Άλλοτε και τώρα…
Η πάλαι ποτέ τσιγαροβιομηχανία Καβάλας των Αφων «Μαρούλης» και η ελληνική σχέση Καβάλας – Βερολίνου
Επ΄ ευκαιρία του πρόσφατου ταξιδιού της Δημάρχου μας κ. Δήμητρα Τσανάκα και των λοιπών εκπροσώπων της «Δημωφέλεια» Καβάλας στο Βερολίνο, προκειμένου να εκπροσωπήσουν την Καβάλα στη Διεθνή Έκθεση Τουρισμού, η οποία κατά την ομολογία της κας Δημάρχου εστέφθη από επιτυχία, θεωρώ ενδιαφέρουσα όσο και ιστορική την παρακάτω αναδημοσίευση από το βιβλίο μου «Βόλτα στην Καβάλα του χθες 1922 – 1960». Κείμενο το οποίο αναφέρεται στον οικονομικό ρόλο της ως άνω επιχείρησης κατά την προπολεμική και την μεταπολεμική περίοδο καθώς και στην εμπορική σχέση Καβάλας – Βερολίνου:
Ήταν κάπου στα 1924, όταν οι αδελφοί Μαρούλη εκτίμησαν πολύ ορθά πως στην πόλη της καβάλας, μια και ήταν μεγάλο κέντρο επεξεργασίας καπνού, θα μπορούσε να ευδοκιμήσει και μία επιχείρηση μεταποίησης του προϊόντος. Έτσι, δημιούργησαν τη γνωστή στους παλιούς καβαλιώτες καπνιστές τσιγαροβιομηχανία «Μαρούλη», η οποία στεγαζόταν μέχρι και το 1926 σε κτήριο της οδού Κασσάνδρου, όπου σήμερα βρίσκεται η Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Οι τσιγαροβιομηχανίες όμως της νότιας Ελλάδας ανησύχησαν με την πρωτοβουλία αυτή και στην προσπάθειά τους να σταματήσουν την ανοδική πορεία της επιχείρησης πυρπόλησαν τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου δύο φορές. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, οι πυρπολήσεις έγιναν καθαρά για λόγους οικονομικού ανταγωνισμού. Απτόητοι οι επιχειρηματίες, προς το τέλος του 1928 μεταφέρουν τις νέες εγκαταστάσεις τους στο ιδιόκτητο κτήριό τους στα τότε καπνοχώραφα της περιοχής της παλιάς Ραψάνης, όπου σήμερα βρίσκεται το 6ο Γενικό Λύκειο Καβάλας. Τις νέες εγκαταστάσεις η επιχείρηση επάνδρωσε με 250 περίπου εργαζόμενους. Γρήγορα ανέπτυξε τεράστια δραστηριότητα και, λόγω και της εξαιρετικής ποιότητας καπνού (Μυρωδάτα) που χρησιμοποιούσε, ανέβασε με αλματώδη ρυθμό την παραγωγή της.
Τα σιγαρέττα «Μαρούλη» την περίοδο αυτή έπαιρναν μέρος σε διεθνείς εκθέσεις καπνικών προϊόντων, ενώ οι επιτυχίες σε βραβεία διαδέχονταν η μία την άλλη, με αποτέλεσμα να γίνουν μεγάλη ευρωπαϊκή φίρμα. Οι αδελφοί Μαρούλη γίνονται γνωστοί στο εξωτερικό για τις πετυχημένες εξαγωγικές τους δραστηριότητες. Ειδικά στη Γερμανία, η φίρμα των καβαλιώτικων τσιγάρων αναβαθμίζεται τόσο, ώστε οι Γερμανοί παραχώρησαν ειδικά πολυτελή βαγόνια στις αμαξοστοιχίες τους, για να ταξιδεύουν οι επιχειρηματίες πολυτελώς, όπως οι μεγάλες προσωπικότητες της χώρας αυτής.
Η αλματώδης όμως άνοδος της καβαλιώτικης καπνοβιομηχανίας έγινε ο συνεχής πονοκέφαλος των άλλων βιομηχανιών της χώρας και συγκεκριμένα του Βόλου και του Πειραιά. Τα διαπλεκόμενα και τότε συμφέροντα των ισχυρών οικονομικών κύκλων της νότιας Ελλάδας, η έλλειψη μόνιμου σχεδίου ανάπτυξης της χώρας, η αδιαφορία των τοπικών αρχών (κατάγονταν όλοι από το νότο), η επερχόμενη οικονομική κρίση του 1929 – 30 ανάγκασαν τους ιδιοκτήτες του εργοστασίου να κηρύξουν πτώχευση με αποτέλεσμα προς το τέλος του 1930 να κλείσει η καπνοβιομηχανία. Στα χρόνια του μεσοπολέμου μένει κλειστό το εργοστάσιο, χωρίς να γίνονται θετικές ενέργειες για την επαναλειτουργία του.
Η κήρυξη του πολέμου του 1940 βρίσκει το εργοστάσιο επίσης κλειστό. Οι Βούλγαροι κατακτητές και οι οικονομικοί τους παράγοντες, οι οποίοι κατέλαβαν την περιοχή, αξιολόγησαν αμέσως την σπουδαιότητα της ύπαρξης του εργοστασίου όχι μόνο για τις ανάγκες της περιοχής, αλλά και για την κάλυψη των αναγκών σε σιγαρέττα του εσωτερικού της χώρας τους, ακόμη κι αυτής της Γερμανίας. Πιστεύοντας ότι θα έμεναν για πάντα στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη μετά μάλιστα την ολοκληρωτική προσάρτησή της, φέρνουν υπερσύγχρονα μηχανήματα από τη Γερμανία και θέτουν το εργοστάσιο σχεδόν αμέσως σε λειτουργία, δίνοντας εργασία σε 400 περίπου άνδρες και γυναίκες Έλληνες, οι οποίοι παρ΄ όλες τις άθλιες συνθήκες δουλειάς (τρομοκρατία και καταπίεση) σώθηκαν από το μαρτύριο της πείνας με τα ελάχιστα λέβα που πληρώνονταν.
Την περίοδο λοιπόν, αυτή της τετράχρονης βουλγαρικής κατοχής το εργοστάσιο μετονομάζεται σε «Μπομπέτα», που σημαίνει νίκη. Πλήρως εξοπλισμένο μηχανικά και με πρώτη ύλη τον καπνό της Μακεδονίας – Θράκης, υπό την διεύθυνση του Βούλγαρου διευθυντή Τσακπίνωφ, ο οποίος μιλούσε άπταιστα ελληνικά, το εργοστάσιο κατακτά και πάλι την αγορά της Γερμανίας.
Με την πανωλεθρία του άξονα και την αναγκαστική αποχώρηση των Βουλγάρων από τα ελληνικά εδάφη, οι Βούλγαροι του νέου καθεστώτος, του «Λαϊκού Μετώπου», αποπειράθηκαν να ξηλώσουν τα μηχανήματα του εργοστασίου, για να τα μεταφέρουν μαζί με σημαντικές ποσότητες καπνού και τσιγαρόχαρτου στην πατρίδα τους. Ύστερα από μεγάλη πίεση αναγκάστηκαν να τα παραδώσουν, αφού πρώτα ζήτησαν την υπογραφή πρωτοκόλλου παράδοσης (προφανώς για να ζητήσουν αργότερα αποζημίωση), το οποίο υπέγραψαν ο τότε πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου αείμνηστος Γεώργιος Πέγιος κι άλλοι συμπολίτες.
Στην περίοδο της «Εαμοκρατίας» 1945 – 46, το εργοστάσιο μετονομάζεται «Νίκη», ενώ παίζει πάλι ένα σημαντικό ρόλο στην τότε κατεστραμμένη τοπική οικονομία. Ελλείψει ελληνικού χρήματος (κυκλοφορούσαν μόνο βουλγαρικά λέβα) ανταλλάσσονται τα τσιγάρα με άλλα προϊόντα, όπως λάδι, σαπούνι, όσπρια, σιτάρι, φρούτα, τα οποία μετέφεραν ειδικά ναυλωμένα καΐκια από τα γύρω νησιά. Εκείνη τη δύσκολη περίοδο δούλευαν στο εργοστάσιο 600 περίπου άτομα σε δύο βάρδιες, καταβάλλοντας τεράστιες προσπάθειες, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες της κατανάλωσης, αλλά και να τονώσουν και την τοπική οικονομία.
Μετά την «Εαμοκρατία» προς το τέλος του 1946, το εργοστάσιο εξακολουθεί να λειτουργεί κάτω από κρατική αυτή τη φορά μέριμνα, με καινούρια ονομασία «Φίλιπποι». Τα εξαιρετικά μυρωδάτα τσιγάρα κυκλοφορούσαν τότε σε μικρά πακέτα των 20 τσιγάρων και σε μεγάλες κούτες των 100, ενώ στην πραγματικότητα περιείχαν 82 τσιγάρα, διότι τα 18 πήγαιναν για τις ανάγκες του στρατού. Η περιπέτεια όμως και η συνεχής δοκιμασία της ύπαρξης του εργοστασίου εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Η εσωτερική κατανάλωση μειώνεται καθημερινά και, λόγω του αθέμιτου ανταγωνισμού και της νέας τεχνολογίας που αρχίζει να διαφαίνεται, οι εξαγωγές του περιορίζονται μόνο προς τις υποανάπτυκτες χώρες, με τελευταία τη μεγάλη παραγγελία του αγρίως δολοφονηθέντος Αφρικανού κυβερνήτη Πάτρις Λουμούμπα. Γίνονται κάποιες τοπικές προσπάθειες για τη διάσωσή του, όμως δε φέρνουν κανένα αποτέλεσμα και το 1952 με τη νέα καπνική κρίση η Εθνική Τράπεζα προβαίνει σε ολοκληρωτική κατάσχεση. Έτσι χάθηκε τότε η ευκαιρία από την πόλη της Καβάλας να δημιουργήσει μία σύγχρονη βιομηχανία τσιγάρων. Δυστυχώς, μας πρόκανε η ΣΕΚΑΠ Ξάνθης!…
Καβάλα 21/3/2017
—