Το σπίρτο γδέρνει τον φώσφορο.
Μια γαλαζοκόκκινη λάμψη αστράφτει σαν μικρός κεραυνός, από μέσα της δραπετεύει φλόγα. Το δωμάτιο μυρίζει νικοτίνη, αλκοόλ. Κάθε λίγο ρίχνεις ματιές απ΄ το παράθυρο. Ξεφυσάς. Δεν ησυχάζεις. Μονολογείς.
Βρίζεις μέσα απ΄ τα δόντια σου. Σαν καμπάνα αντηχεί στα αυτιά σου η κουβέντα του πιτσιρικά. Κι όσο το σκέφτεσαι, τόσο φουντώνεις. Πώς συγκρατήθηκες και δεν τον χαστούκισες, ένας θεός ξέρει.
Μερικά μέτρα απ΄ το σπίτι σου, η αλάνα της γειτονιάς. Τη διέσχισες κάνοντας χάζι τα παιδιά που έπαιζαν. Ξεχώρισες εκείνο με το νούμερο εφτά στη φανέλα, έκανες γούστο πως πανηγύρισε το γκολ, ίδιος το ίνδαλμά του. Καθώς απομακρυνόσουν τ΄ άκουσες να φωνάζουν.
Ενστικτωδώς γύρισες. Η μπάλα σε βρήκε στο πρόσωπο, αιφνιδιάστηκες. Οι πιτσιρικάδες κοιτούσαν προς το μέρος σου, περίμεναν αμίλητοι… Νόμισες ότι την έστειλαν πάνω σου επίτηδες, σαν να σε προσκαλούσαν στο παιχνίδι. Δεν μπόρεσες να αντισταθείς.
Ξεκίνησες, να χτυπάς την μπάλα… κουντεπιέ, γόνατο, ώμος, κεφάλι… Μέτρησες φωναχτά, ένα, δύο… τριάντα χτυπήματα και κρατώντας το καλύτερο κόλπο σου −εκείνο με το τακουνάκι− για το τέλος.
Στάθηκες με το πόδι σου πάνω στην μπάλα και τα χέρια στη μέση, τα προκάλεσες, έψαξες τον καλύτερο ανάμεσά τους. Αυτόν που μπορούσε να σε συναγωνιστεί. Δεν πήρες απάντηση. Αναψοκοκκινισμένος ένας ξανθομπούμπουρας, βγήκε μπροστά.
Σε πλησίασε, κλότσησε με δύναμη την μπάλα κάτω απ΄ το πόδι σου. Σου γύρισε την πλάτη, ένα πνιχτό, τοκογλύφε, έφτασε στα αυτιά σου. Σάστισες, πρώτη φορά σου μιλούσαν έτσι. Έφυγες όπως όπως.
Λένε, πως είσαι άκαρδος, κακορίζικος. Πως μπροστά στο συμφέρον σου δεν υπολογίζεις τίποτα. Ναι, είναι αλήθεια, μα δεν κρύφτηκες ποτέ. Όλοι σε ξέρουν. Άλλωστε είσαι παιδί της γειτονιάς. Τα πρώτα δασκαλέματα απ΄ τους μεγαλύτερους εδώ τα πήρες.
Σου λέγαν να αλλάξεις, να μην υποφέρεις στη ζωή σου όπως αυτοί, ο καλός, καλό δεν βρίσκει. Να κοιτάς το συμφέρον σου, οίκτο σε κανέναν. Δεν μιλούσες, μόνο άκουγες. Ακολούθησες τις συμβουλές τους. Μεγάλωσες, καλοπιάστηκες, μπορείς και δανείζεις χρήματα… Οίκτο σε κανέναν. Άφησες το κτήνος ελεύθερο… Τώρα, όλοι εναντίον σου. Ακόμα και αυτοί που σε δασκάλευαν παιδί…
Όλοι γνωρίζουν πως η αλάνα σου ανήκει. Όμως, κανείς δεν γνωρίζει πως αρνήθηκες να την δώσεις στους εργολάβους για να ‘χουν να παίζουν τα παιδιά της γειτονιάς…
Βαδίζεις πάνω-κάτω στο δωμάτιο.
Ξεφυσάς…