07/12/2024
Elsa Dorlin, Difendersi. Una filosofia della violenza-Το να αμύνεσαι. Μια φιλοσοφία της βίας, Fandango Libri, 2020, pp. 304, € 19.
Η φωτιά μόλις περιέλουσε το αστυνομικό τμήμα της Minneapolis όπου δούλευαν οι δολοφόνοι αστυνομικοί του George Floyd. Αμέσως παίρνει φωτιά και η συζήτηση: μια χορωδία από φωνές που κρώζουν υψώνεται για να καταδικάσει τη βία ενώ προσποιείται, ταυτόχρονα, ότι υποστηρίζει τους λόγους της διαμαρτυρίας.
Αλλά είναι δυνατόν να κρατάς το πόδι μέσα σε δύο παπούτσια με τέτοιο τρόπο σαν τον Πιλάτο; Εξάλλου, ακόμη και ο μη βίαιος Martin Luther King ήξερε ότι οι ταραχές-il riot είναι η γλώσσα αυτών που δεν τους ακούν.
Ωστόσο, υπάρχει κάτι περισσότερο που έχουμε να πούμε. Και μπορούμε να το κάνουμε χρησιμοποιώντας ένα βιβλίο της γαλλίδας φεμινίστριας Elsa Dorlin, που μεταφράστηκε πρόσφατα στην Ιταλία.
Το να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου. Μια φιλοσοφία της βίας-Difendersi. Una filosofia della violenza. Σύμφωνα με την συγγραφέα, μια ιστορική διαχωριστική γραμμή αντιπαραθέτει τα σώματα που «αξίζουν να υπερασπιστούμε» ενάντια σε εκείνα που παραμένουν εκτεθειμένα στη βία της κυρίαρχης εξουσίας και τις απειλές μιας μειοψηφίας με το μόνιμο δικαίωμα χρήσης των όπλων με ατιμωρησία.
Αυτό εγείρει το ζήτημα της χρήσης της βίας για την υπεράσπιση κάθε απελευθερωτικού κινήματος. Μια βία, αυτό είναι το σημείο, που είναι μια απαραίτητη-ουσιώδης στιγμή για την πολιτικοποίηση των καταπιεσμένων.
Επιπλέον, η υποκειμενικότητα του υποταγμένου μπορεί να συγκροτηθεί μόνο μαθαίνοντας να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Δεν υπάρχει νωρίτερα, γράφει ο Fabio Ciabatti.
Εάν το σύγχρονο υποκείμενο έχει καθοριστεί μέσω της ικανότητάς του να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αυτή η ικανότητα αυτοάμυνας έχει γίνει επίσης ένα κριτήριο που χρησιμοποιείται για τη διάκριση των πραγματικών υποκειμένων από τους άλλους, εκείνους που είναι καταδικασμένοι σε μια «δυστυχισμένη υποκειμενικότητα».
Αυτοί οι τελευταίοι, στην πραγματικότητα, όσο περισσότερο υπερασπίζονται τον εαυτό τους από τη βία στην οποία υπόκεινται, τόσο περισσότερο γίνονται «ανυπεράσπιστοι ή δεν δύνανται να υπερασπιστούν»: ανυπεράσπιστοι, διότι υφίστανται την αιμοβόρα και δυσανάλογη αντίδραση εκείνων που έχουν το νόμιμο μονοπώλιο της βίας.
Δεν μπορούν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους διότι κάθε δράση που στοχεύει στην αυτοσυντήρηση ερμηνεύεται εκ των προτέρων ως επιθετική δράση, έκφραση «καθαρής» βίας.
Αυτά τα ευάλωτα σώματα, υποστηρίζει η συγγραφέας, μπορούν να αντισταθμίσουν την κατάσταση μόνο με την κατοχή αμυντικών τακτικών. δηλαδή, μέσω της σωστής αυτοάμυνας, που αντιτίθεται στη νόμιμη άμυνα, νομικά κατανοητή.
Υπάρχει επομένως μια θαμμένη ιστορία της «πολεμικής ηθικής του εαυτού» που έχει διασχίσει τα απελευθερωτικά κινήματα. Ας δούμε μερικά παραδείγματα από το βιβλίο της Dorlin.
Δεδομένου ότι οι αφρικανοί σκλάβοι που εκτοπίστηκαν στον νέο κόσμο δεν μπορούν να φέρουν κάποιο αντικείμενο ικανό να προσβάλει, μπορούν να προετοιμαστούν για τον αγώνα μόνο μέσα από χορούς των οποίων οι κινήσεις προσομοιώνουν τις κινήσεις μιας μάχης.
Με αυτόν τον τρόπο εκδηλώνεται η δυναμική μιας αναβαλλόμενης σύγκρουσης που αποτυπώνεται στο κορμί του αποικισμένου: ένα κορμί σε συνεχή ένταση, έτοιμο να χυμήξει μόλις παρουσιαστεί η ευκαιρία να πάρει πίσω το αίμα του, και γι αυτό τον λόγο αναγκάζεται στο άμεσο, για να φανταστεί μια αντίδραση, να καταφύγει σε μια ονειρική χρονικότητα.
Ξεκινώντας από αυτό ξεδιπλώνεται μια διαδικασία απελευθέρωσης η οποία, έχοντας να περάσει από μια μορφή ξέφρενου αισθησιασμού, έχει ως αποτέλεσμα να είναι αναπόφευκτα βίαιη.
Με το δεύτερο παράδειγμα φτάνουμε στην Αγγλία στις αρχές του 1900. Οι αγγλίδες σουφραζέτες κάνουν δικές τους τις μορφές προσωπικής μάχης που συνδυάζουν δυτικές και ανατολικές τεχνικές.
Έχουμε να κάνουμε με έναν τύπο μάχης που βασίζεται σε μια αρχή της οικονομίας καθώς παίζει με την έκπληξη που προκαλείται από την αντίδραση ανίσχυρων τάχα υποκειμένων καθώς επιστρέφει στον επιτιθέμενο, ο οποίος θεωρείται ότι είναι σωματικά πιο ισχυρός, τη δύναμή του.
Δεν είναι απλώς θέμα αντιμετώπισης της αστυνομίας και επομένως της χρήσης ενός εργαλείου για την επίτευξη ενός σκοπού, της ισότητας. Η αυτοάμυνα είναι μια συνεχής διαδικασία ενσωμάτωσης και υλοποίησης της ισότητας.
Είναι μια μορφή πολιτικοποίησης των σωμάτων χωρίς διαμεσολάβηση και χωρίς εξουσιοδότηση που τροποποιεί τα ίδια τα κορμιά και τη σχέση τους με τον κόσμο. Το τρίτο παράδειγμα είναι ίσως το πιο γνωστό.
Οι Μαύροι Πάνθηρες καθιστούν την ένοπλη αυτοάμυνα πραγματική σημαία παρόλο που υιοθετούν μια ultraνομική και άκαμπτα αμυντική στρατηγική. Η επιδεικτική αυτοάμυνα αναδεικνύει μια σημειολογία των μαχητικών σωμάτων σε αγώνα που βασίζεται στο γεγονός ότι θα υπάρξει μια αδυσώπητη αντίδραση σε κάθε πλήγμα που θα υποστεί, η οποία θα εκχωρηθεί με τη δύναμη των δικαιωμάτων που τους αρνούνται.
Ο ενδυματολογικός κώδικας (όπλα και μαύρος μπερές) ενσαρκώνει έναν τύπο αρρενωπότητας ικανό να μεταδίδει μια δύναμη που γεννά υπερηφάνεια στην καταπιεσμένη μαύρη μειονότητα και μια ισχυρή ώθηση πολιτικής συνειδητοποίησης για εκείνους που έχουν να υπερασπιστούν μόνο ένα εμείς που δεν είναι τίποτα και δεν κατέχει τίποτα δίχως την πρακτική της αυτοάμυνας.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι όλο αυτό είναι μέρος του παρελθόντος ή ότι δεν αφορά τη δημοκρατική δύση. Όμως, αυτή η αντίρρηση δεν λαμβάνει υπόψη τις επαναλαμβανόμενες ταραχές και εξεγέρσεις που προκλήθηκαν από την βαρβαρότητα των δυνάμεων της τάξης στη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και πάνω απ’ όλα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ας επιστρέψουμε λοιπόν, μαζί με την συγγραφέα, στις ΗΠΑ για να σημειώσουμε πώς στην ιστορία αυτής της χώρας υπάρχει ένα κόκκινο νήμα που ξεκινά από το καθεστώς δουλείας και φτάνει στις μέρες μας.
Μια ιστορία που ξεκίνησε με την ίδρυση αμυντικών πολιτοφυλακών οι οποίες, κατά την περίοδο του αποικισμού, έκαναν δικές τους δικαστικές και αστυνομικές δεξιότητες, βασιζόμενοι στο δικαίωμα της ένοπλης αυτοάμυνας κάθε πολίτη.
Έτσι γεννήθηκε το φαινόμενο της επαγρύπνησης που καταλήγει να θεσμοθετείται παράλληλα με το νομικό σύστημα, στο όνομα της υπεράσπισης μιας λευκής αποικιακής μειονότητας.
Οι βιτζιλάντες, ή εκδικητές, απορρίπτουν οποιαδήποτε αρχή δικαιοσύνης και τεκμηρίου αθωότητας. Ο στόχος, το καθήκον τους είναι να κυνηγήσουν αυτούς που είναι a priori ένοχοι, αυτούς που ανήκουν στην κατηγορία των «φυσικών εχθρών».
Για την άμυνα ενάντια στο έγκλημα, κάθε βία είναι νόμιμη a priori, συμπεριλαμβανομένου του λιντσαρίσματος, μιας πρακτικής που ενθαρρύνεται από τη συνενοχή του δικαστικού θεσμού.
Αληθινοί κληρονόμοι της επαγρύπνησης, οι αμερικανικές αστυνομικές υπηρεσίες εφαρμόζουν ένα διπλό πρότυπο-standard: ένα ρητό, σαφές, σεβόμενο τους κανόνες του κράτους δικαίου, το άλλο, μόλις μεταμφιεσμένο, βασισμένο στην πρακτική των εκτελεστών-εκδικητών.
Αυτό το δεύτερο πρότυπο, στις ΗΠΑ όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, φαίνεται να κερδίζει έδαφος ολοένα και περισσότερο όπως αποδεικνύεται από την προοδευτική στρατιωτικοποίηση των αστυνομικών δυνάμεων (π.χ. με τη χρήση πολεμικών όπλων και τη στρατολόγηση πρώην στρατιωτών) ή τη διάδοση του ισραηλινού μοντέλου ασφάλειας που, με μια καθαρά αποικιακή λογική, προϋποθέτει την πολιτική σφαίρα ως χώρο βίας και μόνιμου κινδύνου.
Η εφαρμογή αυτής της πολεμικής λογικής εσωτερικά μας επιστρέφει στο γεγονός ότι το δικαίωμα υπεράσπισης της ζωής κάποιου, στο σύγχρονο υποκείμενο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό της υπεράσπισης της περιουσίας.
Εάν η αυτοάμυνα είναι νόμιμη μόνο για τον μεμονωμένο ιδιοκτήτη, ένας καπιταλισμός που, στη νεοφιλελεύθερη φάση του, βασίζεται όλο και περισσότερο σε μηχανισμούς συσσώρευσης μέσω λεηλασίας φαίνεται ότι προορίζεται να επεκτείνει τον αριθμό των ατόμων που στερούνται οποιουδήποτε δικαιώματος να προστατεύουν τη ζωή τους.
Η Dorlin ξεσκεπάζει την ισχυρή ιστορική διασύνδεση του ταξισμού με τον σεξισμό και τον ρατσισμό στη συγκρότηση των σύγχρονων μηχανισμών κυριαρχίας, εστιάζοντας στις γυναίκες, τους μαύρους, τους εβραίους (εκείνους που απειλούνταν από τη βία των πογκρόμ ή των ναζί, επειδή με την σύσταση του κράτους του Ισραήλ η κατάσταση αντιστρέφεται).
Αλλά τα «άοπλα, υποκείμενα σε βιασμό σώματα» μπορούν να κατασκευαστούν και μέσω μιας καθαρά ταξικής λογικής, όπως μας λέει ο D. Hunter, για παράδειγμα, στο δικό του Chav. αναγκαστική Αλληλεγγύη-Chav. Solidarietà coatta, μιλώντας για τα κορμιά των άγγλων προλετάριων διαποτισμένα ταξικής χροιάς, υποτιμημένα λόγω έλλειψης κεφαλαίου και ως εκ τούτου υποκείμενα στην αγορά, στην πώληση, φυλάκιση, στο ξυλοκόπημα, στον βιασμό (ο συγγραφέας είναι πάντως πολύ προσεκτικός στην καταγγελία της πατριαρχίας και του λευκού υπερματισμού που επιδεινώνουν σε μεγάλο βαθμό την καταπίεση ενός σημαντικού μέρους της εργατικής τάξης-working class).
Δεκαετίες αδιαφιλονίκητης (τουλάχιστον στη Δύση) ηγεμονίας της μπουρζουαζίας έχει εντείνει μια διαδικασία που περιγράφεται καλά από την Dorlin. Η εξουσία απαλλάσσει τα κυρίαρχα υποκείμενα από το πρόβλημα να γνωρίζονται μεταξύ τους και τους επιτρέπει να επικεντρώνονται στον εαυτό τους, αναπαράγοντας τις υλικές συνθήκες της δικής τους κυριαρχίας.
Από την άλλη πλευρά, οι κυριαρχημένοι οφείλουν να δίνουν συνεχή προσοχή στους καταπιεστές τους, η οποία παράγει μια βαθιά γνώση του άλλου. Σε αυτή τη γνώση, όμως, είναι το παρατηρούμενο αντικείμενο που κυριαρχεί εις βάρος του υποκειμένου που, στη συνεχή προσπάθεια να το αποκρυπτογραφήσει, ξεχνά τον εαυτό του και τη δική του δύναμη να ενεργεί.
Όσοι κυριαρχούν, πρέπει, λοιπόν, να αντιμετωπίσουν την ενεργή αντίσταση των καταπιεσμένων. Είναι άχρηστο να του ζητάς ευγενικά μια περισσότερη προσοχή, εκτίμηση. Αυτοί που είναι καταπιεσμένοι πρέπει να ανακτήσουν την ικανότητά τους να ενεργούν κατά του καταπιεστή.
Είναι τουλάχιστον αφελές να εντυπωσιαζόμαστε από το γεγονός ότι πλήθος αμερικανών που τους εκμεταλλεύονται (ειδικά μαύροι, αλλά όχι μόνο) χρειάστηκε να βάλουν φωτιά και φλόγες προτού τελικά μπορέσουν να φωνάξουν «μπορώ να αναπνεύσω-I can breath».
Μιχάλης ‘Μίκε’ Μαυρόπουλος Carmilla online