Γράφει ο Πασχάλης Παλαβούζης
Ήταν απομεσήμερο της Πέμπτης 17 Φεβρουαρίου 1916, όταν ακούστηκε ασυνήθιστος θόρυβος στα ανατολικά της πόλης μας. Η μέρα ηλιόλουστη, ο ουρανός χειμωνιάτικα καθαρός και όσοι μπήκαν στον κόπο να σηκώσουν το κεφάλι τους ψηλά ανταμείφθηκαν με τη θέα ενός σπάνιου επισκέπτη, ενός αεροπλάνου!
Πετούσε στα 5000 πόδια περίπου, ανοιχτά του ακρωτηρίου της «Παναγίας» και πλησίαζε αργά με σταθερή, δυτική πορεία. Ήταν ανοιχτόχρωμο, διπλάνο, με βαμμένους μεγάλους μαύρους σταυρούς στο κάτω μέρος των πτερύγων.
Δε σήμανε συναγερμός. Με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους η Ανατολική Μακεδονία είχε γίνει κομμάτι της ελληνικής επικράτειας. Η Ελλάδα στις αρχές του 1916 αρνούνταν πεισματικά να εμπλακεί στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο – ήταν τυπικά ουδέτερη, οπότε η Καβάλα και η περιοχή της δεν κινδύνευε από εχθρικές ενέργειες. Ή έτσι νόμιζαν…
Η εμφάνιση λοιπόν, εκείνου του αεροπλάνου ουδόλως ανησύχησε το ντόπιο πληθυσμό. Οι ποικίλες δραστηριότητες στο πολύβουο λιμάνι συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση καθώς τρία ατμόπλοια περίμεναν αρόδου να εξυπηρετηθούν.
Τα δύο από αυτά φόρτωναν καπνά… Το αεροπλάνο διέγραψε έναν ανοιχτό κύκλο και μόνον οι πολύ παρατηρητικοί διέκριναν, τόσο στον ερχομό όσο και κατά την επιστροφή του, μια ανθρώπινη φιγούρα να σκύβει στα πλαϊνά της ατράκτου για λίγα λεπτά.
Η ανθρώπινη φιγούρα δεν ήταν άλλος από τον παρατηρητή του αεροπλάνου, Υπολοχαγό Hermann Stutzer της Γερμανικής Μοίρας Στρατιωτικής Συνεργασίας 57 (Feldflieger Abteilung 57 – FFA57). Αρχές Φεβρουαρίου 1916 η Μοίρα είχε εγκατασταθεί στις νοτιοδυτικές παρυφές της Κομοτηνής (τότε Γκιουμουλτζίνα).
Η Δυτική Θράκη (Ξάνθη, Ροδόπη, Έβρος) με την συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) (δυστυχώς) είχε δοθεί στην ηττημένη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, Βουλγαρία. Όταν το Σεπτέμβριο του 1915 η γείτονα χώρα εισήλθε στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο με τη συμμαχία των Κεντρικών Αυτοκρατοριών (Γερμανία, Αυστρο-Ουγγαρία) χτυπώντας αιφνιδιαστικά τη Σερβία, επέτρεψε τη χρήση των εδαφών της από τους Γερμανούς για να αντιμετωπιστεί η απειλή του αντίπαλου συνασπισμού – της «Εγκαρδίου Συνεννοήσεως», δηλαδή της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία).
Με την ήττα της Σερβίας το Δεκέμβριο του 1915, μεγάλος όγκος στρατευμάτων της Αντάντ περιχαρακώθηκε γύρω από τη Θεσσαλονίκη της «ουδέτερης» Ελλάδας. Ο φόβος των Αγγλο-Γάλλων για πιθανή προέλαση Γερμανο-Βουλγαρικών δυνάμεων στα εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας, οδήγησε στην προληπτική μεταφορά μεγάλης Αγγλικής στρατιωτικής δύναμης στο Σταυρό Θεσσαλονίκης με τη λήξη του έτους.
Παράλληλα δημιουργήθηκε μεγάλη ναυτική βάση στο Σταυρό, που αποτέλεσε την έδρα της 6ης Αποσπασμένης Μοίρας του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού για τα επόμενα τρία χρόνια. Οι κινήσεις αυτές επί ελληνικού, ουδέτερου εδάφους, θορύβησαν τη Γερμανο-Βουλγαρική πλευρά, που μετακίνησε ισχυρές (για εκείνη την εποχή) αεροπορικές δυνάμεις στη Δυτική Θράκη (Ξάνθη, Κομοτηνή).
Μεταξύ αυτών η Μοίρα του Υπολοχαγού Stutzer. Ο Stutzer, το μεσημέρι της 17ης Φεβρουαρίου 1916 αποτύπωσε σε μεγάλες γυάλινες πλάκες την πόλη της Καβάλας, σημαντικό εμπορικό – οικονομικό κέντρο της περιοχής κι έδρα του ισχυρού Δ Σώματος Στρατού.
Είχε περάσει επιτυχώς τη Σχολή Παρατηρητών στο Βερολίνο και γνώριζε καλά πως για να είναι αποτελεσματική η αεροφωτογράφιση απαιτούνταν σταθερό χέρι, υπομονή και επιμονή ανεξάρτητα από τις συνθήκες πτήσης.
Η ώρα που είχε επιλεχτεί δεν ήταν τυχαία – το μεσημέρι οι σκιές στο έδαφος ήταν οι ελάχιστες δυνατές, οπότε τα αντικείμενα θα ήταν ξεκάθαρα. Η εμπειρία του Stutzer «έφερε» τις πρώτες πετυχημένες αεροφωτογραφίες της πόλης μας.
Σε επόμενες πτήσεις (23/02, 26/02, 03/03, 30/03) αυτός και ο συνάδελφός του Υπολοχαγός Schrader πετώντας με τα Albatros B.IΙ της Μοίρας φωτογράφισαν όλες τις οχυρώσεις γύρω από την Καβάλα, την πόλη της Καβάλας εκ νέου, την Αγγλική βάση στο Σταυρό και τη σιδηροδρομική γέφυρα στο Παρανέστι της Δράμας – όλους δηλαδή τους πρωτεύοντες στόχους μιας πιθανής προέλασης στα εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας.
Πάντως, η πτήση της 17ης Φεβρουαρίου 1916 δεν ήταν η πρώτη πάνω από την Καβάλα. Είχαν προηγηθεί διελεύσεις διθέσιων αναγνωριστικών αεροπλάνων μιας άλλης Μοίρας, της FFA-1, που είχε εγκατασταθεί από τις αρχές Ιανουαρίου στην περιοχή της Ξάνθης.
Τα Albatros B.ΙΙ αυτής της Μοίρας είχαν ήδη πραγματοποιήσει παράτολμες αναγνωριστικές πτήσεις στα όρια της ακτίνας δράσης τους, φτάνοντας μέχρι και τις βορειονατολικές παρυφές της Θεσσαλονίκης. Η τύχη δεν ήταν πάντα με το μέρος τους.
Στις 12 Ιανουαρίου 1916, χάθηκε ένα Albatros B.II της FFA-1 στη θαλάσσια περιοχή του Ορφανού. Είχε απογειωθεί νωρίς το πρωί από την Ξάνθη με κατεύθυνση την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη. Περίπου στις 11:15 κι ενώ το αεροπλάνο επέστρεφε, αγγλικός σταθμός παρατήρησης στην περιοχή του Σταυρού εντόπισε μια έκρηξη στο αεροπλάνο συνεπεία της οποίας αυτό συνετρίβη στη θάλασσα.
Λόγω καθυστερημένης αναφοράς του συμβάντος και τρικυμίας δεν πραγματοποιήθηκε αποστολή έρευνας και διάσωσης. Το πλήρωμα του Albatros, Υπολοχαγοί Herbert von Chappuis (χειριστής) και Georg Trenkmann (παρατηρητής) χάθηκαν για πάντα στα παγωμένα νερά του Ορφανού.
Η ασυνήθιστη, πρωτόγνωρη για την περιοχή μας, αεροπορική δράση τις πρώτες εβδομάδες του 1916, αποτέλεσε αντικείμενο ανταπόκρισης του απεσταλμένου δημοσιογράφου της εφημερίδας “Ακρόπολις”. Διαβάζουμε…
Εφημερίδα Ακρόπολις, 16/29 Ιανουαρίου 1916: «ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΑΝΩΘΕΝ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΛΑΣ, ΚΑΒΑΛΛΑ, 11/24 Ιανουαρίου (του ανταποκριτού μας). Η πόλις μας ήταν η μόνη μακεδονική πόλις που δεν είχε ακόμα αντιληφθή πόσον κοντά ευρίσκεται το Βαλκανικόν πεδίον του πολέμου, δεν εβλέπαμε ούτε Αγγλογάλλους, ούτε εναερίους μάχας, ούτε βομβαρδισμούς, μόνον κάπου κάπου μας επισκέπτετο κανείς αγγλικός πρόσκοπος [σημ: κάποιο αγγλικό πλοίο], ο οποίος μας εγκατέλειπεν πάλιν πριν προφθάσωμεν να τον καμαρώσωμεν.
Τας τελευταίας όμως ημέρας και εντεύθεν των εορτών άλλαξαν λίγο τα πράγματα, οι φίλοι μας οι Γερμανοβούλγαροι μας ενεθυμήθηκαν και αι επισκέψεις άρχισαν αθρόαι. Γερμανικά ή βουλγαρικά αεροπλάνα εμφανιζόμενα εξ ανατολών διασχίζουν τον ορίζοντά μας, ίπτανται άνωθεν των φρουρίων μας και φεύγουν προς δυσμάς, προς την διεύθυνσιν δηλαδή «Ελευθερών, Τσάγεζι, κόλπον του Ορφανού» επιστρέφουν μετ’ ολίγας ώρας και εξαφανίζονται προς το σημείον από το οποίον και ενεφανίσθησαν.
Φαίνεται ότι οι Γερμανοί ίδρυσαν αεροδρόμιον εις Ξάνθην όπως δύνανται και να κατοπτεύουν τους Αγγλογάλλους εις την ανατολικήν Μακεδονίαν. – Δημ. Γρυμάνης». Οι πτήσεις των Γερμανών (και λίγο αργότερα Γάλλων και Άγγλων) αεροπόρων πάνω από την πόλη μας στις αρχές του 1916 αποτέλεσαν το προοίμιο μιας εντυπωσιακής εναέριας αντιπαράθεσης που έλαβε χώρα μεταξύ 1916 και 1918.
Ο πόλεμος πλησίαζε γοργά… Δυστυχώς, οι ντόπιοι πληθυσμοί της Ανατολικής Μακεδονίας επρόκειτο σύντομα να «γευτούν» το πικρό φρούτο της Β’ Βουλγαρικής κατοχής!
Σημ. 1: Όλες οι ημερομηνίες αφορούν στο «νέο», Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Σημ. 2: Οι φωτογραφίες είναι ανέκδοτες και αποτελούν μέρος του αρχείου μου. Η έρευνα θα ήταν ελλιπέστατη χωρίς τη βοήθεια του καλού φίλου Μάκη Παλτόγλου, ο οποίος κυριολεκτικά «ξεσκονίζει» τα γερμανικά αρχεία… Τον ευχαριστώ θερμά!