Ο αγώνας για την ζωή δεν είναι αγώνας ενάντια στον θάνατο
Πώς θα μπορούσα να απευθυνθώ στις κόρες, τους γιους, τα εγγόνια και τα δισέγγονά μου χωρίς να τα συνδέσω με όσους, βυθισμένοι στο ειδεχθές σύμπαν του χρήματος και της εξουσίας, κινδυνεύουν αύριο κιόλας να στερηθούν υποσχέσεις για μια ζωή που προσφέρεται ανεπιφύλακτα με την γέννηση σαν χάρισμα, χωρίς κανένα αντάλλαγμα;
…αναρωτιέται ο αλλοτινός εξεγερμένος των δρόμων και των λέξεων, ο Επαναστάτης της Καθημερινής Ζωής ως γνήσιο τέκνο του Μάη του 1968 αλλά και σύμφωνα και με το σχετικό βιβλίο του, μέλος της Καταστασιακούς Διεθνούς σχεδόν για μια δεκαετία προτού αποχωρήσει μπροστά στις αντιφάσεις της, φιλόσοφος των εραστών στην Βίβλο των Ηδονών, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του δημόσιου λόγου, επίμονος υποστηρικτής με λόγια και έργα μιας ελεύθερης, αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας.
Φιλοσοφίες, θρησκείες, ιδεολογίες δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να παγιώνουν μια συμπεριφορά που υπακούει σε κίνητρα γνωστά και αμετάβλητα: τη δίψα για εξουσία, την γοητεία του χρήματος, την μάχη της δύναμης, την καταπιεσμένη κτηνωδία. Δεν συντρίβει κανείς τις πετρωμένες βεβαιότητες του παρελθόντος αν δεν τις σφυροκοπήσει με ιδέες ικανές να διαλύσουν τις παλαιές κοινοτοπίες. Και πώς ζούμε σήμερα; Δαπανάμε τόση ενέργεια δουλεύοντας γι’ αυτό που μας αφυδατώνει και μας φτωχαίνει, και δυσανασχετούμε με την προσπάθεια που απαιτεί η επιθυμία να αλλάξουμε τον κόσμο συθέμελα;
Η πλήρης διάρρηξη της ανθρώπινης ενότητας ολοκληρώθηκε με τον βεβιασμένο οικονομικό προσανατολισμό των κοινωνιών. Ο πολιτισμός απομάκρυνε τον άνθρωπο από την δημιουργική ζωή, υποβιβάζοντάς την στην άθλια αναζήτηση της συντήρησής της. Για να τιθασεύσουμε το κτήνος μέσα μας, το υποχρεώσαμε να εργαστεί. Η δύναμη για ζωή μετατράπηκε σε δύναμη για εργασία που κατέληγε στον θρίαμβο της βαρβαρότητας.
Μια βασική θέση του Βανεγκέμ, που υποστήριζε ήδη στο βιβλίο του Τίποτα δεν είναι ιερό, όλα μπορούν να λεχθούν, αφορά ένα θέμα αιωνίως ακανθώδες. Από την μία, ανεκτικότητα σε όλες τις ιδέες, όσο απεχθείς, όσο γελοίες, όσο παράδοξες κι αν είναι. Είναι πιο εύκολο να υποστηρίξει κανείς τον κυρίαρχο παραλογισμό της πραγματικής ζωής, το παραδέχομαι, αλλά αρνούμαι να υποκύψω σ’ αυτή τη δειλή ευκολία, όπως αρνούμαι το δικαίωμα των σάπιων και μνησίκακων αισθημάτων να καταπνίξουν την ανθρώπινη συνείδηση για μια ζωή που πρέπει να δημιουργηθεί.
Κι από την άλλη, αδιαλλαξία σε κάθε ανθρώπινη πράξη, είτε κράτους, είτε εθνικής μονάδας, είτε ατόμου. Η ποινική καταδίκη ρατσιστικών, σεξιστικών, ξενοφοβικών, εξωφρενικών ή αποτρόπαιων εκφράσεων δεν ανταποκρίνεται με κατάλληλο τρόπο στην ανησυχία για την εξάλειψή τους· αντίθετα, παραπέμπει σε μεγάλο βαθμό σε μια μορφή λαϊκιστικής δικαιοσύνης.
Ο συγγραφέας επιθυμεί να εξαλειφθεί μια για πάντα μια προκατάληψη που έχει δηλητηριάσει σε βάθος την κοινή γνώμη. Πρέπει να πάψουμε να ταυτίζουμε τον διανοούμενο με τον καλλιεργημένο άνθρωπο, τον λόγιο, τον σοφό, τον στοχαστή, τον ποιητή, τον εφευρέτη. Ο διανοούμενος είναι απλώς αυτός που προτάσσει τη διάνοια του εγκεφάλου έναντι της ευαίσθητης διάνοιας ολόκληρου του σώματος. Είμαστε όλοι, σε διαφορετικό βαθμό, χειρώνακτες και διανοούμενοι· αλλά διδαχτήκαμε να διαχωρίζουμε τις δυο ιδιότητες, με αποτέλεσμα μια πλήρη σχιζογένεση. Η σκέψη αποκόπηκε από την ζωή και αφού αρχικά περιβλήθηκε τον μανδύα της θρησκείας, παρουσιάστηκε εκσυγχρονισμένη με την γελοία κοσμική αμφίεση της φιλοσοφίας και της ιδεολογίας.
Στα σύντομα αλυσιδωτά αυτά κείμενα, που συναρμολογούνται σε πυκνό σύνολο καθώς διατρέχουν παρελθόν, παρόν και μέλλον, ο Βανεγκέμ φωτίζει τους παλιούς εφιάλτες που βασανίζουν ακόμη τα όνειρά μας για αναγέννηση, αφουγκράζεται τους τριγμούς του σεισμού της Γαλλικής Επανάστασης, γράφει υπέρ και κατά της κουλτούρας. Συνεχίζει να μας θυμίζει την παγίδα του ελεύθερου εμπορίου, την ψευδαίσθηση της καταναλωτικής ευημερίας, την εκδίκηση του στερημένου από τις επιθυμίες του σώματος. Είναι βέβαιος ότι τον αφέντη της σκέψης διαδέχεται ο σκλάβος χωρίς σκέψη, ότι ο οικολογικός νεοκαπιταλισμός δεν είναι παρά μια νέα αγορά ηλιθίων, ότι ο αγώνας για την ζωή δεν είναι αγώνας ενάντια στον θάνατο.
Είμαστε τόσο συνηθισμένοι στα κριτήρια με τα οποία η καθημερινή επιβίωση χαράζει τις πληκτικές διαδρομές της, ώστε οι λάμψεις της ζωής, που προσφέρεται ως χάρισμα, μας τρομάζουν με την ασυνήθιστη φωτεινότητά τους. Ο δρόμος ανάμεσα σ’ αυτό που είμαστε και σ’ αυτό που θα θέλαμε να είμαστε είναι άβολος αλλά συναρπαστικός. Η δυνατότητα μιας γιορτινής κοινωνίας δεν έχει χαθεί.
Είναι πιο εύκολο να υποστηρίξει κανείς τον κυρίαρχο παραλογισμό της πραγματικής ζωής, το παραδέχομαι, αλλά αρνούμαι να υποκύψω σ’ αυτή τη δειλή ευκολία, όπως αρνούμαι το δικαίωμα των σάπιων και μνησίκακων αισθημάτων να καταπνίξουν την ανθρώπινη συνείδηση για μια ζωή που πρέπει να δημιουργηθεί.
Στο τέλος του βιβλίου, με την αίσθηση ότι το πέρασμά του από τον κόσμο μας είναι παροδικό, όπως άλλωστε και όλων μας, ο Βανεγκέμ εξομολογείται την μόνη υστεροφημική του επιθυμία: να διατηρηθεί στους αιώνες με το διαχρονικό και φευγαλέο χαμόγελο που περιβάλλει τον γάτο του Τσέσαιρ (από την Αλίκη των Θαυμάτων)· αυτό θα είναι το δικό του αιώνιο σύνθημα για ένα κόσμο όπου το είναι θα έχει αφήσει πίσω του το έχειν.
Εκδόσεις των ξένων, 2013, μτφ. Εύη Παπακωνσταντίνου, 107 σελ. [Raoul Vaneigem, Lettre à mes enfants et aux enfants du monde à venire, 2012].
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος πανδοχείο