Dark Mode Light Mode

Η αγαλλίαση

Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής

 

Ασέλα, Ομόρια, Αιθιοπία και ολόκληρη η Οικουμένη όχι μόνο τον γνώριζαν, αλλά τον συμπαθούσαν υπέρμετρα αυτόν τον κοντοπίθαρο, του έδειχναν όλοι πάντοτε το θαυμασμό και την αγάπη τους. Όλοι οι φίλαθλοι οι πραγματικοί του στίβου –και όχι μόνο τω ν δρόμων αντοχής – έχουν μάθει απ’ έξω το όνομά του κι εκείνο το μακρινάρι επώνυμό του. Μόλις τους πεις «Χαϊλέ», αμέσως συμπληρώνουν «Γκαμπρεσελασιέ», υποβαθμίζοντας έτσι τον παλιό τους ηγέτη Χαϊλέ Σελασιέ.

Κι αν τους ρωτήσεις να σου πουν τους καλύτερους δρομείς αντοχής όλων των εποχών, θα θυμούνται τον αρχαίο Φιδιππίδη, το σύγχρονο Κούρο, το νερουλά της πρώτης Ολυμπιάδας, τον Εμίλ Ζάτοπεκ με την τριπλή νίκη στο πεντάρι, στο δεκάρι στο μαραθώνιο, τον άλλο τον ξυπόλητο που πήρε ένα χρυσό μετάλλιο στο Μαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων της Ρώμης κι άλλο ένα στο Τόκιο, τον άλλον επίσης Αιθίοπα, τον Γίφτερ με τα τινάγματά του στο πεντάρι και στο δεκάρι, που άφησαν τους αντιπάλους πολύ πίσω και βέβαια τον ίδιο το Χαϊλέ.

Τον Αμπέμπε Μπικίλα δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει, από μωρό παιδί όμως άκουγε γι’ αυτόν και τα κατορθώματά του στον πόλεμο της Κορέας και κυρίως στους στίβους. Είχε πληγωθεί όταν έμαθε πως ο μεγάλος αυτός συμπατριώτης του και ανίκητος δρομέας έμεινε τελικά παράλυτος. Τον είχε όμως θαυμάσει, γιατί εκτός των άλλων αξιώθηκε να τρέξει στην κλασική διαδρομή, από το Μαραθώνα στην Αθήνα, εκεί που δεν υπάρχουν ρεκόρ μα μόνο ένα σεμνός αγώνας μνήμης του πρώτου εκείνου ανώνυμου ημεροδρόμου, που μόλις είπε «Νενικήκαμεν», σωριάστηκε σε ύψη δυσθεώρητα από τους θνητούς.

Τον έβλεπε ο πατέρας του και τον καμάρωνε, καθώς η μηχανή μέσα στο πόδια του τ’ αδύνατα είχε πολύ μεγάλο κινητήρα. Έπαιρνε το πρωί τη σάκα του στο αριστερό του χέρι και πήγαινε τρέχοντας στο πλησιέστερο σχολείο και γύριζε τροχάδην το απόγευμα. Δέκα και δέκα, είκοσι χιλιόμετρα τη μέρα ο πιτσιρίκος Χαϊλέ τα είχε στο τσεπάκι του κοντού παντελονιού του. Το πρότυπό του ήταν τεράστιο και ήθελε μεγάλο τσαγανό για να το φτάσει. Όμως ποτέ του δε βαρυγκωμούσε. Κάθε του μέρα ένα χαμόγελο, ξάνοιγε ήλιους λαμπερούς για τη μελλοντική πορεία του.

Μεγάλωσε ο Χαϊλέ και μπήκε πλέον στους στίβους. Ο δρόμος πια στρωμένος μ’ ένα κόκκινο χαλί που σε απογείωνε, πατούσες κι ένιωθες να σε εκσφενδονίζει προς το τέρμα. Ο ίδιος όμως ήθελε να πατάει στο χώμα, οι χωματένιοι δρόμοι είχαν άλλοι ομορφιά, σε γλύκαιναν, θαρρείς, αν τους πατούσες, ιδίως με γυμνές πατούσες. Οι ασφαλτόστρωτες λεωφόροι ήταν φτιαγμένες για αυτοκίνητα. Η σκληρή γυαλιστερή τους απλωσιά, άλλοτε κρύα κι άλλοτε πυρακτωμένη, του προκαλούσε έτσι κι αλλιώς ψυχρότητα. Σαν έμπαινε όμως μέσα στο στάδιο πρώτος κι αδιαφιλονίκητος θριαμβευτής, στο κόκκινο ταρτάν πατούσε κι ολοένα χαμογελούσε.

Τον έβλεπαν οι φίλαθλοι και χαμογελούσαν κι αυτοί. Ο τρόπος που έτρεχε ήταν κάπως αστείος. Η κίνηση του αριστερού χεριού του ήταν παράξενη και δυσανάλογη με την αντίστοιχη του δεξιού βραχίονα. Δεν ήξεραν ότι ο νεαρός αυτός «σουγιάς» νόμιζε πως έτρεχε μα χαρτοφύλακα στο αριστερό του χέρι, με τα βιβλία και τα καθαρογραμμένα του τετράδια μαζί με τις ευχές της μάνας του και των δικών του.

Οι δρόμοι αντοχής ήταν γι’ αυτόν τρόπος ζωής. Τα πέντε και τα δέκα χιλιόμετρα του έμοιαζαν σαν παιχνιδάκια. Συγκέντρωνε ολοένα πιο συχνά κύπελλα και μετάλλια από επίσημους αγώνες και γέμισε η Ασέλα, το μικρό χωριό του, με τρόπαια λαμπρά. Περνούσαν τα μικρά πατριωτάκια του, τα έβλεπαν με στόματα ανοιχτά έτσι γυαλιστερά, μεγάλωνε ο θαυμασμός τους κι ήθελαν όλα να του μοιάσουν. Έτσι περνάει η σκυτάλη από χέρι σε χέρι, από καρδιά σε καρδιά και από όραμα σε όραμα στα φτωχά παιδιά της Αφρικής.

Μια μέρα πήρε πρόσκληση από την Ελλάδα και το θεώρησε μεγάλη του τιμή. Θα πήγαινε οπωσδήποτε, όχι απλά για να παραλάβει το βραβείο από τους πρώτους διδάξαντες την ευγενική άμιλλα και το ολυμπιακό πνεύμα. Βέβαια η αναγνώρισή του από την Ελληνική Ομοσπονδία ως εξέχουσας προσωπικότητας των δρόμων αντοχής δεν ήταν λίγο. Ο ίδιος όμως ήθελε να δει την πρώτη, την αληθινή διαδρομή.

Ζήλεψε λίγο το συγχωρεμένο τον Μπικίλα που πρόλαβε να εκπληρώσει το δικό του όνειρο, προτού μείνει παράλυτος. Ο ίδιος όμως πλέον ήταν μεγάλος για μια τέτοια διαδρομή. Μα ήθελε να πάει στο Μαραθώνα, να προσκυνήσει τον τύμβο και όσους γενναίους αμφισβήτησαν τη μέχρι τότε ακατάλυτη δύναμη των Περσών και αρνήθηκαν να προσφέρουν χώμα και νερό, σημάδια υποταγής που θα στηλίτευαν την υστεροφημία τους.

Οι άνθρωποι του ΣΕΓΑΣ τον περίμεναν στο αεροδρόμιο καλωσορίζοντάς τον με βαθιά εκτίμηση. Ο ίδιοςείχε μόνιμα απλωμένο στο πρόσωπό του εκείνο το αληθινό χαμόγελο, που λες και ήταν συνδεδεμένο με καρδιά μικρού παιδιού. Αστράψανε τα φλας των φωτογράφων, τον πήραν οι παράγοντες σ’ ένα ακριβό αμάξι και, όπως ένιωθε ξεκούραστος, τον πήγαν από το Σπάτα στο Μαραθώνα, όπως τους ζήτησε.

Σε όλη τη διαδρομή ήταν ευπροσήγορος, ευδιάθετος, και ομιλητικός. Ρωτούσε κι απαντούσε συνεχώς και προπάντων ευχαριστούσε για την ευγενική πρόσκληση που του είχαν κάνει. Η βράβευσή του θα γινόταν την επόμενη μέρα. Μα τώρα είχε αποφασίσει να χαρεί την πιο ώριμη ευχαρίστησή του.

Μπροστά στον τύμβο γονάτισε και προσευχήθηκε νοερά. Οι άλλοι δεν περίμενα να ξέρει ο Αιθίοπας την Ελληνική Ιστορία. Γελάστηκαν, όλα τα ήξερε. Όχι μόνο το Μιλτιάδης και τους Αθηναίους, μια και τους Πλαταιείς. Τους υπενθύμισε μάλιστα ότι  το εθνικό του όνομα ήταν προέλευσης ελληνικής, αφού Αιθίοπες ήταν οι άνθρωποι με καθαρά πρόσωπα, με τη λεία και στιλπνή ηλιοκαμένη επιδερμίδα.

Τους παρακάλεσε το αμάξι να πηγαίνει αργά στο δρόμο προς το Καλλιμάρμαρο Στάδιο της Αθήνας. Έπειτα σε όλην τη διαδρομή δε μίλησε καθόλου, κοίταζε αχόρταγα ζερβόδεξα, ήθελε να απολαύσει το τοπίο με τα μάτια ολάνοιχτα και κάποτε μισάνοιχτα, για ν’ αποδιώχνει από την περιφερειακή του όραση τα νέα κτίσματα και τις ψηλές οικοδομές. Έμοιαζε να τρέχει με τη φαντασία του πλαισιώνοντας τον αρχαίο Αθηναίο ημεροδρόμο, ο ίδιος αριστερά και ο Αμπέμπε δεξιά, πέρα από συναγωνισμούς, ανταγωνισμούς και επιδιώξεις. Σ’ ετούτο τον αγώνα νικητές είναι οι Έλληνες και όλοι οι άνθρωποι που προασπίζουν την ελευθερία και την αυτονομία τους, προσηλωμένοι στις ιδέες της Δικαιοσύνης και της Ισοπολιτείας. Εκείνη τη μέρα ο Χαϊλέ έμαθε – για το συναίσθημα που ένιωθε – μιαν ακόμη λέξη ελληνική, την αγαλλίαση.

Προηγούμενο άρθρο

Για λίγη ώρα στην Καβάλα ο Α. Σαμαράς

Επόμενο άρθρο

ΠΑΓΚΡΑΤΙ - ΚΑΒΑΛΑ 71-76: Είχε μεγάλη ψυχή και.. Μάζουρτσακ