Λίγες εβδομάδες πριν την προκήρυξη των εθνικών εκλογών του 2023, που κατά πάσα πιθανότητα θα είναι «διπλές», καθώς η συγκρότηση κυβέρνησης που να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από την πρώτη Κυριακή θα πρέπει να θεωρείται μάλλον απίθανη, κάποιες επισημάνσεις που -ίσως- οδηγήσουν τους αναγνώστες αυτού του κειμένου στο να πάρουν κάποιες από τις αποφάσεις τους, θα πρέπει να υπάρξουν.
Βασικό δεδομένο αυτής της (μικρής) ανάλυσης, αποτελεί η δυνατότητα που δίνουν τόσο η απλή αναλογική, με βάση την οποία θα διεξαχθούν οι εκλογές της πρώτης Κυριακής, όσο και το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής με κλιμακωτή απόδοση του bonus των εδρών στο πρώτο κόμμα, που θα ισχύσει στη δεύτερη.
Κοινό χαρακτηριστικό των δύο εκλογικών συστημάτων, που επηρεάζει άμεσα τη συγκρότηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από ένα κόμμα και -κατά συνέπεια- αυτοδύναμης κυβέρνησης, αποτελεί το ποσοστό (και όχι ο αριθμός) των κομμάτων που τελικά θα μείνουν εκτός Βουλής.
Το ενδεχόμενο δε συγκρότησης κυβέρνησης ευρείας συνεργασίας από την πρώτη Κυριακή, αν και δεν θα πρέπει να αποκλειστεί εντελώς, με δεδομένο όμως ότι α) στη συνεργασία αυτή θα πρέπει να συμπράξουν τουλάχιστον τρία κόμματα -συμπεριλαμβανομένων (τουλάχιστον) ενός εκ των δύο πρώτων- και β) η επιθυμία -τουλάχιστον- του πρώτου κόμματος θα είναι να αυξήσει τον αριθμό των βουλευτών του στη δεύτερη Κυριακή, γνώμη του γράφοντος είναι πως -τελικά- η ευόδωση αυτού του (πιθανού) εγχειρήματος δεν θα στεφθεί με επιτυχία.
Αυτά βέβαια εκτός συγκλονιστικού απροόπτου που θα αλλάξει τα δεδομένα.
Έχουμε λοιπόν ως βάση ότι α) το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του εθνικού κοινοβουλίου κυμαίνεται μεταξύ 6% – 8% (με εξαίρεση τις εκλογές του Μαΐου του 2012 που έφτασε κοντά στο 20%), και β) τα αποτελέσματα των μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεων που έχουν δει το «φως της δημοσιότητας», τα οποία δείχνουν πως κανένα εκ των δύο κομμάτων που διεκδικούν την πρωτιά στις εκλογές δεν ξεπερνά το 34%.
Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η σοβαρή πιθανότητα, τόσο λόγω του εξαιρετικά πολωμένου κλίματος που θα επικρατήσει μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, όσο -και λόγω αυτού- της απόφασης αρκετών από τους ψηφοφόρους της πρώτης Κυριακής που είχαν στηρίξει με την ψήφο τους κάποιο μικρό -σε εκλογική απήχηση- κόμμα, είναι πιθανό να αλλάξουν την προτίμησή τους κατευθύνοντάς την σε κάποιο άλλο, το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων να αυξηθεί την δεύτερη Κυριακή.
Έχοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω, όπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα, το ποσοστό αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος στην πρώτη Κυριακή, κυμαίνεται μεταξύ 46,2% έως 47,2%, ενώ στην δεύτερη Κυριακή είναι μεταξύ του 38% και 38,6% (εκτός Βουλής το 6%-8%).
Από τη διάλεξη “Εκλογικά συστήματα” του καθηγητή Δικαίου και Διοίκησης του ΕΑΠ Χ. Ανθόπουλου
Τελευταίο στοιχείο της παρούσας ανάλυσης, αποτελούν τα ποσοστά των κομμάτων από τις εθνικές εκλογές του 2019. Αυτά είχαν ως εξής:
Πηγή: Υπουργείο Εσωτερικών
Στον ενδιάμεσο χρόνο από τις εκλογές του 2019 μέχρι σήμερα, σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές έχουν συμβεί. Οι κυριότερες από αυτές αφορούν τόσο στις αλλεπάλληλες κρίσεις (υγειονομική, μεταναστευτική, ενεργειακή και συνεχιζόμενη οικονομική-λόγω και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία κλπ), η αλλαγή ηγεσίας στο Κίνημα Αλλαγής-ΠΑΣΟΚ που προκάλεσε την άμεση σχεδόν επιστροφή κάποιων εκ των παλιών ψηφοφόρων του σε αυτό, αλλά και η -αναμενόμενη- φθορά της κυβέρνησης, τόσο από τον τρόπο που διαχειρίστηκε (και διαχειρίζεται) επιτυχώς ή όχι τις παραπάνω κρίσεις, όσο και μιας σειράς σκανδάλων που (υπαρκτά ή όχι) απασχολούν την κοινή γνώμη.
Τα εκλογικά επιτελεία των κομμάτων, γνωρίζοντας αυτά (και πολλά άλλα) δεδομένα, είναι σίγουρο ότι τα εξετάζουν έχοντας πολύ μεγαλύτερη αναλυτική ικανότητα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πολιτικούς, τοπικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και άλλους παράγοντες.
Στο πλαίσιο αυτό, μία βασική παράμετρος επιδίωξης της -πολυπόθητης- αυτοδυναμίας, είναι η επικέντρωση των προσπαθειών του συνόλου των στελεχών του κόμματος, στο να μεγαλώσει το ποσοστό αποδοχής του από τους εκλογείς.
Εάν δε αυτό κριθεί ως δύσκολα επιτεύξιμο, η επιδίωξη μπορεί να στραφεί προς την πλευρά του να μεγαλώσει το ποσοστό των κομμάτων που -τελικά- θα μείνουν εκτός Βουλής. Κι αυτό διότι, όπως ήδη έχει αναφερθεί παραπάνω, όσο μεγαλύτερο το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων, τόσο μικρότερο το ποσοστό που δίνει (ειδικά στην περίπτωση των εκλογών της δεύτερης Κυριακής) μία αυτοδύναμη, με κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κυβέρνηση.
Ένας τελευταίος παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν, είναι η σύγκριση μεταξύ των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων που διενεργήθηκαν τόσο πριν τις εκλογές του 2019, όσο και αυτών που ακόμη διενεργούνται και αφορούν στις επερχόμενες εκλογές.
Επικεντρώνοντας πλέον την προσοχή στους δύο διεκδικητές της κυβερνητικής πλειοψηφίας, στον πίνακα που ακολουθεί, μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως λίγες ημέρες πριν τις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019, οι δημοσκοπικές εταιρείες προέβλεπαν μεν την άνετη επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας, εν τούτοις «έπεσαν» αρκετά έξω από τα πραγματικά ποσοστά των κομμάτων, με τη διαφορά να κυμαίνεται από τις 4 έως και τις 6 ποσοστιαίες μονάδες!
Πηγή: Δημοσκοπήσεις 2019, Wikipedia.gr
Μη διαθέτοντας ανάλογο πίνακα για τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών του 2023, θα αναφέρω απλά ότι αυτές δίνουν στη Νέα Δημοκρατία ποσοστά που δεν ξεπερνούν το 34%, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ το 26%.
Εξετάζοντας λοιπόν το σύνολο των, πολύ απλών και όχι εξαιρετικά αναλυτικών αυτών δεδομένων, λαμβανομένου δε υπ’ όψιν το αναντίρρητο γεγονός πως κάθε κόμμα που διαθέτει την εξουσία θα προσπαθήσει να την «εκμεταλλευθεί» λαμβάνοντας όλα εκείνα τα απαραίτητα μέτρα που η ηγετική του ομάδα θεωρεί ότι, όχι απλά θα το διατηρήσει στην εξουσία, αλλά θα διασφαλίσει και την αυτοδυναμία του, μπορεί κανείς να καταλήξει στα ακόλουθα συμπεράσματα:
- Η δεδομένη κυβερνητική φθορά από την άσκηση της εξουσίας, ιδιαίτερα σε καιρό κρίσεων, περιορίζει σημαντικά (εάν δεν εξαφανίζει) τις πιθανότητες αύξησης του ποσοστού του κόμματος που έχει την εξουσία, σε σχέση με αυτό της προηγούμενης εκλογικής αναμέτρησης
- Τα όποια κυβερνητικά μέτρα με κοινωνικό προφίλ, αφορούν περισσότερο στη διατήρηση ενός ήδη υπάρχοντος -σχετικά σκληρού- πυρήνα των υποστηρικτών του, προσφέροντας παράλληλα πολιτικά επιχειρήματα στον πολιτικό διάλογο στα στελέχη του
- Η πολιτική-κομματική πόλωση που δημιουργεί η επαναφορά από το 2015 (ιδιαίτερα δε από το 2019) του ισχυρού δικομματισμού, ενισχύεται από μία σειρά παραγόντων που έχουν να κάνουν τόσο με τη διαχείριση των κρίσεων, όσο και από τον δημόσιο διάλογο επί (υπαρκτών ή όχι) σκανδάλων
- Το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, ιδιαίτερα δε αυτό της ενισχυμένης με κλιμακωτή απόδοση του bonus των εδρών, πρόκειται να ενισχύσει την πολιτική-κομματική πόλωση, οδηγώντας τη στα άκρα
Στο πνεύμα αυτό, η επιλογή της στροφής του κόμματος που διαθέτει την εξουσία προς την κατεύθυνση της αύξησης του ποσοστού των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής, με τη στήριξη ή έστω μη αντίρρηση (πχ) στην προσπάθεια δημιουργίας περιφερειακών μικρών κομμάτων που θα «απορροφήσουν» -ειδικά στην πρώτη Κυριακή- τις «ψήφους διαμαρτυρίας» όσων ανήκουν μεν στην ιδεολογική του «μήτρα», νιώθουν όμως απογοητευμένοι, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί.
Βασική επιδίωξη αυτής της στρατηγικής, αποτελεί η βάσιμη ελπίδα πως στις εκλογές της δεύτερης Κυριακής, με το κλίμα της ακραίας πόλωσης να θεωρείται σχεδόν δεδομένο, οι ψηφοφόροι αυτοί θα «επιστρέψουν» στην επιλογή της βασικής πολιτικής τους ιδεολογίας, περιορίζοντας έτσι τις διαρροές προς τα άλλα (μικρά ή όχι) κόμματα, ενισχύοντας παράλληλα τις πιθανότητες κυβερνητικής αυτοδυναμίας.
Με τα σημερινά όμως δεδομένα, γνώμη του γράφοντος είναι πως κάτι τέτοιο, η ύπαρξη δηλαδή ακόμη και μετά τις εκλογές της δεύτερης Κυριακής μιας πλειοψηφίας που θα εξασφαλίζει την αυτοδυναμία, είναι απίθανο να συμβεί.
Έτσι, το πιο πιθανό σενάριο για την επόμενη κυβέρνηση της χώρας, είναι μία κυβέρνηση συνεργασίας. Το ποια χαρακτηριστικά και σε ποια βάση θα στηριχθεί αυτή, ίσως αποτελέσει το αντικείμενο ενός άλλου κειμένου.
Τσακίρης Α. Γιώργος