Η Άννα {από το Τουριένο}
Του ξύπνησε αναμνήσεις μια παλιά φωτογραφία που βρήκε καταχωνιασμένη, κρυμμένη κάτω από χαρτιά στο συρτάρι του γραφείου του. Δύο μικρές σειρές με γράμματα και αριθμούς ξεκλείδωσαν σαν κωδικοί τις αναμνήσεις του Ραμόν, 15/5/1990 Άννα Τουριένο.
Η άνοιξη εκείνη θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό του. Ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής του, απολυμένος από τη δουλειά, βυθισμένος στην θλίψη και το άγχοςγια το αβέβαιο αύριο που του ξημέρωνε. Δεν είχε πια διάθεση να παλέψει για τίποτα, η πόλη έγινε ένας αφιλόξενος τόπος για εκείνον. Μια λύση του έμενε να γυρίσει πίσω στο χωριό, να συνεχίσει την ζωή από εκεί που την άφησε όταν πήρε την απόφαση να φύγει για τη μεγάλη πόλη.
Δεκαπέντε χρόνια είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, τον τράβηξαν σαν μαγνήτης τα φώτα της μεγάλης πόλης. Εκεί μπορούσε να χαθεί στο πλήθος και να κάνει αυτό που θέλει, να είναι ο εαυτός του χωρίς να χρειάζεται να δίνει εξηγήσεις σε κανέναν.
Κέρδισε την ανωνυμία κρυμμένος στο πλήθος, αντάλλαξε την ευκολία του να είσαι ο κανένας που μπορεί να κάνει τα πάντα με την ηρεμία της απλής ζωής. Είχε καλή δουλειά στην πόλη, στέλεχος σε μεγάλη εταιρεία, ταξίδευε τακτικά για εξωτικούς προορισμούς, οδηγούσε ακριβά αυτοκίνητα, βουτηγμένος στην πολυτέλεια και το χρήμα, μέχρι την στιγμή που η εταιρεία χρεοκόπησε.
Νάτος λοιπόν πίσω στο χωριό, ήθελε χρόνο για να μπει σε ρυθμούς πιο αργούς να συνηθίσει στον λίγο κόσμο και στην ησυχία.
Δεν έβγαινε πολύ συχνά από το σπίτι ήξερε πως ο γυρισμός του ήταν το πρώτο θέμα στις συζητήσεις των συγχωριανών, έφταναν στα αυτιά του οι πιο περίεργες υποθέσεις για το λόγο που αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Οχέδο.
Το μόνο σίγουρο ήταν πως για τους περισσότερους δεν ήταν πια το παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό τους, δεν ήταν δικός τους, ήταν ο αποτυχημένος που με την ουρά στα σκέλια γύρισε να κρυφτεί στο πατρικό του σπίτι.
Δεν είχε κάνει παρέες, προτιμούσε τις μοναχικές βόλτες, έπαιρνε τον χωμάτινο δρόμο δίπλα στο ποτάμι που έβγαζε στον παλιό νερόμυλο, ένα πακέτο τσιγάρα, ένας καφές και πολλές σκέψεις ήταν η παρέα του Ραμόν εκείνο το διάστημα.
Σκεφτόταν ακόμη τις μπίζνες πως θα μπορέσει να βρει τον τρόπο να μπει και πάλι στην αγορά, να βγάλει χρήμα για να πάρει πίσω την πολυτέλεια, τα ταξίδια και τα ακριβά αυτοκίνητα. Να μπορέσει να νοικιάσει ξανά την ζωή του, να ζήσει μια ζωή ενέχυρο σαν να είναι κλεμμένη, σαν να μην είναι δικιά του ζωή.
Τότε ήταν που γνώρισε την Άννα, την είδε να ξεπροβάλει από το απέναντι μονοπάτι πάνω σε άλογο, σταμάτησε δίπλα του και τον κοίταξε επίμονα για μερικά δευτερόλεπτα πριν τον χαιρετίσει.<< Γεια σου, είμαι η Άννα>> και κέντρισε το άλογο, <<η Άννα από το Τουριένο>> του φώναξε καθώς απομακρυνόταν.
Από εκείνη την μέρα και κάθε μέρα συναντιόντουσαν στον νερόμυλο αυτή πάνω στο άλογο και αυτός καθισμένος στην σκιά της καρυδιάς, ένα ξερό γεια είχαν, ο Ραμόν ήταν επιφυλακτικός δεν ήθελε πολλά πάρε-δώσε. Είχε άλλες σκοτούρες, έψαχνε τρόπους για να ξαναγυρίσει στην παλιά του ζωή.
Είχαν γίνει συνήθεια αυτές οι συναντήσεις, περίμενε κάθε πρωί να περάσει η Άννα με το άλογο για να της πει έστω κι αυτό το ξερό γεια, η δύναμη της συνήθειας βλέπεις. Όμως η Άννα είχε μέρες να φανεί, ίσως έχει βαρεθεί την ίδια διαδρομή και αποφάσισε να κάνει τις βόλτες της σε άλλο μονοπάτι, σκέφτηκε.
Ώσπου ένα πρωί του χάλασε την ηρεμία ο θόρυβος από ένα αυτοκίνητο και σα να μην έφτανε αυτό ήρθε και σταμάτησε δίπλα του. Αφού άκουσε την πόρτα να κλείνει γύρισε να δει ποιος του χαλούσε την ησυχία και είδε την Άννα, μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν πάνω σε άλογο αλλά πάνω σε αμαξίδιο. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε καν να φανταστεί, ένιωσε αμήχανα είναι η αλήθεια.
Χαμογελώντας η όμορφη Άννα τον πλησίασε και του πρόσφερε καφέ. Την ευχαρίστησε και της έκανε χώρο για να βολευτεί με το αμαξίδιο, ο πάγος έσπασε. Έτσι απλά χωρίς πολλές φανφάρες και κοινωνικά πρωτόκολλα ξεκίνησε η γνωριμία τους.
Τα λέγανε για ώρες εκείνο το πρωί, έμαθε πως η Άννα ήταν αθλήτρια και μάλιστα πολύ καλή, είχε κερδίσει την συμμετοχή της στην Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης, το όνειρο της θα γινόταν πραγματικότητα όταν ένα πρωινό ξύπνησε και εντελώς αναπάντεχα είχε χάσει την ικανότητα βάδισης, τα προβλήματα μόλις είχαν αρχίσει.
Ο Ραμόν μόνο άκουγε, είχε γοητευθεί από τον τρόπο που μιλούσε, του άρεσε που έβλεπε την ζωή με αισιοδοξία, που ήταν χαρούμενη, που το χαμόγελο της του ζέσταινε την καρδιά. Από εκείνο το πρωινό και μετά έκαναν πολύ παρέα, βρισκόταν στον νερόμυλο και από εκεί κανόνιζαν κοντινές βόλτες πότε με το αυτοκίνητο και πότε με τα πόδια βοηθώντας την Άννα με το αμαξίδιο στα δύσκολα σημεία της διαδρομής.
Κάθε πρωί τώρα ξυπνούσε χαρούμενος, αισιόδοξος, άρχισε να σκέφτεται μήπως ήταν καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα, που έμεινε χωρίς δουλειά και αναγκάστηκε να γυρίσει στο χωριό. Βρήκε καλή παρέα, έναν ζεστό, ευχάριστο άνθρωπο, που τον βοήθησε να δει την ζωή με άλλο μάτι.
Κατάλαβε πως είχε επιλογές στην ζωή του, δεν ήταν όλα μαύρο-άσπρο. Έπρεπε όμως να αποφασίσει ή θα κλαψούριζε για το πόσο άδικα του φέρθηκε η ζωή ή θα προχωρούσε αφήνοντας πίσω το παρελθόν που έτσι κι αλλιώς δεν αλλάζει.
Αυτά σκεφτόταν καθώς πλησίαζε στο νερόμυλο και όσο πιο κοντά πλησίαζε τόσο πιο δυνατά χτυπούσε η καρδιά του, είχε ερωτευτεί την Άννα. Συνέχισαν να κάνουν παρέα και ο Ραμόν έψαχνε ευκαιρία να της το πει και η ευκαιρία ήρθε όταν αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν στην παλιά καλύβα που υπήρχε στην κορυφή του λόφου. Της το εξομολογήθηκε χωρίς περιστροφές,
η Άννα ανταποκρίθηκε θετικά, ένιωθε άνετα, απελευθερωμένη μαζί του, ήταν σα να γνωριζόταν χρόνια. Οι επόμενοι δύο μήνες του έμειναν αξέχαστοι, ήταν ευτυχισμένος.
Αποφάσισε να μείνει στο χωριό, θα ζητούσε από την Άννα να συγκατοικήσουν, μαζί της ένιωθε χαρούμενος, ζωντανός, ένιωθε ξανά ο εαυτός του, μέχρι και σχέδια για το μέλλον τους κατέστρωνε. Το επόμενο πρωί θα της έλεγε τις σκέψεις του, ελπίζοντας να συμφωνήσει.
Την περίμενε στο γνωστό μέρος, την είδε να έρχεται πάνω στο άλογο κάτι που δεν συνήθιζε το τελευταίο διάστημα. Σταμάτησε δίπλα του και του είπε πως τον επόμενο μήνα θα φύγει, θα λείψει καιρό, αποφάσισε να προετοιμαστεί για τους Παραολυμπιακούς αγώνες, θα ακολουθούσε το όνειρο της, ο στόχος ήταν ίδιος, ο δρόμος άλλαζε. Της ευχήθηκε καλή τύχη, ακούμπησε τον καφέ του στη σπασμένη μυλόπετρα που υπήρχε δίπλα του και γύρισε πίσω στο σπίτι.
Στεναχωρήθηκε πολύ όμως δεν απογοητεύτηκε, θυμήθηκε τα λόγια της Άννας<<η ζωή είναι απλή δεν σου ζητάει τίποτα παρά μόνο να την ζήσεις, ακολούθα την καρδιά σου>>.
Η Άννα μετακόμισε στην πρωτεύουσα μετά το χρυσό μετάλλιο που πήρε στο αγώνισμα της, το όνειρο πραγματοποιήθηκε.
Ο Ραμόν αποφάσισε να μείνει στο χωριό με την ελπίδα πως κάποτε η Άννα θα γυρνούσε πίσω στο Τουριένο. Πριν φύγει του είχε δώσει μια φωτογραφία της με την ημερομηνία που γνωρίστηκαν 15/5/1990 Άννα Τουριένο,<<για να μην με ξεχάσεις>>του είχε πει.
Τα χρόνια πέρασαν η φωτογραφία έμεινε καλά κρυμμένη στο συρτάρι. Οι βόλτες στον παλιό νερόμυλο συνεχίστηκαν, περπατούσε μόνος στα μονοπάτια που κάποτε έκανε βόλτες με την Άννα. Είχε την προσδοκία πως κάποιο πρωινό θα την έβλεπε να ξεπροβάλλει με το άλογο και να τον χαιρετάει όπως τότε.
Πέρασαν δέκα χρόνια, οι ζωές τους δύο διαφορετικά ποτάμια που θα ανταμώσουν ξανά στην θάλασσα εντελώς αναπάντεχα. Όπως αυτό το φθινοπωρινό βραδάκι που βρήκε δήθεν τυχαία την φωτογραφία στο συρτάρι και ξαφνικά άκουσε να φωνάζουν το όνομα του από τον δρόμο. Άνοιξε το παράθυρο και είδε την Άννα με έναν καφέ στο χέρι να του λέει πως πρέπει επιτέλους κάποτε να τελειώσουν τον καφέ που είχαν αφήσει στη μέση εκείνο το πρωινό.
Ο Ραμόν ξεκαρδίστηκε, <<πέρασαν χρόνια, δεν κρύωσε ακόμα εκείνος ο καφές;>> την ρώτησε.
Κατέβηκε στον δρόμο, πήρε τον καφέ βολεύτηκαν εκεί στο κεφαλόσκαλο και συνέχισαν την κουβέντα από εκεί που την είχαν αφήσει πριν από χρόνια.
Το επόμενο πρωί πήραν μαζί τον δρόμο για τον παλιό νερόμυλο, από δω και πέρα τίποτα δεν θα τους χώριζε.
Ο Ραμόν και η Άννα, δύο διαφορετικά ποτάμια που έσμιξαν στη θάλασσα της ζωής…