Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
«Να πας στον θείο Χαρίση να πάρεις λουλάκι και γλήγορα πίσω να ρθεις. Όσο να στεγνώσει το φτύμα μου, πίσω να είσαι!»
Αυτό κι αν δεν ήταν κίνητρο. Το φτύμα. Αλλά όχι μόνο αυτό. Ήταν και η καλή η κάμαρα.
Με έστελνε η μάνα μου στον μπακάλη τον Χαρίση, να πάρω λουλάκι να λουλακιάσει τα ασπρόρουχα. Στο ξέβγαλμα τα βουτούσε σε διάλυμα νερού με λουλάκι. Τα λουλάκιαζε τα ασπρόρουχα η μάνα μου όπως και οι άλλες νοικοκυρές τα χρόνια τα παλιά, για να πάρουν εκείνη την ελαφρά φωτεινή γαλαζωπή χροιά, όμοια με τ’ ουρανού καλοκαιρινού υγρού καταμεσήμερου το χρώμα. Να λάμψουν τα ασπρόρουχα. Ύστερα τα μορφοάπλωνε στα σχοινιά, στην αυλή, και κάθονταν για λίγο τα χάζευε και καμάρωνε. Κι έλαμπε κι αυτή ολόκληρη μαζί τους. Έλαμπε μαζί και η ψυχή της κι ας μη φαίνονταν. Εγώ… εγώ αυτή την λάμψη την έβλεπα στα μάτια της. Και ακόμα και τώρα την βλέπω κι ας τα καστανά της μάτια έσβησαν για πάντα από το φυσικό τους. Αλλ’ όμως υπάρχει κι εκείνο που δεν έχει σχέση με την ύλη. Εκείνο που κρατιέται ζωντανό ακόμα κι όταν οι άνθρωποι χάνονται. Έβλεπα στα μάτια της την λάμψη γιατί την ήξερα καλά τη μάνα μου, εγώ. Την είχα μάθει, κι ας ήμουνα μικρός.
«Δεν ορίζεσαι πια… την κούρασή μου δεν την νιώθεις…. να τρέχω και στον μπακάλη; …»
Που να αφήσω το παιχνίδι εγώ.
Ύστερα άρχιζε τα τεχνάσματά της.
«Θα ξεκλειδώσω την καλή την κάμαρα… ξέρεις εσύ…» Στο άκουσμα αυτό κάμπτονταν κάθε είδους αντίστασή μου, καθότι, στη καλή τη κάμαρα χρώματος βεραμάν, βρίσκονταν η σερβάντα με τους πολλούς αντικριστούς καθρέφτες μέσα στη γυάλινη προθήκη, που καθώς κοιτούσα μέσα τους, έβλεπα το πρόσωπό μου να πολλαπλασιάζεται και να χάνεται στο άπειρο, ανάμεσα στα βαζάκια με τα γλυκά του κουταλιού τα πιτιφούρια και τα σοκολατάκια μαργαρίτες. Αυτό ήταν το κίνητρο. Φτύμα, λουλάκι, καλή κάμαρα χρώματος βέραμαν, σερβάντα, σοκολατάκια μαργαρίτες.
Έφτυνε η μάνα μου στο χώμα, μου έδινε την παραγγελία και μου έλεγε να γυρίσω πριν στεγνώσει το φτύμα. Αυτό με το, «πριν στεγνώσει», το έλεγε γιατί εγώ καμιάφορα αλλά και πολλές φορές ξεχνιόμουν και χάζευα. Μια φορά θυμάμαι με έστειλε η μάνα μου στον Χαρίση να αγοράσω λουκούμια για να κεράσει τις φιλενάδες της που ήρθαν επίσκεψη μαζί με τον καφέ. Καθώς έφτανα στο μπακάλικο είδα μπροστά στο «Εξοχικόν Κέντρον» του Πελοπίδα με τα πολύχρωμα λαμπιόνια που κρέμονταν από δέντρο σε δέντρο κόσμο μαζεμένο. Εκεί ήταν αραγμένο το τρακτέρ το λαντς του θείου Κώστα και προσπαθούσαν να το βάλουν μπρος με το λουρί. Εκείνο δεν έπαιρνε μπρος πολλή ώρα, το φτύμα ξεράθηκε, οι φιλενάδες της μάνας μου έμειναν ακέραστες, εγώ δεν έφαγα λουκούμι που μου άρεσε πολύ και ούτε και σοκολατάκι μαργαρίτα. Έφαγα όμως τρεις ξυλιές. Όχι όμως για να πονέσω και πολύ.
«Άντε τώρα σύρε στον θείο Χαρίση να πάρεις λουλάκι και γλήγορα πίσω να ρθεις. Όσο να στεγνώσει το φτύμα μου, πίσω να είσαι!»
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την γλύκα που είχαν τα σοκολατάκια μαργαρίτες.
Μάιος του 2021