Μπορεί το 2011 που ήταν ως έτος αφιερωμένο στον κοσμοκαλόγερο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ωστόσο το βράδυ της Παρασκευής και με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου «Αγγελόκρουσμα – Η τελευταία νύχτα του κυρ Αλέξανδρου» που υπογράφει ο Θωμάς Κοροβίνης, επανήλθαν στο μυαλό στιγμές κι εμπειρίες από το καλοκαίρι του 2011. Τότε που το Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου ήταν αφιερωμένο στον Παπαδιαμάντη και το κοινό μπόρεσε να εντρυφήσει σε κάποια από τα καλύτερα διηγήματά του. Η βιβλιοπαρουσίαση που φιλοξενήθηκε στο θέατρο «Αντιγόνη Βαλάκου» πήρε τη μορφή ανάγνωσης – αναλογίου, με πρωταγωνιστές τον συγγραφέα Θωμά Κοροβίνη, τον Αργύρη Μπακιρτζή και τον καλλιτεχνικό διευθυντή Θοδωρή Γκόνη. Μάλιστα, η ανάγνωση του βιβλίου διανθίστηκε με την ερμηνεία ενός πικρού τραγουδιού για την Ακριβούλα, ηρωίδα του διηγήματος «Το μοιρολόι της φώκιας», που τραγούδησαν ο συγγραφέας και ο «χειμερινός κολυμβητής».
Ο Θωμάς Κοροβίνης, ελάχιστες ημέρες πριν από την έλευσή του στην Καβάλα για την παρουσίαση της τελευταίας νύχτας του κυρ Αλέξανδρου, κυκλοφόρησε ένα ακόμη πιο φρέσκο βιβλίο. Πρόκειται για το «55» που αφορά στον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Το κοινό πάντως, το βράδυ της Παρασκευής είχε την ευκαιρία μέσα από τις γραμμές του συγγραφέα, να βρεθεί στο πλάι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, την τελευταία νύχτα της ζωής του και σχεδόν να τον κρυφοκοιτάξει, στις ύστατες στιγμές του.
Όπως ομολόγησε ο Θωμάς Κοροβίνης, η ανάγνωση ενός κειμένου στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ όπου περιγράφονταν οι συνθήκες υπό τις οποίες κατά πάσα πιθανότητα άφησε την στερνή πνοή του ο κυρ Αλέξανδρος, ήταν το στοιχείο που τον συγκλόνισε και πρόσφερε τον θεμέλιο λίθο του «Αγγελοκρούσματος». Ο Θωμάς Κοροβίνης αγάπησε την ανάγνωση από τα παιδιά του χρόνια, αγάπησε όμως και τον Παπαδιαμάντη. Μεγαλώνοντας μπόρεσε να τον κατανοήσει και να τον ερμηνεύσει καλύτερα. Ο συγγραφέας ομολόγησε ότι προκειμένου ο αναγνώστης να καταλάβει απόλυτα το περιεχόμενο του βιβλίου του, θα πρέπει να είναι εξοικειωμένος με τη γλώσσα και τα έργα του Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου. Ίσως γιατί από τις σελίδες του «Αγγελοκρούσματος» παρελαύνει πλήθος ηρώων, περισσότερο ή λιγότερο γνωστών, που κυριαρχούν στα παπαδιαμαντικά διηγήματα.
ΤΑ «ΠΑΙΔΙΑ» ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΣΜΕΤ
«…Ίσως ήλθεν ο καιρός, όπου θα εκμετρήσω το ζην. Δοκιμάζομαι. Με παραστέκουν οι αδελφές μου οι τέσσερες, οι τρεις οι ανύμφευτες και η μια η παντρεμένη. Μόλις μετέλαβα τρεις φορές, δεν είναι ώρα που ξεπροβόδισαν τον παπα-Μπούρα. Δεν φοβούμαι τον θάνατον, δεν με πτοεί η άφευκτος έλευσίς του. Αν είναι θέλημα Θεού, καλώς να έρθει. Έζησα ως ενάντιος της περίσσειας, υπήρξα φίλος του απλού, θιασώτης του ελαχίστου ,οπαδός της περιέξεως. Γονυπετής υπεκλίθην εις την ανθρώπινην βάσανον…»
«Της θαλάσσης αλιεύματα και της χερσαίας καρποί, θα σας γευτώ και πάλιν; Μποέμης είμαι κι έζησα μποέμικα. Πέρασα τη ζωή μου μέσα στη βουή του δρόμου, άμα δε ασκητικώς. Έκαμα φίλους; Μη ρωτάς! Παιδιά έχω κάμει! Να! η Πεποικιλμένη, η Σταχομαζώχτρα, ο Πανδρολόγος, ο Καλόγερος. Οι Παραπονεμένες, οι Χαλασοχώρηδες, τα Δαιμόνια στο ρέμα. Η Μαυρομαντηλού, η λιθίνη ψυχή, η ασφριγής και ανέραστος κόρη. Ο Λυκάνθρωπος και αι Νύμφαι των νυχτερινών αυρών. Η Νοσταλγός, ο κυρ-Μοναχάκης, Η Βλαχοπούλα και η Φαρμακολύτρια. Α, και η Πολυλογού!…»
«…Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμουκισμόν… την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιιών [… παρασίτων]. Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος και η πρόληψις της χρεοκοπίας.
Έκαμα το νησί μου, τη Σκιάθο μου, ένα κελί, κι απ’ αυτού του κελιού μου τον φεγγίτη, είδα και άκουσα όλη τη Ρωμιοσύνη άνοιξα ένα παράθυρο και είδα όλο τον κόσμο. Ευφράνθηκε η ψυχή μου και φαρμακώθηκε. Ναι, αυτός ο ντουνιάς, απ’ την πολλή τη γλύκα του και την πολλή την πίκρα του δεν τρώγεται…»
«…Με σιμώνει πάλι κάποια, είναι η αδελφή μου η μικρή, να , απλώνει το χέρι της να μου χαϊδέψει το μέτωπο. Παγωμένο το νιώθω, μόλις εφρουκάλισε την αυλή από το χιόνι, έπεσε τρίτο στη σειρά από την ημέρα του Χριστού, χιόνι πάνω στο χιόνι. Μου κρατά το χέρι μου σφιχτά. – Μη, μην τον αγγελοκόβεις, την εβάσταξεν ευτυχώς η σώφρων Χαρίκλεια. Ο θάνατος είναι κισμέτ…»
Όσο η ανάγνωση προχωρούσε προς το τέλος της, τόσο πιο παραστατική γινόταν. Τα συναισθήματα κορυφώθηκαν στις δύο τελευταίες σελίδες, όπου ο συγγραφέας περιέγραψε με λεπτομέρεια την «αναχώρηση» του κυρ Αλέξανδρου.
O Θωμάς Κοροβίνης, συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών, πρώην φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, έζησε για μια οχταετία στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ και χρόνια ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά πολιτιστικού προσανατολισμού. Το πέρασμά του από την Καβάλα και η παρουσίαση του βιβλίου του άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις στο κοινό, το οποίο μετά τη λήξη της εκδήλωσης έσπευσε να του σφίξει το χέρι και να ζητήσει την ιδιόχειρη αφιέρωσή του στα αντίτυπα του βιβλίου του.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ