν πυρ κατά τη σφαγή, και στους υπολοχαγούς Joseph Cramer και James Connor που διαμαρτύρονταν ενάντια στην εντολή του συνταγματάρχη να επιτεθεί στο χωριό της Μαύρης Χύτρας.
Θεωρώντας αυτή «δολοφονία με όλη τη σημασία της λέξης»). Παρεμπιπτόντως, οι περισσότεροι «εθελοντές» είχαν επιστρατευτεί για να πολεμήσουν τους ινδιάνους μόνο και μόνο ώστε να γλιτώσουν από τη υποχρεωτική στράτευση που θα τους έστελνε εναντίον των νοτίων (που ήταν πολύ πιο επικίνδυνοι φυσικά).
Επινοώντας λοιπόν «αιματηρές μάχες» με τους «εχθρικούς» ινδιάνους, σήμαινε εγγυημένα πως θα παρέμεναν ουσιαστικά ασφαλείς από τις τρομερές μάχες του Εμφυλίου Πολέμου. Οι ινδιάνοι που σκοτώθηκαν, κυρίως γυναίκες και παιδιά, ακρωτηριάστηκαν, αφαιρώντας τους το τριχωτό της κεφαλής, ώστε να αφεθούν βορά των ζώων στα λιβάδια.
Εμβληματική είναι η περίπτωση μιας γυναίκας – Kohiss – που τράπηκε σε φυγή με τρία παιδιά, ένα στο χέρι, ένα στο στήθος (το μόνο που επέζησε) και ένα άλλο στην πλάτη. Δυστυχώς, στη φυγή επάνω, δύο χτυπήθηκαν και σκοτώθηκαν από τους πυροβολισμούς των λευκών. Η γυναίκα κράτησε τη μνήμη και τα σημάδια εκείνης της ημέρας για όλη της τη ζωή, μια ζωντανή μαρτυρία των αδικιών που υπέστησαν οι ιθαγενείς.
Προσωπικά, θυμάμαι πάνω απ’ όλα μια υποδειγματική στιγμή από τον Μπλε Στρατιώτη, ενδεικτική του «πνεύματος της εποχής»: η ταινία είχε τελειώσει και οι άνθρωποι στη σάλα σηκώνονταν για να βγουν όταν εμφανίστηκε η λεζάντα, το τελευταίο σχόλιο με εκφώνηση:
«Στις 29 Νοεμβρίου 1864, μια μονάδα 700 καβαλάρηδων του Ιππικού του Κολοράντο επιτέθηκε σε ένα ειρηνικό χωριό Cheyenne στο Sand Creek του Κολοράντο. Οι ινδιάνοι ανέμισαν την αμερικανική σημαία και τη λευκή σημαία σε ένδειξη παράδοσης.
Παρά το γεγονός αυτό, η μονάδα επιτέθηκε, σφαγιάζοντας 500 ινδιάνους. περισσότεροι από τους μισούς ήταν γυναίκες και παιδιά. Σε πάνω από 100 αφαιρέθηκε το τριχωτό της κεφαλής, πολλά σώματα τεμαχίστηκαν, πολλές γυναίκες βιάστηκαν. Ο στρατηγός Nelson Miles, αρχηγός του επιτελείου του στρατού, χαρακτήρισε αυτό το τρομερό επεισόδιο ως εξής: «Είναι ίσως η πιο δειλή και άδικη πράξη σε όλη την αμερικανική ιστορία”».
Όλοι απλώς κοκκάλωσαν, παρέμειναν ακίνητοι, εκμηδενισμένοι. Σε μια απόλυτη σιωπή που ακουγόταν σαν κραυγή. Κανείς δεν έβγαζε αναπνοή, κανείς δεν κινήθηκε – κυριολεκτικά. Θυμάμαι μπροστά μου δύο ανθρώπους ήδη έτοιμους να σηκωθούν, να μένουν σχεδόν διπλωμένοι.
Ποιος ξέρει, ίσως όλοι σκεφτόμασταν το Βιετνάμ, τη σχετικά πρόσφατη σφαγή του Mỹ Lai (16 μαρτίου 1968)… Σίγουρα, για όσους μέχρι πρόσφατα (θυμηθείτε τα γουέστερν, φρικτά όσο αφορά τους Ινδούς, από τη δεκαετία του ’50 και του ’60) ήταν συνηθισμένοι σε ταινίες όπου οι γενναίοι έποικοι εξασκούσαν τη σκοποβολή στους ιθαγενείς, το χάσμα ήταν σημαντικό. Και πάνω από όλα ήταν ξεκάθαρο ότι γινόταν λόγος και για το παρόν.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος