Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Κάποιοι τον κατηγόρησαν ότι τραγούδησε άσματα ρηχά και μελοδραματικά. Άλλοι είπαν πως η φωνή του ήταν κλαψιάρικη σαν τα τραγούδια του. Είπαν και άλλα, όμως τίποτε από αυτά δεν μπόρεσε να αλλοιώσει ούτε κατά κεραία τη φήμη του Καζαντζίδη και την απέραντη αγάπη των πλατιών λαϊκών στρωμάτων απέναντι στο πρόσωπο και την καλλιτεχνική του αξία.
Φωνάρα αξεπέραστη ο Στέλιος και ιδεολογικά προσανατολισμένος έτσι, ώστε να έχει πάντα καλή σχέση με τους απλούς λαϊκούς ανθρώπους. Και αυτούς που ήξερε και αυτούς που δε γνώριζε. Όλοι τον εκτιμούσαν και τον αγαπούσαν. Όχι μόνο στον Άγιο Κωνσταντίνο, όπου για χρόνια είχε αποσυρθεί και ζούσε ψαρεύοντας και γλεντώντας με μικρές παρέες, αλλά και σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού είχε παντού φίλους.
Δεκαοχτώ χρόνια πριν, πρωτακούστηκε το παρακάτω τραγούδι, μια διαχρονική αλήθεια που ανθίζει μέσα στους στίχους του Λευτέρη Χαψιάδη και στους ρυθμούς του Θανάση Πολυκανδριώτη.
ΠΙΚΡΑ ΚΙ ΑΔΙΚΟ
Χίλια χρόνια κι άλλα τόσα
να περάσουνε,
οι φτωχοί κι οι πονεμένοι
δε θ’ αγιάσουνε.
Χίλια χρόνια κι άλλα τόσα
πίκρα κι άδικο
μες στο κόσμου πεταμένοι
το τρελάδικο.
Χίλια χρόνια κι άλλα τόσα:
πάντα θύματα
οι φτωχοί να ξεπληρώνουν
ξένα κρίματα…
Στον κόσμο μας, τον μεγάλο και τον μικρό, αξίες για τις οποίες έχουν θυσιαστεί στο παρελθόν το πρόσφατο και το απώτερο πάμπολλοι άνθρωποι, στην εποχή μας φαντάζουν ολότελα παρεξηγημένες, αλλοιωμένες, ή λησμονημένες. Όλα γύρω, θαρρείς, συντείνουν στο να ενισχύεται αυτό το φαινόμενο και συντελούν ώστε αυτό το παράλογο να γίνεται αποδεκτό ως φυσιολογικό.
Και ασφαλώς υπαίτιοι δεν είναι μόνο αυτοί που κινούν τα νήματα, αλλά πιότερο εκείνοι που, ενώ βγήκαν μέσα από τα σπλάχνα και τις ιδέες των απλών λαϊκών στρωμάτων, μόλις ανέβηκαν δύο ή τρία σκαλιά, άρχισαν να συμβιβάζονται λησμονώντας ιδεολογίες και βιοθεωρίες και κοιτώντας μόνο προς τα πάνω, με μόνη έγνοια τους την περαιτέρω οικονομική τους επιτυχία κα άνοδο. Στο πλαίσιο αυτού του στόχου θυσιάζουν τους πάντες και τα πάντα.
Δεκαέξι χρόνια πριν, ο Στελάρας ερμήνευσε ένα άλλο τραγούδι του Τάκη Σούκα σε στίχους Βασίλη Παπαδόπουλου.
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΝ
Αυτοί που πρέπει να μιλήσουν, δε μιλάνε
λες κι έχουν όλοι την αρρώστια της σιωπής.
Αυτοί που πρέπει να τολμήσουν, δεν τολμάνε
να σταματήσουν τον κατήφορο της γης.
R
Μη φοβάσαι, μην κλαις.
Που θα πάει, να λες,
και θα μας χαμογελάσει.
Μη φοβάσαι, μην κλαις
κι από πίκρες πολλές
όλοι έχουμε χορτάσει, με το παλεύουμε,
γιατί πιστεύουμε,
πως είναι μπόρα και θα περάσει.
Αυτοί που πρέπει, είναι όλοι φοβισμένοι,
φυλακισμένοι σε αόρατο κελί.
Κανείς δε νοιάζεται ποιος ζει και ποιος πεθαίνει:
σκληρός ο κόσμος κι η ζωή μας φυλακή.
Όπως οι πιο πολλοί καλοί ερμηνευτές, και ο Στέλιος Καζαντζίδης ενδιαφερόταν για τα μηνύματα και την ποιότητα των τραγουδιών που ερμήνευε, ιδιαίτερα μετά το 1961 όταν κλήθηκε να τραγουδήσει Χατζιδάκι («Κουρασμένο παλικάρι», «Ο κυρ-Αντώνης», «Το πέλαγο είναι βαθύ») και Θεοδωράκη («Καημός», «Παράπονο», «Σαββατόβραδο», «Μετανάστης», «Έχω μι’ αγάπη»). Οι στίχοι άξιων ποιητών, όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Δημήτρης Χριστοδούλου και ο Τάσος Λειβαδίτης, τον συνεπήραν, χαρίζοντας συνάμα στο λαϊκό βάρδο άλλες διαστάσεις ερμηνείας, που ικανοποιούσαν πλέον και το πιο απαιτητικό κοινό.
Από εκεί και πέρα η ποιότητα των τραγουδιών που επέλεγε ήταν ανεβασμένη, ακόμη και στις πιο λαϊκές της εκφράσεις. Με το κλείσιμο του εικοστού αιώνα ο Στέλιος Καζαντζίδης διάλεξε ως επίλογο της ερμηνευτικής του σταδιοδρομίας κάποια τραγούδια του Μάκη Ερημίτη, που ταίριαζαν με την αλήθεια της επικοινωνίας του και της «ερωτικής» σχέσης του Στέλιου με το ευρύ κοινό.
ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΔΥΣΚΟΛΑ
Έρχονται χρόνια δύσκολα,
γεμάτα καταιγίδες.
Κι εμείς του κόσμου θύματα
μ’ ατέλειωτα προβλήματα
και λιγοστές ελπίδες.
Έρχονται χρόνια δύσκολα:
τα πάντα άνω κάτω.
Ο κόσμος είναι ανάστατος
κι εμείς πληγές γεμάτο.
Φονιάδες – μονοπώλια
παντού φωτιές ανάβουν.
Μας καίνε, μας δικάζουνε
και τη ψυχή μάς βγάζουνε
και ζωντανούς μας θάβουν.
Ποδοπατούν αλύπητα
τ’ ανθρώπινο το σώμα.
Στο άγνωστο βαδίζουμε
κι όνειρα πια δε χτίζουμε,
μας κλείνουνε το στόμα.
Πάνε δεκαέξι χρόνια που ο Στέλιος έφυγε για το Αληθινό. Τα τραγούδια του όμως μένουν αθάνατα και μας συντροφεύουν συχνά στα όποια μας ξεσπάσματα, στις όποιες διαθέσεις μας για άσματα.