Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Φυσούσε ο αέρας κι έμπαινε από τις χαραμάδες, από παντού έμπαινε μέσα στις κάμαρες του σπιτιού και ξεσήκωνε ακόμα και τους μουσαμάδες από το πάτωμα.
Είχε βάλει ο Νάσος, ο άντρας της, κάτι μουσαμάδες πάνω στις ξύλινες σκεβρωμένες τάβλες που ήταν δήθεν πάτωμα για να καλύψει τα κενά ανάμεσά τους, μα ο άνεμος δεν αστειεύονταν κι έβρισκε τρόπο να χώνεται από το υπόγειο που ήταν αχυρώνας και στάβλος μαζί, και να ξεχύνεται στο απάνω πάτωμα.
Κι από τα ψευτοπορτοπαράθυρα τα σκεβρωμένα το ίδιο γίνονταν σα λυσσομανούσε. Κι από τα κεραμίδια ακόμα, από τον τσατμά ανάμεσα από την καλαμωτή – ατάβανο του σπίτι πού παράδες. Κι έκανε ένα κρύο! Μπούζι. Παγωνιά Θεούλη μου.
Να τουρτουρίζουν τα μικρά, πέντε κακορίζικα, από οκτώ ως ένα χρονώ, κι ένα στην κοιλιά της η Φώτω. Να τρέχει στα μεροκάματα εκείνος, κι εκείνη με την κοιλιά ως πέρα να ανακατεύει στο καζάνι πάνω στη πυροστιά τα ασπρόρουχα, να ζεματιέται, και να τρίβει στη ξύλινη σκάφη τα ρούχα τα δικά τους και τα ξένα, για λίγα φασόλια και κάνα δυο σέσουλες αλεύρι από το μπακάλικο του κυρ Βασίλη.
Αμοιβή για την πλύση της κυράς του που την είχε στα ώπα ώπα ο μπακάλης. Ήταν βλέπεις νοικοκυραίοι αυτοί, όπως και κάποιοι άλλοι, που…. ποιός ξέρει πώς, μετά που έφυγαν οι Γερμανοί, βρέθηκαν με παράδες και περιουσίες. Μωρέ ξέρει πώς, αλλά και πώς να το ξεστομίσει που θα τους έπαιρνε ο διάολος. Δύσκολοι, πονηροί και πρόστυχοι καιροί. Οι αποδώ και οι αποκεί.
Κι έφυγε ο έρμος. Στη ζούλα έφυγε μαζί με έναν Ιταλό που ξέμεινε πίσω από τον πόλεμο για μια γυναίκα, για τον έρωτα, και που ο δυστυχής, λίγα χρόνια μετά την έχασε, από εκείνη την κακιά αρρώστια, την φθίση, το χτικιό.
Κι έφυγαν μαζί, οι δυό τους, ο Μάριο κι ο Νάσος, στο Βέλγιο, στα ορυχεία, ανθρακωρύχοι στα τρίσβαθα της γης μες στο σκοτάδι και την υγρασία. Βασανισμένα χρόνια.
Το εξήντα πέντε, δέκα χρόνια μετά, γύρισε με λίγα λεφτουδάκια, μισό στομάχι και δίχως ανάσα ο Νάσος, ανθράκωση την έλεγαν την αρρώστια, ανάσα καρβουνίλα, ούτε που τον ήθελε η μικρή, η Τασούλα.
Κι έφτιαξαν το σπιτικό τους. Βολεύτηκαν κάπως καλύτερα και μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Κι ήρθε η ώρα κι ο καιρός κι έφυγαν κι εκείνα. Σκόρπισαν. Άλλος εδώ κι άλλος εκεί. Κι έκαναν οικογένειες, τους χάρισαν εγγόνια και χαρές. Να είναι καλά. Άλλαξαν και οι καιροί, κάπως καλύτερα τώρα.
Έριξε στη χαραμάδα η Φώτω δυο ευρώ, τέσσερα κεράκια πήρε και πήγε στη γειτονιά που ήταν ανατολικά – “η γειτονιά μου” την έλεγε – που είχε και δυο ψηλά κυπαρίσσια.
Άναψε το ένα στην κουνιάδα της, το έσπρωξε στην άμμο που πέτρωσε από τα λιωμένα κεριά – να την αλλάξει πρέπει – και τα άλλα δυο στη Μυρτώ και στην Αλεξάνδρα τις αδελφάδες της, κι ύστερα πήγε κάτω από τα κυπαρίσσια.
Σε εκείνον.
Άναψε το κεράκι, ύστερα έστρεψε τα μάτια της ψηλά πάνω από τις κορυφές των κυπαρισσιών, στον ουρανό, ψιθύρισε το όνομά του και κάτι ακόμα….
Ήξερε, του το είχε πει εκεινού λίγο πριν φύγει, στην τελευταία του βασανισμένη ανάσα, Καλή Αντάμωση Καλέ Μου του είχε είπε….
Έτσι αυτό και τώρα του ψιθύρισε…..
Καλή Αντάμωση….
******
Στις φωτογραφίες το ορυχείο Blegny-Mine στο Βέλγιο, τουριστικό αξιοθέατο πλέον.